Ολοένα και συχνότερα συναντούμε στο θέατρό μας περιπτώσεις που αφορούν την καθοδήγηση ενός ελληνικού θιάσου από κάποιο σημαντικό ξένο σκηνοθέτη. Το φαινόμενο δεν είναι ασφαλώς σημερινό και η αρχή του βρίσκεται στα τέλη του ‘90, όταν η πτώση του Τείχους έφερε σημαίνοντες εκπροσώπους της ανατολικής Σχολής στο θέατρό μας. Τα κέρδη από τη συνομιλία δεν έχουν καταγραφεί ακόμη, μα η πρόχειρη έστω ανάκληση των πιο τρανταχτών περιπτώσεων φανερώνει πως σπάνια η συνεργασία έφερε το θεμιτό αποτέλεσμα. Αντίθετα, πέρα από τον αρχικό ντόρο και την επόμενη οξυμένη περιέργεια, το αρχικά αισθήματα θαυμασμού σύντομα υποχώρησαν ή αντικαταστάθηκαν από εκείνα της δυσφορίας. Μα δεν είναι και απλό πράγμα... Ο ηθοποιός κάθε χώρας κουβαλά μαζί του πέρα από τη μητρική γλώσσα ένα είδος σκηνικού φορτίου που φανερώνεται όταν αυτός αναπτύσσεται στη σκηνή. Χωρίς αυτό το φορτίο ο ηθοποιός μένει ελαφρύς και μετέωρος. Το αποτέλεσμα για τον ίδιο είναι να ακολουθεί οδηγίες «χαμένες στη μετάφραση», που τον φέρνουν καλλιτεχνικά σε χώρο που ούτε εννοεί καλά μα ούτε και καλο-αισθάνεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα οδηγεί σε θεατρικά «ξενοδοχεία», πάντα πρωτοποριακά, πάντα αμφιλεγόμενα και πάντοτε «κρύα».
Μα καλό είναι να επιμένουμε. Γιατί το θέατρο πέρα από τέχνη είναι ένα δίκτυο ανθρώπων και ιδεών εντός του οποίου ρέει το καλλιτεχνικό υλικό του καιρού μας. Οπως δεν θα ήταν σωστό να θαμπωθούμε από ό,τι ξένο, άλλο τόσο θα ήταν λάθος να απομονωθούμε στο πλαίσιο μιας δήθεν αυτάρκειας. Κι αυτό όχι μόνο γιατί στον διάλογο των ξένων με τους ντόπιους καλλιτέχνες φανερώνεται η ικανότητα του θεάτρου να σπάει σύνορα, να υπερβαίνει γλώσσες και παραδόσεις, μα και γιατί έτσι, από μια τέτοια «επίσκεψη», ξεκινά πάντα η διαδικασία πρόσληψης μιας ιδέας, μιας στάσης, ενός κώδικα που σταδιακά θα απορροφηθεί από το γηγενές αισθητικό ένστικτο και θα εμπλουτίσει το υπέδαφος της κοινής μας ιθαγένειας.
Είναι πάντα καλό να συνομιλούμε με ταλαντούχους ανθρώπους. Ενας από αυτούς, ο Αντόνιο Λατέλα, Ιταλός διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης και συγγραφέας, δέχτηκε την πρόσκληση της Μαρίας Καλλιμάνη να ανεβάσει στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν τον «Γυάλινο κόσμο» του Ουίλιαμς (πριν από δώδεκα χρόνια ο ίδιος είχε ανεβάσει στο γερμανικό θέατρο το «Λεωφορείο ο Πόθος»). Ο Λατέλα έχει διανύσει πια μια μεγάλη διαδρομή στο ευρωπαϊκό θέατρο, βάζοντας στο κάδρο του θεατρικού αποδομισμού δύο δικά του στοιχεία. Το πρώτο είναι η μνήμη, η ικανότητα του θεάτρου να εγκλωβίζει και να διατηρεί κοντά στις σημαντικές ιστορικές στιγμές τα κύτταρα της προσωπικής μνήμης, τις αναμνήσεις που συνθέτουν το ψηφιδωτό κάθε χαρακτήρα. Το άλλο στοιχείο αφορά το πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα που μέσω πάλι της αποδόμησης αποκαλύπτεται και ανασυντίθεται στο θέατρο όχι με τη μορφή της άρρητης αυτοβιογραφίας μα σαν φιγούρα πόνου, ενοχής, ατέλειας και ευαισθησίας.
Για όλα αυτά είναι φανερό πως ο ίδιος ο Ουίλιαμς και το έργο που τον καθιέρωσε, ο «Γυάλινος κόσμος», γίνονται για τον Ιταλό σκηνοθέτη η βασιλική οδός προκειμένου να φτάσει στον θεατρικό του στόχο. Εδώ, η «ανάμνηση» και η «μνήμη» επιδρούν πάνω στην αφήγηση και διαθλούν το περιεχόμενό της. Ο «Γυάλινος κόσμος» είναι η ιστορία του Τομ όπως τη θυμάται και την αφηγείται ο ίδιος. Είναι η αναπόληση της ιστορίας αλλά και η ποιητική μεταφορά της έτσι ώστε να λειτουργεί με τρόπο παρηγορητικό και -ίσως- ανακουφιστικό. Πρόκειται ασφαλώς για «θέατρο» μα συνδέεται με την προβολή μιας «ταινίας» στο μυαλό του συγγραφέα και με το ζωντάνεμα μισο-ιδωμένων «εικόνων» ή «φωτογραφιών» που τυραννούν τον νου του.
Οπως συνηθίζει ο Λατέλα, ο Τομ του Βαγγέλη Αμπατζή αναλαμβάνει και εδώ εκτός από τον ρόλο του αφηγητή και εκείνον του «σκηνοθέτη» - και τελικά τον ρόλο του μάρτυρα της ιστορίας. Είναι αυτός που αφηγείται, που παρακινεί τα άλλα πρόσωπα να μιλήσουν, που τα στήνει στο κάδρο, τα φωτίζει και τα καθοδηγεί με τις οδηγίες του. Κάποτε μάλιστα παρεμβαίνει στην ίδια την αφήγησή του για να αποκαλύψει τα δικά του απωθημένα, ένοχες σκέψεις, ανείπωτα μυστικά.
Φτάνουμε έτσι σε ένα θέατρο που εκθέτει σε εμάς τον «γυάλινο κόσμο» του. Ολα εδώ είναι κατά βάση «ψεύτικα» σαν το θηριοτροφείο της Λόρα. Ή μήπως όχι;... Μήπως δεν υπάρχει πίσω από αυτό το «ψέμα» κάτι άλλο, περισσότερο «αληθινό»;… Σε αυτή τη σύλληψη, όπου τα ανακαλούμενα πρόσωπα της μνήμης φέρουν ακόμα την αίσθηση που προκάλεσαν στο υποκείμενο της αφήγησης, βρίσκεται η ουσία της ανάγκης να λέμε και να ακούμε τις δικές μας ιστορίες, έστω και μόνο για να αγγίξουμε πρόσωπα που μας συντρόφευσαν κάποτε έξω από τη «γυάλινη προθήκη», για να τα συναντήσουμε για λίγο σαν φάσματα μιας άλλης, χαμένης από τον καιρό παρουσίας.
Μα και πέρα από αυτή την εξαιρετικά ανανεωτική ανάγνωση του «Κόσμου», υπάρχει ακόμη η ερμηνεία του έργου από τους ηθοποιούς. Που γεννά τον ίδιο αιφνιδιασμό, λόγω της διαφορετικής αντιμετώπισης των προσώπων του έργου. Κατ’ αρχάς κανένα από αυτά δεν αποδίδεται πλέον με τον γλυκερό, ευαίσθητο και μοιρολατρικό τρόπο του «θύματος». Η Αμάντα κατ’ αρχήν από τη Μαρία Καλλιμάνη, που παρουσιάζει μια μητέρα δεσποτική και κυριαρχική, μα και η Λόρα από τη Λήδα Κουτσοδασκάλου είναι φιγούρες γεμάτες ένταση, μπρίο, με καταπιεσμένα πιθανόν, αλλά όχι ακυρωμένα αισθήματα πόθου και λαχτάρας για ζωή. Κι ακόμη στην ερμηνεία τους (στην οποία εντοπίζω μια νότα ναπολιτάνικου θεάτρου) το σημαντικό είναι να δούμε όχι ποιες αυτές είναι αλλά πώς τις ανακαλεί το μυαλό του Τομ.
Φτάνω να αναρωτιέμαι μήπως το γνωστό ορατό ελάττωμα της Λόρα αποτελεί το ανάλογο του αόρατου στοιχείου ταυτότητας του Τομ, που εκείνος εκλαμβάνει σαν «αναπηρία». Λόρα και Τομ αποτελούν ίσως τις δύο πλευρές, ορατή και αόρατη, του ίδιου νομίσματος. Διεκδικούν εξάλλου από κοινού -και μάλιστα με τη συμμετοχή της ίδιας της μητέρας τους- κάτι από το ερωτικό κάλεσμα του Τζιμ του Νίκου Μήλια, που πιστεύω ότι ερμηνεύει εδώ λιγότερο ένα πρόσωπο και περισσότερο μια συμπιεσμένη επιθυμία, σαν φωτογραφία ενός χαμένου και γι’ αυτό ιδανικού προσώπου.
Ολοι μαζί θα βγουν από τις αναμνήσεις-θηριοτροφείο του Τομ για να λάμψουν για λίγο στο φως του αυτοσχέδιου προβολέα-κάμερας. Και θα μπουν και πάλι στη θέση τους αμέσως μετά. Τι έχει μεσολαβήσει; Πιστεύω, η ανάσυρση μιας ποιότητας που δεν υπάρχει αυτούσια στην αφήγηση του Τομ. Της ανομολόγητης αγάπης που ιριδίζει στη μορφή τους. Το γεγονός ότι η παράσταση αυτή της τυραννίας της μνήμης παίζεται στο Θέατρο της μνήμης και τέχνης του Κάρολου Κουν δίνει μια ακόμη συμπληρωματική παράμετρο στην ερμηνεία της. Μα και ότι εμφανίζονται σε αυτή νέοι ηθοποιοί που μεταδίδουν σωματικά τον παλμό που κινεί στο βάθος το έργο είναι το ίδιο σημαντικό. Αν μη τι άλλο, το θέατρο μας δείχνει ότι διαθέτει δυνάμεις ικανές να κινήσουν εκ νέου παλιές απορίες μας: για το θέατρο, για τον Ανθρωπο - μα και για ό,τι ζει στο ανάμεσό τους.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας