Γραμμένο στην πρόσφατη καραντίνα και παρουσιασμένο για πρώτη φορά πριν από δύο μόλις σεζόν στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, το νέο έργο του παιδιού της χρυσής γενιάς των Ιρλανδών δραματουργών του ’90, Εντα Γουόλς, είναι επόμενο να αποπνέει πολλά από τα στοιχεία που καθόρισαν το ψυχικό κλίμα παγκοσμίως στα τελευταία χρόνια: κατάσταση εγκλεισμού, ίχνη μιας αδιόρατης απειλής, ψυχική εκκρεμότητα, αίσθηση παραλόγου...
Το «Χάπι» που βλέπουμε, χάρη στην εγρήγορση του μεταφραστή Αντώνη Γαλαίου και του σκηνοθέτη Μάνου Καρατζογιάννη, λαμβάνεται όσο είναι ακόμα «ζεστό», στη θερμοκρασία της συναισθηματικής έντασης από τον κατ’ οίκον περιορισμό και την εν δήμω ανασφάλεια.
Οπως συμβαίνει συχνά με τον Γουόλς, μα και με όλο το σύγχρονο βρετανικό θέατρο, η σκηνή χρησιμοποιείται για τη μεταιχμιακή αιώρηση της πραγματικότητας ανάμεσα σε δύο καταστάσεις της: μιας αληθινής και μιας άλλης θεατρικής. Δύο καταστάσεις που αρχικά εμφανίζονται συμπληρωματικές, μα που στην πορεία συμφύρονται σε μια επόμενη, τρίτη, στην οποία «κόσμος» και «θέατρο» αποτελούν το ένα κάτοπτρο του άλλου.
Με αυτόν τον τρόπο -απόλυτα δοκιμασμένο, έως και στην «Κυρία με τα μαύρα» του West End- η σκηνή κερδίζει μια ολοένα και πιο διευρυμένη διάσταση, που φτάνει κάποτε να συμπεριλαμβάνει τους θεατές της. Ετσι είναι. Αφού θέατρο και κόσμος έχουν χάσει τις γραμμές του διαχωρισμού τους, ο κόσμος του ονείρου μπορεί να ξεχυθεί εκτός συμβατικού περιγράμματος και να κατακλύσει για λίγο την πεζή πραγματικότητα γύρω του.
Ομως στο «Χάπι» (ο πρωτότυπος τίτλος του Γουόλς, «Medicine», υπονοεί και την έννοια της θεραπείας) το νόημα του έργου, όπως είπαμε, δεν ξεκινά αναγκαστικά από τη σκηνή. Η αφετηρία του βρίσκεται στην πλατεία. Είναι μια παραβολή που ουσιαστικά πυκνώνει το νόημα της σημερινής κατάστασης και το επιστρέφει πίσω σε εμάς, πυκνωμένο στην ιστορία τριών προσώπων και μιας σιωπής.
Ο Τζον βρίσκεται προφανώς εδώ και καιρό εσώκλειστος σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, στο οποίο εφαρμόζεται μεταξύ άλλων θεραπειών η ακόλουθη: Μία φορά τον χρόνο οι ασθενείς οφείλουν να αναπαραστήσουν σε δικό τους σενάριο τη ζωή τους, να την ερμηνεύσουν μάλιστα οι ίδιοι στη μορφή μονοδράματος, όπου τα στοιχεία της αφήγησης θα αποδίδονται με τη βοήθεια συμβούλων-ανιματέρ, ενώ ζωντανή μουσική και τεχνικά μέσα θα συμβάλλουν στην «εμβύθιση».
Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να σχολιάσουμε εδώ: Η μέθοδος θα μπορούσε να αποτελεί πράγματι ένα είδος δραματοθεραπείας. Ομως εδώ, σε αυτό το ίδρυμα, η μέθοδος έχει αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά ρουτίνας. Πράγμα που φαίνεται περισσότερο από το καθετί στις δύο ηθοποιούς που έχουν αναλάβει -προφανώς κατ’ αποκοπήν- το έργο συμπαράστασης στον νοσηλευόμενο και που καταφτάνουν τώρα στη σκηνή από την άλλη εργασία τους:
Η πρώτη έρχεται από κάποιο παιδικό πάρτι, ντυμένη ακόμα με τη στολή αστακού. Η δεύτερη με ένα ψεύτικο φρύδι ακόμα στη θέση του, από μια μάλλον αποτυχημένη απόπειρα να μεταμφιεστεί σε γέρο για τις ανάγκες κάποιας πρόβας… Υπάρχει φανερά η αίσθηση της «βάρδιας», της αγγαρείας, που γίνεται για τις απολαβές, αν και σε βάρος της άλλης, της αναμενόμενης δουλειάς στον χώρο του θεάτρου που θα προκύψει στο κοντινό μέλλον.
Το ακόμα χειρότερο, και τις δύο ηθοποιούς τις λένε «Μαρία», σαν να μην μπορεί ούτε το όνομά τους να τις διασώσει από την «ανωνυμία». Οι φιλοδοξίες τους βέβαια είναι διαφορετικές. Ειδικά της Μαρίας νο 2, την οποία ο Γουόλς με μπόλικο ιρλανδέζικο χιούμορ κάνει να συμπεριφέρεται σαν «ψώνιο» του σιναφιού. Η συνάδελφός της, η άλλη Μαρία, μοιάζει προσγειωμένη και δείχνει σαφώς περισσότερο ευαίσθητη. Σε αυτήν άλλωστε, μόνο το μισό πρόσωπο βρίσκεται εμβαπτισμένο στο θέατρο. Το υπόλοιπο παραμένει καθαρό, σε αντίθεση με τη συνάδελφό της που καταφτάνει για τη δουλειά βυθισμένη εντός του θεατρικού κοστουμιού της.
Μα από κάποια στιγμή και μετά στο κέντρο όλων μπαίνει φυσικά ο ίδιος ο Τζον. Που θα ξεκινήσει χαμηλόφωνα και σεμνά να αφηγείται -να αναπαριστά- τη ζωή του, κυρίως τα μέρη των καταπιεσμένων τραυμάτων του και όσα οδήγησαν στον σημερινό εγκλεισμό του. Το εντυπωσιακό είναι πως ο Γουόλς δίνει τη σπάνια για εμάς τους μη ειδικούς ευκαιρία να καταδυθούμε σε ένα τοπίο κοινό για τους ψυχοθεραπευτές.
Το αξιοπερίεργο είναι πως δεν υπάρχει εδώ κάτι να πιαστεί κανείς, μια «δραματουργία» του προσώπου δομημένη έτσι ώστε να παρέχει «στέρεο» σενάριο. Εικόνες μόνο ανάμεικτες με αισθήματα, αισθήσεις σκόρπιες και νοήματα που επιδόθηκαν εκ των υστέρων, ένα πρόσωπο που συντίθεται σαν αντανάκλαση στα μάτια των άλλων ή σαν ηχώ στις φωνές τους. Ενα παιδί, τέλος, που μεγαλώνει χωρίς κέντρο, μακριά από τη γονεϊκή αποδοχή, αποκλεισμένο σε έναν κύκλο μοναξιάς, μέχρι να γίνει θύμα και βορά της βίας των άλλων.
Θα ήταν λάθος να δούμε σε αυτόν τον Τζον την ευκαιρία για κάποιο θεατρικό έργο, όπως άλλωστε θα επιχειρήσει η μία από τις δύο Μαρίες. Το σενάριό του έχει βέβαια τον ίδιο πρωταγωνιστή, όμως δεν είναι ούτε ακριβώς μονόλογος ούτε ασφαλώς «θέαμα». Είναι μια εικόνα που επιστρέφει στον ίδιο και συγκρούεται με την εσωτερική εικόνα του, μέχρις ότου συνθλιβεί εσωτερικά, σε ένα είδος «ατομικής» έκρηξης, που ακολουθεί τη σχάση του ψυχικού πυρήνα.
Είναι αυτό «θεραπευτικό»;… Ισως, άλλο τόσο όσο μπορεί να είναι επικίνδυνο. Αν υπάρχει μια καταγγελία στο έργο του Γουόλς -καταγγελία πολύ πραγματική μάλιστα-, είναι για τον τρόπο με τον οποίο προχωρούμε στην προσέγγιση των ψυχικά ασταθών ανθρώπων, κάποτε εφαρμόζοντας σε αυτούς τις δικές μας -όχι δικές τους- ανάγκες. Κι αν δεν υπάρχει η κατάλληλη υποστήριξη, οφείλει να συμμετέχει τουλάχιστον η ενσυναίσθηση, η ευαισθησία, μια κίνηση κατανόησης που θα αναπληρώσει τα κενά της επικοινωνίας μας. Η μία Μαίρη έχει ήδη κατανοήσει ότι όπως χρησιμοποιείται τώρα η μέθοδος στον Τζον, το θέατρο, αντί να αποτελεί «χάπι» για τη θεραπεία του, συμβάλλει στον παραπέρα τραυματισμό του.
Θεατρικά πρόκειται για έργο με 2+1 ρόλους, με τις δύο Μαρίες, τις Βέρα Μακρομαρίδου και Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη, να παρουσιάζουν με αρτιότητα επί σκηνής το τυπικό (στην ουσία του κωμικό) δίδυμο των «δύο αταίριαστων», αν και δεμένων με αόρατη κλωστή, ρόλων. Μαζί τους συμμετέχει επί σκηνής ο ντράμερ Βαγγέλης Παρασκευαΐδης, που αναπαράγει τους φανερούς αλλά κυρίως κρυφούς ήχους της μνήμης του Τζον.
Τον απαιτητικό κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης της παράστασης, Μάνος Καρατζογιάννης. Ο ρόλος απαιτεί πράγματι κάποιον που διαθέτει τη δυνατότητα να δει τη σκηνή σαν μέρος της δικής του παρουσίας, όπως κάνει ο Τζον. Ο Καρατζογιάννης αποδίδει με λεπτότητα τον ευαίσθητο νέο που έχει πέσει σε λάκκο και δεν μπορεί να εξέλθει, όμοια όπως ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του από τον νεροχύτη της κουζίνας στον οποίο η μητέρα του -προφανώς με ζητήματα κατάθλιψης- τον εγκατέλειψε κάποτε όταν ήταν βρέφος.
Διαγράφει τραύματα που ο ίδιος ο ρόλος συγκαλύπτει, όπως τη σκηνή βιασμού του από τους συνομηλίκους του. Αναζητά και ο ίδιος λέξεις που θα χαρίσουν στον ήρωά του την ποιητική διάσταση ενός κόσμου που ανοίγεται πέρα από το παράθυρο του δωματίου του. Και συμπληρώνει τον βίο του Τζον με τη δική του βιογραφία: διόλου τυχαία, μια σειρά από παλιούς συνεργάτες του σκηνοθέτη συμμετέχουν στην παράσταση, αποδίδοντας «φωνές» που αναδύονται από τη μνήμη του πρωταγωνιστή.
Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Χαλδαίου και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα αποδίδουν το περιβάλλον της αδιευκρίνιστης πραγματικότητας, στο ανάμεσα θεάτρου και κόσμου. Το ίδιο μεταίχμιο υπηρετούν οι φωτισμοί του Αγγελου Παπαδόπουλου και η αύρα της μουσικής επένδυσης από τον Παναγιώτη Μανουηλίδη.
Το «Χάπι» στον «Σταθμό» αφορά μια ιατρική πραγματικότητα που κρύβει τη νόσο της μοναξιάς της κάτω από «χάπια» αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Αντιπροτείνει ίσως στη θέση τους το ίδιο το θέατρο σαν το αληθινό βλέμμα του ενός ανθρώπου προς τον άλλο.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας