Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς, προσωπικός θρίαμβος της Ελένης Ράντου που επανέρχεται μετά το διάστημα της καραντίνας στον γνωστό θεατρικό χώρο της Ιπποκράτους για μια σόλο επιβεβαίωση της σκηνικής της προσωπικότητας.
«Το πάρτι της ζωής μου» στηρίζεται στο εξαιρετικά επιτυχημένο θεατρικό σενάριο «Ολα τα υπέροχα πράγματα» του Ντάνκαν ΜακΜίλαν, που πρωτοπαρουσιάστηκε σε στενό φεστιβαλικό κύκλο ακριβώς δέκα χρόνια πριν, για να ξεκινήσει από εκεί μια μεγάλη πορεία στα θέατρα εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Η πρώτη του μορφή ήταν ένας θεατρικός καμβάς, με την οδηγία πως πρέπει να συμπληρώνεται ελεύθερα από τον εκάστοτε κωμικό που αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο του.
Κάποια στιγμή το αρχικό δραματουργικό σχέδιο απέκτησε μια πιο ολοκληρωμένη φόρμα από τον σπουδαίο κωμικό Τζόνι Ντόναχου. Και με αυτή τη συνεργατική μορφή έφτασε τελικά μέχρι τα πλατό, όπου η παράσταση του κωμικού ρολίστα μαγνητοσκοπήθηκε και αναμεταδόθηκε τηλεοπτικά. Στη δική μας σκηνή παρουσιάστηκε πριν από πέντε χρόνια στο Θέατρο του Νέου Κόσμου με τον πρωτότυπο τίτλο του, στην ελεύθερη προσαρμογή των Ιόλης Ανδρεάδη και Αρη Ασπρούλη και με τη Μελίνα Θεοχαρίδου επί σκηνής.
Κι όμως μπορώ να πω πως η τελευταία εκδοχή της Ελένης Ράντου -βασισμένη σε δικά της κείμενα και στο δικό της ταμπεραμέντο- βρίσκεται πιθανόν ψηλότερα από κάθε άλλη προηγούμενη πρόταση. Ψηλότερη δραματουργικά και σκηνικά, καθώς η πληθωρική παρουσία της ηθοποιού διευρύνει περισσότερο την αρχική, κάπως φλεγματική εκδοχή του ΜακΜίλαν. Ψηλότερη ακόμα και λογοτεχνικά, γιατί υπάρχουν στιγμές στον λόγο της όπου, ανάμεσα στα γέλια και τα κλάματα, νιώθουμε να αναβλύζει μια πολύ αξιόλογη μαρτυρική κατάθεση ενός «εγώ» σφυρηλατημένου στον αγώνα της αυτογνωσίας και τη βάσανο της περιδιάβασης.
Στα «Υπέροχα πράγματα» η αφήγηση κλείνεται ανάμεσα σε ένα πρόσωπο (άντρας ή γυναίκα, ανάλογα την παράσταση) και στη μητέρα του, η οποία πάσχει από διπολική διαταραχή με αυτοκτονικούς ιδεασμούς. Η ιδέα του ΜακΜίλαν ήταν να πετύχει μέσα από το θέατρο τον εξορκισμό μιας κατάστασης μάλλον αποσιωπημένης από τη δυτική κουλτούρα: τη συγκεκριμένη διαταραχή και μάλιστα όχι όπως τη βιώνει το υποκείμενο αλλά τα συγγενικά του πρόσωπα.
Αν σταματούσα εδώ την περιγραφή του έργου, οι περισσότεροι φαντάζομαι θα αναρωτιόντουσαν για τους λόγους της πλατιάς επιτυχίας του έργου. Κι όμως υπάρχει εδώ άφθονο θέατρο και μάλιστα θέατρο που αντί να σκεπάζει τα πράγματα τα αναδεικνύει στο δικό του φως και τα μεταβολίζει στο θαύμα της κατάφασης με τα δύο δικά του πιο ανθεκτικά στοιχεία: την αμεσότητα και το γέλιο.
Στην ιστορία της Ελένης Ράντου ένα κορίτσι προσαρμοσμένο από την ίδια την ηθοποιό επιστρέφει κι αυτό στη παιδική του μνήμη για να συναντήσει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας της, εν μέσω μάλιστα των γεγονότων του Πολυτεχνείου που συμπωματικά συμβαίνουν όταν ο πατέρας της θα τη μεταφέρει εκτάκτως στο νοσοκομείο. Τότε το μικρό κοριτσάκι θα αναπτύξει για πρώτη φορά τη δική του διέξοδο του από την άβυσσο της πραγματικότητας: σαν κάποια πρωτόλεια μέθοδο αυτοβελτίωσης θα αρχίσει να καταγράφει μια λίστα με όλα εκείνα τα πράγματα για τα οποία αξίζει κανείς να ζει.
Η λίστα τα επόμενα χρόνια θα μεγαλώνει συνέχεια χωρίς ποτέ να χάνει τον πρώτο αυθορμητισμό της. Πράγματα απλά και στοιχειώδη, διόλου επιτηδευμένα, που η μνήμη τους και μόνο αρκεί για να θυμίσει σε όλους προς τα πού (οφείλει να) γέρνει η παλιά ερώτηση του Αμλετ...
Η αλήθεια είναι πως το ίδιο το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία δεν έχει διόλου εύκολη αποστολή. Η σχέση της με τη μητέρα της είναι βαθιά συμπλεγματική -μου φαίνεται ότι οι ψυχοθεραπευτές θα ήταν οι πρώτοι προσκεκλημένοι στο «πάρτι» - ενώ και η ίδια είναι πιθανόν να φέρει κάποια από τα σημεία διαταραχής της μητέρας της...
Θα περάσει εξάλλου μια ζωή που θα δοκιμαστεί στο μέλλον: στον αδόκητο θάνατο του πατέρα της και στην οικονομική κρίση, στην άνοια της μητέρας και στο άχθος ανατροφής του παιδιού της, στην πτώση και στο ανασήκωμα… Μέσα από αυτά η ηρωίδα μας θα αφηγηθεί μια ζωή με τα καλά και τα κακά της, στην οποία, όπως συμβαίνει με όλες, η θετική σκέψη δεν χαρίζεται αλλά επιλέγεται. Ωστε στο τέλος να φέρει το κατασταλαγμένο μήνυμα πως η ζωή έχει, αν μη τι άλλο, πλάκα.
Στην παράσταση λοιπόν συναντιούνται δύο άξονες χιαστί: ο ένας, της δραματουργίας, ενώνει το προσωπικό με το δημόσιο. Κι ο άλλος, της παράστασης, ενώνει τη σταντ απ κωμωδία με τα στοιχεία της δραματικής αφήγησης και του ντοκιμαντέρ. Το σημείο της ένωσης δεν είναι άλλο από το σώμα του ηθοποιού, που καλείται να ενώσει το μικρό με το μεγάλο, το σημαντικό με το ασήμαντο, την αμεσότητα με την αφήγηση και τη βιωμένη συγκίνηση με την κωμική αποστασιοποίηση.
Είναι μεγάλο κρίμα να λησμονήσουμε από την επιτυχία στο «Διάνα» την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Ανέστη Αζά. Ο Αζάς κατορθώνει να δώσει ρυθμό και μέγεθος στην ηθοποιό, κυρίως όμως καταφέρνει να της προσδώσει την πρέπουσα ιστορικότητα και το βάρος της τεκμηρίωσης σε ό,τι λέει. Η σκηνή όμως ανήκει όπως είπαμε στην ίδια. Αυτήν επωμίζεται το βάρος των δύο ωρών του μονοδράματος, στις οποίες αναφλέγεται από την ένταση, αυτοσαρκάζεται με τα προβλήματα, «παίζει» με το κοινό της. Με αυτά όλα σαν να ξαναβάζει στο τραπέζι το παμπάλαιο παράδοξο του ηθοποιού:
Είναι τελικά δική της όλη αυτή η συγκίνηση ή σημείο της τεχνικής της; Πώς καταφέρνει να μοιάζει τη μια στιγμή απολύτως αληθινή και την άλλη να βγαίνει έξαφνα από τον ρόλο και να μετεωρίζεται μπροστά μας σαν η αναγνωρίσιμη πρωταγωνίστρια; Πώς, τέλος πάντων, κατορθώνει να επαναλαμβάνει τα ίδια την επόμενη κιόλας μέρα των παραστάσεων;
Μα ας μην παρασυρθούμε τόσο ώστε να μας διαφύγει το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου το «πάρτι» στο θέατρο της Ιπποκράτους διεξάγεται. Η Ράντου εκπροσωπεί ασφαλώς τη Γενιά της Μεταπολίτευσης στην πορεία της από τη δεκαετία του ’70 μέχρι την πρόσφατη κρίση και στο σήμερα. Η σημασία αυτής της γενιάς είναι που κάνει την παράσταση να μετουσιώνεται σε μια «ελληνική περίπτωση», σε ένα δικό μας «πάρτι».
Πετυχαίνει έτσι κάτι πολύ σημαντικό: ξεκινώντας από τη σχέση μιας γεμάτης ελπίδας και δύναμης «κόρης» και μιας «μάνας» τόσο όμορφης μα και τόσο τυραννικής φτάνει μέχρι τη μεταφορική παρουσίαση της τραυματικής σχέσης αυτής της γενιάς-κόρης με τη μάνα-χώρα της. Ορίστε πως στο ίδιο αστείο, στο διασκεδαστικό, μελαγχολικό και διδακτικό «πάρτι» της ηθοποιού για τη ζωή της μπορούν να χωρέσουν τόσο το «Ναι» της Καραπάνου όσο και η «Λένγκω» του Μαρκόπουλου.
Πολύ έξυπνα η πρωταγωνίστρια μοιράζεται τη σκηνή με το αξιόλογο μουσικό σχήμα «The String Demons» των Κωνσταντίνου και Λυδίας Μπουντούνη, που παίζουν ζωντανά, τραγουδούν έξοχα και σε μερικές σκηνές υποστηρίζουν τον κεντρικό ρόλο με τη συμμετοχή τους. Το γλέντι δεν θα ήταν ίδιο χωρίς αυτούς - κι εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει πειστικότερη κατάθεση της ελπίδας από τη μουσική.
Η ξένη μεταφορά ζητούσε μια κυκλική σκηνή, εδώ όμως, με τη συνδρομή της Μαγιούς Τρικεριώτη, έχουμε ένα σχετικά πλούσιο σκηνικό, το οποίο σε ορισμένες στιγμές «ζωντανεύει» και λαμβάνει ενεργά μέρος κι αυτό σαν φόντο της αφήγησης.
Στο τέλος της παράστασης γίνεται φυσικά χαμός. Ορθιο το κοινό χειροκροτεί τους συντελεστές. Είναι άραγε γιατί είδε μια «καλή» παράσταση; Μάλλον είναι που είδε μια παράσταση αληθινή και αληθινά δική του.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας