Το «θέατρο-ντοκουμέντο», με τη μορφή τουλάχιστον που ορίστηκε και αναπτύχθηκε στο ιθαγενές θέατρο, υπήρξε μια από τις πλέον χαρακτηριστικές μορφές έκφρασης της νεότερης γενιάς των καλλιτεχνών μας. Με κύριους εκπροσώπους τους Πρόδρομο Τσινικόρη και Ανέστη Αζά, αλλά και με αρκετές άλλες σημαντικές παρουσίες, το θέατρο αυτό, που επιδιώκει να φέρει στη σκηνή πραγματικά «γεγονότα και πρόσωπα», αντίστοιχα με το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, αλλά με το πλεονέκτημα της ζωντανής επικοινωνίας με τους θεατές, επιχείρησε να διαφωτίσει το κοινό σχετικά με θέματα που συνήθως μένουν εκτός της συστηματικής ενημέρωσης ή παραποιούνται σκόπιμα από αυτήν. Ανήκει ως τέτοιο επομένως στο «πολιτικό θέατρο» και μάλιστα στις πιο ενεργές πλευρές του. Και όπως είναι προφανές, αναπτύσσεται όπου απουσιάζει η διαφάνεια εντός και περισσεύει η τόλμη εκτός του κατεστημένου.
Στην πραγματικότητα βέβαια, από την πλατιά επίδραση του ντοκουμέντου, η μορφή που απέκτησε ιδιαίτερη αξία στο ελληνικό θέατρο είναι μια επιμέρους κατηγορία που αφορά το «θέατρο της πραγματικότητας», κυρίως όπως διαδόθηκε διεθνώς από τον γερμανικό θίασο των Ρίμινι Πρότοκολ. Σε αυτούς εργάστηκε και από αυτούς εμπνεύστηκε το δίδυμο των Τσινικόρη και Αζά, αναπτύσσοντας τα δικά τους καλλιτεχνικά πρότζεκτ. Ας μην επαναλάβουμε εδώ όσα έχουν γίνει κατά καιρούς αντικείμενα εργασίας για τη μέθοδό τους. Ας επιμείνω στο εξής: Αν παρακολουθήσει κάποιος τον τρόπο εργασίας τους, θα δει ότι κρύβει ένα μυστικό, διόλου κρυφό βέβαια μα και δύσκολο να το μιμηθεί κανείς, ακόμα κι όταν το γνωρίζει: πρόκειται για το χάρισμα της ανοικτής και ανυπόκριτης επικοινωνίας του υπεύθυνου της εργασίας με τους φορείς της «πραγματικότητας», τους Ελπήνορες της κοινωνικής λήθης.
Αφορά την εδραίωση της εμπιστοσύνης, την εμπέδωση ασφάλειας και μαζί την ενδυνάμωση της θέλησης αυτών των κοινών ανθρώπων -συχνά μάλιστα κοινωνικά απομονωμένων- να ανοιχτούν ακολουθώντας το δύσκολο μονοπάτι της δημόσιας προβολής. Συνηθίζω να λέω πως το πλέον δύσκολο μέρος αυτού του είδους δεν είναι να βρεις το θέμα ή να εντοπίσεις με κάποιον τρόπο τέλος πάντων τους «από τα κάτω αρμόδιους» για να μιλήσουν γι’ αυτό. Είναι να τους πείσεις να το κάνουν, και μάλιστα να τους διδάξεις να το κάνουν σωστά, δηλαδή με συγκρότηση, ευθυβολία και συνέπεια, χωρίς να χάσουν τον αυθορμητισμό ή την ανεπιτήδευτη -και γι’ αυτό πειστική- απλότητά τους. Ο ρόλος επομένως του εμπνευστή περνάει και από εκείνους του ερευνητή, του δημοσιογράφου, του εμψυχωτή και του παιδαγωγού, πριν καταλήξει στον καθαυτό ρόλο του «σκηνοθέτη» και διευθυντή παραγωγής.
Είχα την εντύπωση -και για να είμαι ειλικρινής ακόμα την έχω- πως για διάφορους λόγους το απαιτητικό αυτό θέατρο κοινωνικής παρέμβασης βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε αποδρομή. Ολοένα και σπανιότερα συναντώ παραστάσεις που ακολουθούν τον δρόμο του, ενώ οι «πρώτοι διδάξαντες», παρά την ακάματη παρουσία τους, τοποθετούνται πλέον στο πλαίσιο μιας γενιάς αρκετά αναγνωρισμένης πια ώστε να παραδίδει σεμινάρια σε νεότερους. Δεν έχουν λείψει ασφαλώς οι αφορμές για να ξεδιπλωθεί και πάλι το εκφραστικό αυτό εργαλείο πολιτικής δράσης. Ομως το θέατρο ακολουθεί εκτός των άλλων και τη μόδα - και μοιάζει η μόδα πλέον να στρέφεται εκτός της ευθείας πολιτικής τοποθέτησης.
Σκέψεις μου είναι οι παραπάνω, που περιμένουν την επιβεβαίωσή τους. Μα πρέπει να ομολογήσω πως η τελευταία παραγωγή της Στέγης, το «Ρομάλαντ», έρχεται να με βάλει σε σκέψεις για την ορθότητά τους. Από την άποψη της μορφής, η παραγωγή έρχεται να συγκριθεί με την παλιότερη επιτυχία των συντελεστών, με την «Καθαρή Πόλη». Ο τρόπος εργασίας, η παρουσίαση των «αρμοδίων», η επιθυμία να δώσουμε ορατότητα και φωνή σε όσους και όσα χώνουμε κάτω από χαλί για να νιώσουμε ότι ζούμε σε μια «καθαρή» κοινωνία, η επιθυμία να φτάσει σε εμάς η μαρτυρία του άλλου σε πρώτο πρόσωπο, όλα δείχνουν πως η τελευταία παραγωγή συνθέτει με την παλιότερη ένα «δίπτυχο».
Το ζήτημα είναι βέβαια πως το θέμα της είναι πολλές φορές απαιτητικότερο. Στην «Καθαρή Πόλη» δινόταν ορατότητα στις παρυφές της δημόσιας ζωής. Εδώ όμως, στο «Ρομάλαντ», το ζητούμενο δεν είναι η γενική θέση των Ρομά εντός της κοινωνίας, αλλά κάτι πολύ πιο δύσκολο: πρόκειται όχι για επιδίωξη μιας ορατότητας, αλλά για αιφνιδιασμό της υπάρχουσας και προκατειλημμένης οπτικής. Είναι ένα παιχνίδι που μας φέρνει όλους σε δύσκολη θέση γιατί, ας μη γελιόμαστε, μας ξεσκεπάζει από κοινού. Ας πούμε, τους περισσότερους από τους Ρομά που ανεβαίνουν στη σκηνή δύσκολα θα τους κατατάσσαμε στη συγκεκριμένη φυλή, με βάση τουλάχιστον τα στερεότυπά μας. Αυτοί είναι «περιέργως» μορφωμένοι, μιλούν με ευφράδεια, έχουν άποψη και τόλμη και διαθέτουν μάλιστα ένα βλέμμα αντίστροφο, με το οποίο βλέπουν εμάς που τους βλέπουμε…
Αυτοί λοιπόν είναι Ρομά και δεν είναι... «Είναι» με το βλέμμα που έφερε κι εμάς -γιατί να κρυβόμαστε;- στη Στέγη για να «δούμε» αδικημένους και περιθωριοποιημένους της κοινωνίας μας, περιμένοντας από τη συνάντησή μας ένα αποδεικτικό δήλωσης της ευαισθησίας μας. «Είναι» πάλι, σαν άνθρωποι που διεκδικούν μια ταυτότητα καταγωγής και ελευθερίας, ένα σύμφωνο αποδοχής και συμφιλίωσης. Μα και την ίδια ώρα «δεν είναι», όσο διεκδικούν το δικαίωμα να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους εκτός των στερεοτύπων, εκτός της προκατάληψης και της περιθωριοποίησης.
Για να καταλάβουμε λοιπόν τη σημασία της παράστασης στη Στέγη πρέπει πριν από όλα να την τοποθετήσουμε στη σωστή θέση της. Ξεκινά σαν προβολή της θέσης των Ρομά έναντι (και εναντίον) της κοινότητας που την καταπιέζει (τα τελευταία μάλιστα γεγονότα επιβεβαιώνουν προφητικά τα λεγόμενά της). Μα στην πράξη προχωρά σαν πράξη γνωριμίας μας με το διαφορετικό, με τρόπο ώστε από τη μια αυτό να μη μοιάζει πια τόσο «διαφορετικό», ενώ την ίδια στιγμή η ετερότητα να προκαλεί αμοιβαία χαρά και περηφάνια. Σε αυτό το άνοιγμα του «είναι και δεν είναι» ενός Αλλου βρίσκεται το μυστικό μιας κοινωνίας αποδοχής και συμπλήρωσης.
Γι’ αυτό όσοι έφυγαν από τη Στέγη σκεπτόμενοι το γνωστό «να πάλι οι Ρομά που διεκδικούν τη θυματοποίησή τους…» ας το ξανασκεφτούν. Το θέατρο δεν επιδιώκει να υποκαταστήσει την πολιτική ή το σύνολο της δημόσιας συζήτησης (που είναι βέβαια απείρως πολυπλοκότερα). Επιτελεί όμως το στοιχειώδες: φέρνει απέναντι τον ίδιο τον άνθρωπο αντί για το σχήμα του. Για να διαπιστώσουμε πόσο μοιάζει τελικά με εμάς.
Από αυτήν την άποψη το «Ρομάλαντ» κατοικείται από όλους μας. Διόλου τυχαία στους συντελεστές της παραγωγής εντοπίζεται από επιστημονικός σύμβουλος μέχρι εκπαιδευτής των ερμηνευτών, φανερώνοντας μια παραγωγή εξαιρετικά ώριμη στις επιδιώξεις και την πραγμάτωσή της. Το σκηνικό της Διδώς Γκόγκου παίζει ένα ειρωνικό παιχνίδι για όσα έχουμε συνδέσει με τους Ρομά. Ενώ η ίδια η ομάδα των «αρμοδίων» -Θεοδοσία Γεωργοπούλου, Αγγελική Ευαγγελοπούλου, Μέλπω Σαΐνη, Αβραάμ Γκουτζελούδης και Γιώργος Βιλανάκης- κερδίζει την αναγνώρισή μας, στήνοντας μπροστά μας μια δήθεν πρόβα για μια παράσταση που είναι πιθανό να μην ανεβεί ποτέ, με τα τραγούδια και τις εκμυστηρεύσεις της. Είναι φυσικοί, απλοί, ευθείς και ανεπιτήδευτοι άνθρωποι. Μιλούν από τη δική τους χώρα, κι όμως μιλούν για πολλούς άλλους ακόμη.
Με τη δική τους παρουσία στη σκηνή της Στέγης η παράσταση τελειώνει με ένα πλατύ χαμόγελο ως οφείλει. Είναι το νεύμα ελπίδας που μπορεί να προσφέρει το θέατρο της ανθρωπιάς.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας