Θα πρέπει να θυμηθούμε κάποτε πως τα ανεβάσματα του αρχαίου δράματος δεν είναι όλα το ίδιο εύκολα. Αντίθετα, κάθε έργο ενέχει έναν «βαθμό δυσκολίας» που καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως το θέμα και τη γλώσσα του ή τη συνάφεια με την ευαισθησία του σύγχρονου κοινού και το πραγματολογικό πλαίσιό του. Οπως και να ’χει, στον υψηλότερο τέτοιο βαθμό δυσκολίας θα πρέπει να κατατάξουμε τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, που από την άποψη των παραπάνω αλλά και από την άποψη του μύθου και της δομής, μοιάζει τόσο ανοίκειο, τόσο απόμακρο μα και τόσο «περίεργο» σε εμάς τους «σύγχρονους», ώστε όταν κάποτε οι σχολιαστές ζήτησαν να βρουν γι’ αυτό μια θέση μέσα στο αισχυλικό corpus, το κατέταξαν στην αφετηρία του.
Με κάθε λοιπόν αναγνώριση της εγγενούς αυτής δυσκολίας θα πρέπει να υποδεχθούμε την απόφαση των συνασπισμένων θεάτρων μας, Τέχνης και Νέου Κόσμου, και της σκηνοθέτριας Μαριάννας Κάλμπαρη να ανεβάσουν φέτος τη συγκεκριμένη τραγωδία του Αισχύλου. Ακόμα περισσότερο καθώς απέχουμε ούτε λίγο ούτε πολύ εξήντα χρόνια από την ιστορική (και εξίσου «μυθική») παράσταση της Επιδαύρου, στη διδασκαλία του Αλέξη Σολομού, μα και γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι «Ικέτιδες» φέρουν ένα γενικότερο σκηνικό ρίσκο στο ανέβασμά τους, που παραπέμπει σε σκηνή εθνικών προδιαγραφών.
Δύο είναι τα μεγάλα ζητήματα στις «Ικέτιδες». Το πρώτο αφορά, όπως είπαμε, τον μύθο τους, που είναι αυτό που λέμε «καταγωγικός». Αφηγείται την έλευση των Δαναΐδων στο πρωτο-μυθικό Αργος, με τον πατέρα τους, τον Δαναό, κυνηγημένων από τα ξαδέλφια τους στην Αίγυπτο που θέλουν να συνάψουν μαζί τους ανόσιο γάμο. Ολα είναι τόσο παλιά στην ιστορία μα και τόσο «βιβλικά»: Οι κόρες του Δαναού είναι ούτε λίγο ούτε πολύ πενήντα τον αριθμό, όπως και οι μνηστήρες τους, ενώ ο κόσμος τους μπορεί να επαίρεται πως αποκαλύπτει την αρχική ονοματοθεσία ηπείρων, χωρών και εθνοτήτων. Εδώ βρίσκεται κυνηγημένη η Ιώ, κάπου εδώ ονοματίζονται η «Ευρώπη», η «Λιβύη» και η «Αίγυπτος», ενώ λίγο μετά θα ακούσουμε τη γέννηση των πρώτων «Ελλήνων».
Τριλογία
Επρόκειτο φυσικά για τριλογία και εκτεταμένη δραματουργική αφήγηση, από την οποία εμείς διαθέτουμε ακέραιο μόνο το πρώτο «επεισόδιο», εικόνες από τα υπόλοιπα και την «υπόθεση». Μα αυτά αρκούν για να μας εντυπωσιάσουν. Ο Αισχύλος χωρίς αμφιβολία άνοιξε πρώιμα το δραματουργικό εργαλείο, τόσο ώστε να φτάσει σε αυτό που αιώνες αργότερα θα δώσει το «κινηματογραφικό έπος». Πλήθος λαού κινείται δίπλα σε δεσποτικές προσωπικότητες, διπλωματικά επεισόδια κοντά σε επικείμενους πολέμους, ακυρωμένοι γάμοι που καταλήγουν σε γάμους εκβιασμένους, μέχρι και μαζικές συζυγοκτονίες στο τέλος, όπως και ο ένας έρωτας που θα φέρει την ανατροπή και τη νέα αρχή.
Ομως, έτσι για να κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, ο Αισχύλος στις «Ικέτιδες» μας φέρνει μπροστά στο μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Γιατί ζητάει από το θέατρό μας, που μέχρι πρόσφατα υπήρξε ο ναός της ατομικότητας, να γυρίσει πίσω και να θυμηθεί ένα καταγωγικό στοιχείο του, εκείνο του Χορού. Πρωταγωνιστής του έργου είναι λοιπόν ο Χορός των Ικέτιδων που μιλούν, κινούνται, αντιδρούν και φέρονται ως ενιαίο σώμα. Αυτό για εμάς δεν είναι μόνο ζήτημα - είναι πρόβλημα που ζητάει την επίλυσή του εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια. Και καθώς το όλο πλαίσιο του έργου κουβαλά μαζί του και πολλά άλλα πολιτιστικά φορτία, εξίσου ανοίκεια στον σύγχρονο θεατή, το όλον οδηγείται γρήγορα στην αμηχανία.
Ας μην αδικούμε επομένως την απόπειρα της Μαριάννας Κάλμπαρη να επέμβει δραστικά στον δραματουργικό ιστό της αισχυλικής τραγωδίας. Και όπως καταλαβαίνω, δεν έκανε και λίγα... Ουσιαστικά παρέδωσε το μέρος του Χορού σε δύο διακριτά πρόσωπα, Υπερμνήστρα και Αμυμώνη, κόρες και αυτές του Δαναού, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στις δύο χαμένες τραγωδίες της τριλογίας και στο σχετικό σατυρικό δράμα που ακολουθούσε. Με άλλα λόγια, ας μη γελιόμαστε, περιόρισε τον Χορό σε μια μάλλον περιφερειακή συμβολή στη γενικότερη θεατρικαλίστικη «ατμόσφαιρα» της παράστασης, με ακροβασίες, κινησιολογικές σημάνσεις και φωνητικές διαχύσεις στο φόντο.
Το ευφυές βέβαια είναι πως αυτές οι δύο «Κόρες» όχι μόνο εξέρχονται του Χορού, αλλά κατά κάποιον τρόπο μετουσιώνονται σε αληθινούς χαρακτήρες, η καθεμιά με τη δική της ιδιοσυγκρασία, ώστε να συνθέτουν τις διακριτές δυνάμεις που ενυπάρχουν στο σύνολο. Η Υπερμνήστρα ανήκει περισσότερο στην Αφροδίτη, ενώ η Αμυμώνη είναι αφιερωμένη στην Αρτεμη. Το γυναικείο πρόσωπο, έτσι που κανονικά διαχέεται στα κατατρεγμένα μέλη του Χορού, μπορεί να συμπυκνωθεί στις δύο βασικές συνισταμένες που κάπως σχηματικά περιγράφουν τη γυναικεία φύση: από τη μια την ελευθερία μέσω της γυναικείας αυτοδιάθεσης και από την άλλη την ανεξαρτησία που επιζητεί τον αυτοκαθορισμό μέσω της υπέρβασης του όποιου φύλου.
Δεν είναι όμως αυτή η μόνη παρέμβαση της σκηνοθέτριας στο κείμενο του Αισχύλου. Συνοδεύεται από την πρόθεση να εμπλακεί σε ένα από τα πλέον επείγοντα ζητήματα του κοινωνικού διαλόγου. Με δυο λόγια, η παράσταση στρέφεται και προβάλλει το ζήτημα της βίας εναντίον των γυναικών, καθώς διακρίνει στο έργο μαζί με το προφανές (τις πρόσφυγες ικέτιδες) το ζήτημα του πατριαρχικού συστήματος ελέγχου και καταπίεσης. Με αυτό το βλέμμα οι Δαναΐδες μακράν απέχουν από το να θεωρηθούν «ανεξάρτητες». Στην πραγματικότητα μοιάζουν με πρόβατα που καθοδηγούνται από τον πατέρα τους και των οποίων η μοίρα καθορίζεται από άλλους άνδρες. Και, όπως οφείλει κάθε σκηνοθέτης μετά τη δεκαετία του ’70, στην αποδομική αυτή ανάγνωση εκτός κριτικής δεν μένει ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας… Η Κάλμπαρη ορθά διαγιγνώσκει και προβάλλει την πατριαρχική σκέψη του Αισχύλου και της εποχής του. Ακόμα και αν δεχθούμε πως η ιδιοφυΐα του είναι αυτή που αφήνει χώρο στις επόμενες γενιές να διαβάσουν τα κείμενά του με τα φωνήεντα της δικής τους σκέψης, δεν πρέπει να αποκρύψουμε αυτή τη διάσταση.
Σε αυτά τα υλικά στηρίχτηκε η παράσταση για να δώσει τελικά τις «Ικέτιδες» σαν μεγάλο θέαμα. Γιατί το θέαμα υπήρξε εξίσου θεμελιώδες στοιχείο της. Η επιλογή της σκηνοθεσίας να υπερχειλίσει την ορχήστρα της Επιδαύρου με την παρουσία τόσων μελών, το κόστος μιας παραγωγής που θυμίζει όπερα, μα και η διανομή των ρόλων σε διακριτά ονόματα του θεάτρου μας, όλα φανερώνουν πως από την αρχή κιόλας οι «Ικέτιδες» φιλοδόξησαν να αποτελέσουν μια πρόταση θεαματική. Ακόμα περισσότερο όταν έγινε αντιληπτό πως η απόδοση θα κινηθεί σε ένα επίπεδο ερμηνείας που θα μεταφέρει το συμβολικό φορτίο του έργου, αποδιώχνοντας κάθε περιττό ρεαλιστικό στοιχείο.
Αμφισβήτηση
Εδώ βρίσκεται ίσως μια κάποια αμφισβήτηση. Ο τρόπος για να συνδεθεί το κέντρο του μεγαλόσχημου θεάτρου με τα στοιχεία του πολιτικού ή επικού θεάτρου δεν είναι πάντα εύκολος. Μια κερατοφόρος Ιώ (Χριστίνα Σουγιουλτζή) ακροβατούσε σε ένα σκηνικό βγαλμένο από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κορίτσια φορούσαν τα ελαφρά κοντά φορέματά τους (σκηνικά και κοστούμια της Χριστίνας Κάλμπαρη), μπροστά σε έναν Πελασγό της Κονιόρδου που δανείστηκε το ιερατικό κοστούμι του από το θέατρο της Ανατολής. Κι αν κάποιες στιγμές ήταν έκδηλη η καταπίεση της κοριτσίστικης αφύπνισης, υπήρχαν άλλες που τα μέλη του Χορού έμεναν στο επίπεδο του εντυπωσιακού «μπούγιου». Κι αν τα μέλη από τις «CHORES» και της Ομάδας «Κι όμως Κινείται» απέδιδαν με εξαιρετικό τρόπο τη μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού, τη χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή και τη μουσική διδασκαλία της Ειρήνης Πατσέα και της Σιμέλας Εμμανουηλίδου (εξίσου εντυπωσιακός και ο σχεδιασμός των φώτων από τη Στέλλα Κάλτσου), δύσκολα κάποιος θα θεωρούσε οργανικά αναγκαία την παρουσία τους.
Δεν υπάρχει τίποτα να προσάψει κανείς στις ερμηνείες, μπορώ μάλιστα να πω ότι οι Λένα Παπαληγούρα (Υπερμνήστρα) και Λουκία Μιχαλοπούλου (Αμυμώνη) φανέρωσαν και οι δύο στόφα πρωταγωνίστριας αρχαίου δράματος και εθνικής εμβέλειας. Οσο για το κύρος της Λυδίας Κονιόρδου στον ρόλο του Πελασγού, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο και αυταπόδεικτο. Ο Δαναός του Ακη Σακελλαρίου κρύβει έναν πολιτικίσκο που αναζητά την ευκαιρία του στο Αργος. Εξαιρετικός ο Κήρυκας του Γιάννη Τσορτέκη - αναλαμβάνει να μεταφέρει και το μισογυνικό ποίημα του Σημωνίδη ως δείγμα της άποψης της εποχής για το γυναικείο φύλο… Οσο για τη σολίστ Μαρίνα Σάττι, αυτή απέδωσε τους Υμνους σε Αρτεμη και Αφροδίτη σε τέτοιο επίπεδο μουσικής καλλιέργειας ώστε η παρούσα στήλη να δηλώνει ανειδίκευτη για τον σχολιασμό τους. Ακόμα κι αν δηλώνει αληθινά γοητευμένη!
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας