Το ονειρεύονταν, αλλά δεν φαντάζονταν ότι το όνειρό τους θα πραγματοποιηθεί τόσο νωρίς. Αποφάσισαν όμως να μην αφήσουν τη νεανική απειρία τους να γίνει η αχίλλειος πτέρνα τους, αλλά να τη χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Και κάπως έτσι η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, με την ομάδα της «Young Quil», βρέθηκε στο τιμόνι του θεάτρου «Μπέλλος». Στα 26 της χρόνια εκείνη, ως καλλιτεχνική διευθύντρια πια, δίνει συνέχεια στο ιστορικό θέατρο στην Πλάκα, που για σχεδόν μία δεκαετία παρέμενε ανενεργό.
«Είπαμε πως θα κάνουμε αυτό που θέλαμε κι ονειρευόμασταν, έναν χώρο συνδημιουργίας και ουσιαστικής επαφής μεταξύ των καλλιτεχνών που συνυπάρχουν στον χώρο. Κι έτσι, για την πρώτη μας χρονιά, από πέρσι τον Σεπτέμβριο που ξεκινήσαμε, θέσαμε ως κεντρικό θεματικό άξονα τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία», λέει η Παπαγεωργίου. Με το έργο του Άκη Δήμου «Η νύχτα των μυστικών» σε δική της σκηνοθεσία, έγινε η έναρξη της κεντρικής σκηνής του θεάτρου «Μπέλλος». Η ανταπόκριση του κοινού φανερώνει ότι ο τρόπος όλων τους λειτούργησε. Άλλωστε, κάπως έτσι πορεύεται και στη ζωή της η ίδια η Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τα όνειρά της που την οδήγησαν από τον χορό σε σπουδές παραστατικών τεχνών στο Λονδίνο και στη δημιουργία ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια της «Νεαρής Πένας», όπως μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά το όνομα («Young Quil») της ομάδας της.
Τη ρωτήσαμε βέβαια και για τις σκηνοθετικές επιλογές της, αλλά και για τις φιλοσοφικές προεκτάσεις πίσω από αυτές, όπως π.χ. τι θα μπορούσε να θεωρηθεί «προοδευτικό» σε σχέση με έναν πόλεμο ή μια σφαγή...

«Το έργο του Άκη Δήμου έχει έναν εξαιρετικά ιδιαίτερο τόπο δράσης καθώς λαμβάνει χώρα σε ένα τσίρκο και αυτό, όπως το έχει δομήσει, μπλέκει το όνειρο με την πραγματικότητα και δημιουργεί το πλαίσιο να ειπωθούν κάποιες αλήθειες που είναι δύσκολο να παραδεχτούμε στην πραγματικότητα. Αγγίζει το θέμα της βίας και της κακοποίησης μέσα από πολλά διαφορετικά πεδία, όχι μόνο της έμφυλης βίας. Θίγει γενικότερα το θέμα της βίας και της εξουσίας που ασκεί π.χ. ένας εργοδότης ή ακόμη και τη βία που ασκούμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας, αυτήν συνεπώς που δεν προέρχεται μόνο από εξωγενείς παράγοντες. Και αυτό το κάνει ο Δήμου με έναν τρόπο σκληρό αλλά και σε ένα τόσο μαγικό και σουρεαλιστικό πλαίσιο που γίνεται συγκινητικό καθώς μας βοηθά να καταλάβουμε πώς μπορούμε να λειάνουμε τις μεγάλες αιχμές. Στέκεται με προβοκατόρικο τρόπο απέναντι στις καταστάσεις προκειμένου να γεννήσει ερωτήματα και όχι να δώσει απαντήσεις. Και σκηνοθετικά; Είναι ένα έργο-πρόκληση καθώς απαιτεί μια έντονη εμπλοκή ακροβατικών, τσίρκου, χορού σε ένα περιβάλλον όπου συνυπάρχουν ντραγκ κουίν, θηριοδαμαστές, μάγοι, κλόουν, ταχυδακτυλουργοί, μυστικά πλάσματα. Ήταν ένα στοίχημα το πώς θα γίνει όλο αυτό ένα ενιαίο θεατρικό σύνολο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που το επέλεξα».
● Έχοντας βάλει ψηλά τον πήχη, πώς σχεδιάζετε να συνεχίσετε;
Θα εστιάσουμε και του χρόνου στην ελληνική δραματουργία, αν και όχι αποκλειστικά. Θα διευρύνουμε το πεδίο δίνοντας έναν πιο έντονο κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα με το έργο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βίσνιεκ. Είναι ένας Ρουμάνος συγγραφέας του οποίου τα κείμενα ήταν λογοκριμένα από το καθεστώς Τσαουσέσκου μέχρι το 1989 και όταν πια επιτράπηκαν, εκείνος είχε ήδη αποσυρθεί. Πηγή έμπνευσής του δεν είναι μόνο η Ρουμανία αλλά όλη η Βαλκανική Χερσόνησος και βέβαια ασχολείται και με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Περιγράφει την ιστορία μιας οικογένειας που επαναπατρίζεται και αναζητά τον χαμένο της γιο, ενώ παράλληλα βλέπουμε την ιστορία της κόρης, η οποία έχει μεταναστεύσει σε μια χώρα της Μεσογείου -που μπορεί να είναι και η Ελλάδα- και έχει ακολουθήσει διαφορετικό μοτίβο ζωής και κουβαλά άλλα στερεότυπα και προκαταλήψεις σε σχέση με ό,τι έγινε... Η ιστορία ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φαντασιακό, συνθήκες που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είναι στο μυαλό των πρωταγωνιστών, ενώ έχει και έναν καταγγελτικό λόγο σε σχέση με την έννοια της προόδου και πάνω σε τι χτίζεται αυτή, σε δεινά, πολέμους και τρομερές ωμότητες.
● Ποια είναι η πρόοδος τον 21ο αιώνα και ποια μπορεί να είναι μετά από οποιαδήποτε ένοπλη ή εμφύλια σύρραξη;
Το έργο του Βίσνιεκ μάς βάζει να διερωτηθούμε τι είναι πρόοδος, πάνω σε ποια θεμέλια τη χτίζουμε και αν θυμόμαστε τι κάναμε για αυτήν την πολυπόθητη πρόοδο. Ένα κομμάτι της πρόσφατης Ιστορίας σε μια γεωγραφική εμβέλεια που μας επηρέασε, έχει μελανά σημεία -όπως τον Εμφύλιο- που δεν τα αγγίζουμε ή θέλουμε να τα ξεχάσουμε. Κι εδώ είναι το περίεργο της συλλογικής μνήμης που δεν ξέρει πού να τοποθετήσει ένα τέτοιο γεγονός: Θα το δω κατάματα, όχι για να πενθήσω αλλά για να ξέρω ποιος είμαι, τι μου συνέβη και πώς δομείται το συλλογικό μου πλαίσιο.
● Πώς τοποθετείστε απέναντι στην τωρινή συγκυρία, πρώτα με τις καλλιτεχνικές αντιδράσεις, ύστερα με το δυστύχημα στα Τέμπη;
Στην αρχή προκύπτει μια τεράστια οργή, την οποία δεν ξέρεις πώς να τη διαχειριστείς. Τελικά, αυτό που μου έχει μείνει, όχι μόνο μετά το δυστύχημα, αλλά και με ό,τι έγινε με τους καλλιτέχνες, είναι ένας φόβος που σου λέει «ζω στη χώρα του τρόμου και δεν υπάρχει κανείς να με προστατέψει». Που σου λέει ότι είσαι πλέον αβοήθητος απέναντι στην εκάστοτε πολιτική εξουσία και δεν υπάρχει κανείς να προασπιστεί το δικαίωμα στη ζωή, την εκπαίδευση, την υγεία, την εργασία... Και βέβαια ο φόβος οδηγεί σε μια κατάσταση ζούγκλας, στο φάσμα του επικίνδυνου. Και το άσχημο είναι ότι περιμένεις συνέχεια τα χειρότερα.
● Και η δική σας γενιά δεν πέρασε και πολύ καλά μέχρι εδώ...
Είμαστε η γενιά που μας κόπηκαν τα φτερά πολύ σύντομα. Μεγαλώσαμε με το αφήγημα του δικαιώματος στην επιτυχία, φτάνει «να μελετάς, να προσπαθείς, να είσαι σωστός». Με όλα αυτά τα «πρέπει» θα πραγματοποιούσες τα όνειρά σου. Στην εφηβεία μας, με την κρίση, έγινε αμφίβολο αν θα μπορούσες, αν θα είχες δουλειά... Η γενιά μετά από μένα είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, δεν ζήσανε καθόλου το όνειρο. Ξεκίνησαν από τη ματαίωση του «κοίτα να δεις, ό,τι και να κάνεις είναι λίγο τυχερό, μοιραίο»... Έχουμε κι εμείς δικαίωμα στο καλύτερο αύριο. Οι προηγούμενες γενιές δεν το ζήσανε... Σε όσους αυτό το δικαίωμα στο καλύτερο αύριο το έχουνε στερηθεί, είναι ακόμα πιο έντονο το όνειρο. Γι’ αυτό είναι τόσο μαχητικοί. Λένε «δεν έχω και τίποτα να χάσω». Μπορεί κάποτε να υπήρχε κάτι να χαθεί, τώρα είμαστε στο μηδέν και λέμε «δεν υπάρχει πάτος».