Η «Αλλη Θήβα» είναι χωρίς αμφιβολία η επόμενη τρανταχτή επιτυχία του Νέου Κόσμου. Ως επιλογή ανήκει σε αυτό που επιζητά -που πάντα επιζητούσε- κάθε καλλιτεχνικός οργανισμός ενός κάποιου μεγέθους και μιας σταθερής παρουσίας στα θεατρικά πράγματα: τη χρυσή τομή μεταξύ καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας, ρεπερτόριο που ικανοποιεί και αυγατίζει ταυτόχρονα την πλατεία του.
Τέτοιο είναι το έργο του Γαλλο-ουραγουανού συγγραφέα Σέρχιο Μπλάνκο: μια ακόμα διττή επιτυχία, πιστωμένη στον σκηνοθέτη της παράστασης, Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, και στην κατά κόρον υπεύθυνη για τη δεξίωση του ισπανόφωνου δραματολογίου από τη σκηνή μας τα τελευταία χρόνια, Μαρία Χατζημανουήλ.
Για ακόμη μια χρονιά, λοιπόν, υποψιάζομαι πως το έργο του Νέου Κόσμου θα μακροημερεύσει. Κι αυτό για μια σειρά καλών λόγων: Πρώτον, γιατί το έργο του Μπλάνκο ακολουθεί τον δρόμο της σύγχρονης ισπανικής δραματουργίας, που πετυχαίνει σταθερά να μπερδεύει γοητευτικά τους θεατές, να τους εμπλέκει στην ανασύσταση των κανόνων της δραματουργίας, να καταφεύγει μαζί τους στη μεταμόρφωση της σκηνής και να τους παρουσιάζει την ώσμωση των δύο πραγματικοτήτων -του κόσμου και του θεάτρου- σαν μια διαλεκτική έρευνα της αλήθειας.
Επειτα, γιατί έχουμε ένα έργο που πατάει σε μια αμφιβολία αιώνια: Στα ρευστά όρια μεταξύ ανθρώπινης και «θεϊκής» δικαιοσύνης, στα όρια της κρίσης μας για τον ένοχο και τον αμαρτωλό. Τέλος, γιατί οι (δύο) ηθοποιοί της παράστασης καλούνται να κάνουν επί σκηνής το είδος εκείνο της ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας που στάζει το ίδιο από «θέατρο»: παίζουν οι ίδιοι την αφήγηση του ρόλου, μαζί με την ερμηνεία του.
Ο αληθινός όμως λόγος, πιστεύω, για τον οποίο το έργο του Μπλάνκο θα αγαπηθεί από πολλούς, βρίσκεται σε κάτι άλλο… Γιατί αποτελεί μια από τις πιο σύνθετες, πιο βαθιές παραβολές του θεάτρου που έχουμε παρακολουθήσει τελευταία στη σκηνή μας. Με αυτήν, αναδύεται στη σκηνή ένα γεγονός που δεν μπορεί να προσεγγισθεί στο βάθος του, παρά μόνο μέσα από το βλέμμα που κράτησε η ανθρωπότητα για να αντικρίζει την άβυσσο που την περιβάλλει -την Τέχνη.
Απέναντί μας βρίσκεται, λοιπόν, ο πατροκτόνος Μάρτιν, ένας διανοητικά και υπαρξιακά τραυματισμένος νέος, που κουβαλά άθελά του την καταγωγική για το θέατρο υπόθεση εκείνου του μυθικού γιου που δολοφόνησε τον πατέρα του –του Οιδίποδα. Η πράξη έχει ήδη γνωρίσει την ποινή της –ισόβια, τα οποία ο Μάρτιν εκτίει στη φυλακή. Ως μόνη διέξοδο από το κελί του έχει ένα γήπεδο μπάσκετ, όπου εμμονικά αθλείται κάτω από την άγρυπνη εποπτεία των φυλάκων του. Θεωρείται από όλους ένας αποσυνάγωγος, ένας «καταραμένος» –και ίσως και ο ίδιος έτσι να βλέπει τον εαυτό του.
Μας αρκεί αυτό; Καθώς φαίνεται, όχι. Υπάρχει κάτι ακόμα –στην πράξη; στον εκτελεστή της;– που συνεχίζει να παραμένει μυστήριο, μα και τόσο γνώριμο... Σε αυτόν, στον πατροκτόνο Μάρτιν και στη σιωπή που τον περιτριγυρίζει σαν άλλο κλουβί, αντιφεγγίζει ένας βυθός σπαρακτικής αθωότητας και στωικής αξιοπρέπειας. Κάτω από τα χίλια στρώματα της λάσπης όπου έχει βυθιστεί, λάμπει η αντανάκλαση ενός σκοτεινού μεγαλείου.
Πώς γίνεται αυτό; Ενας συγγραφέας, σύμφωνα με το έργο, θα τολμήσει να διαβεί το κατώφλι του δολοφόνου και θα μπει στο κλουβί που τον κρατάει σε απόσταση ασφαλείας, για να εντοπίσει ακριβώς αυτό. Ο ίδιος ο Μπλάνκο βάζει το έργο του να διαδραματίζεται σε ένα γήπεδο μπάσκετ, πίσω από ψηλά κάγκελα. Το σκηνικό δεν είναι άλλο από ειρωνικό σημείο ενός θεάτρου που ζητάει να προσεγγίσει περιπτώσεις σαν του Μάρτιν από απόσταση ασφαλείας, χωρίς βέβαια να στερηθεί τη θέα των τεράτων (σχεδιασμός σκηνικού από τον Κώστα Πολίτη, τα κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ).
Με αυτά όλα, ο Μπλάνκο κτίζει ένα έργο στο ιδιόμορφο εκείνο είδος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ψευδο-ντοκουμέντο». Κι αυτός, όμοια όπως και ο συγγραφέας του έργου του, προσεγγίζει τον πατροκτόνο, κρατάει σημειώσεις και, αργότερα, αναλύει με τη βοήθεια ενός ηθοποιού την εμπειρία του. Το πρωτότυπο συναντά έτσι το αντίγραφο μέσα από τη δημιουργική διαδικασία συγγραφής, ανάπλασης, κάποτε συμπλήρωσης του νοήματος.
Και τελικά πάνω στον αληθινό δολοφόνο υψώνεται ένα θεατρικό πρόσωπο (ναι, είναι το πρόσωπο που βλέπουμε τώρα μπροστά μας…), ένα καλλιτέχνημα που διασώζει την πράξη μέσα από τη «μίμησή» της. Που μεταφέρει το γεγονός, αφού πρώτα το αποκαθαρίσει και το ανυψώσει σε κάτι άλλο, αφού πρώτα το εμπλουτίσει με μέγεθος, έλεος και τον φόβο μιας σιωπηρής, ανθρώπινης τραγωδίας. Κι αφού πρώτα το εξαγνίσει το έγκλημα, μοιράζοντας από ένα μικρό μερίδιό του στον καθένα μας…
Αυτός είναι ο στόχος της τέχνης κι αυτά τα όριά της. Ο ένας Μάρτιν, που σκότωσε τον πατέρα του κάποτε για κάποιους λόγους, δίνει τη θέση σε ένα θεατρικό πρόσωπο και, όταν αυτό έχει πια ολοκληρωθεί, αποσπάται από αυτό και χάνεται στην αφάνεια, εγκλωβισμένος για πάντα στο κελί του. Το ζήτημα, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος –κι ίσως εδώ διακρίνουμε ένα ειρωνικό σχόλιο για τη σχέση της τέχνης με το υλικό της.
Το παράδειγμά του γιου ωστόσο –η σχέση του με τον πατέρα– διέφυγε από το προκείμενο και ταξίδεψε με τη μουσική, τη ζωγραφική, το μυθιστόρημα, για να επιστρέψει κάποτε στο θέατρο, απ’ όπου άλλωστε πρωτοξεκίνησε. Είδαμε τον Μάρτιν πάνω από την πράξη του και τον γνωρίσαμε φευγαλέα, αλλά ουσιαστικά. Τον «νιώσαμε» τελικά πλατύτερα, όχι γιατί αυτός, αλλά γιατί εμείς πλατύναμε για να τον κρατήσουμε στην αγκαλιά μας.
Το έργο του Μπλάνκο πατάει στα άκρα του θεάτρου, στην πραγματικότητα και το τέχνασμα, χωρίς ποτέ να εξέρχεται, αντιθέτως, παρασέρνοντας όλους στη σκηνή. Αυτό καλλιεργεί και η σκηνοθεσία του Θεοδωρόπουλου. Από τον φροντιστή του Νέου Κόσμου μέχρι τον αφηγητή του Μπλάνκο, από τον συγγραφέα του έργου και τον ηθοποιό, μέχρι κάποτε τον «αληθινό» πατροκτόνο Μάρτιν, τα πάντα είναι ταυτόχρονα αληθινά και αντίγραφα, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους θέσεις. Υπάρχουν, μάλιστα, στιγμές που ο Μπλάνκο συμπληρώνει την πιο ωμή πραγματικότητα με νότες ενός μαγικού ρεαλισμού.
Κι αν το έργο είναι κατά ένα μέρος του ήδη «σκηνοθετημένο», ο ρυθμός και ορισμένα έξυπνα τρικ της παράστασης αρκούν για να αποδώσουμε εύσημα στον σκηνοθέτη της. Ομως τέτοια έργα –το έχουμε πει πολλές φορές– ανήκουν κατ’ αρχάς στους επί σκηνής δημιουργούς τους: στους ηθοποιούς. Ο Θάνος Λέκκας αποδίδει τον συγγραφέα ως πορτρέτο ενός ευαίσθητου και ανήσυχου δημιουργού, αλλά –το πιο σημαντικό– το δείχνει μέσα από τις αντιφάσεις του: Γιατί, όσο και αν αυτός πλησιάσει το πρόσωπο του Μάρτιν, θα είναι πάντα ένας «μεσάζων». Ο Λέκκας αποδίδει έναν δημιουργό που δυσκολεύεται κι ο ίδιος να κατανοήσει τι είναι αυτό που δημιούργησε.
Εκείνος, αντίθετα, που μοιάζει να αγγίζει τον Μάρτιν περισσότερο είναι αυτός που, ωστόσο, δεν θα τον συναντήσει ποτέ. Είναι ο «ηθοποιός», που θα φτάσει κοντύτερα μέσα από τους δρόμους της ενσυναίσθησης, της σωματικότητας, της ανάπλασης. Με τον διπλό ρόλο του, ο Δημήτρης Καπουράνης θέτει ασφαλώς υποψηφιότητα για το επόμενο βραβείο Χορν. Κινείται γλιστρώντας από το ένα πρόσωπο στο άλλο, σαν να μην είναι τελικά δύο, αλλά ένα και αυτό, ένα υλικό που τρέχει σε συγκοινωνούντα δοχεία.
Χαρά θεάτρου. Παράσταση με γεμάτη τη σκηνή της με μαγεία και την πλατεία της με θεατές.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας