Το νέο έργο του Γιάννη Τσίρου είναι από τα λίγα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που μεταφέρουν το βλέμμα μας όχι στον χώρο της Αυλής των «φτωχών» της προ- ή μεταπολεμικής εποχής, ή σε κάποιο τυπικό διαμέρισμα του μικροαστικού βίου της Μεταπολίτευσης, αλλά στον περίκλειστο εκείνο χώρο των προαστίων, όπου ζει η μεγαλοαστική τάξη με τα δικά της θαύματα και τους δικούς της εφιάλτες.
Η «Ημέρα Κυρία» του Τσίρου ανήκει στην ελληνική παράδοση της «Αυλής» ως χώρου προφύλαξης και εγκλεισμού των κατοίκων της, όμως τη φορά αυτή με γκαζόν και πισίνα, με κηπουρούς, σεκιουριτάδες και υπηρέτριες – και πάντα με την ίδια παλιά αίσθηση εγκλωβισμού, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τα απωθημένα μυστικά, την ίδια αίσθηση έλλειψης οξυγόνου.
Και είναι ίσως αυτός ο λόγος για τον οποίο από την αρχή κιόλας νιώθουμε το έργο σαν δικό μας, ακόμα κι αν η τάξη που παρουσιάζει είναι μάλλον άπιαστη. Ειδικά όταν ξεπερνά το πλαίσιο του ρεαλισμού και μεταδίδει ριπές μιας πραγματικότητας μεγαλύτερης και πλουσιότερης όταν τα πανιά του ανοίγουν στην ποίηση και στον συμβολισμό. Και σε αυτό το έργο του Τσίρου μια ολόκληρη «μαγική πόλη» αφουγκράζεται και αναμένει στο παρασκήνιο.
Ομως είναι εξίσου φανερό ότι το πρότυπο που ο Τσίρος ακολουθεί βρίσκεται αλλού. Είναι το θέατρο του πιντερισμού, στις σιωπές και τις διαρκείς αναβολές, στην αδιόρατη αίσθηση απειλής και σε εκείνο το πετραδάκι κρυμμένης αλήθειας που ενοχλεί τον ύπνο μας κάτω από τα στρώματα επίπλαστης ευτυχίας.
Κατά τα άλλα, για ακόμη μία φορά η επιτυχία του συγγραφέα βρίσκεται όχι μόνο σε αυτά που λέει, αλλά σε όσα αποσιωπά. Ενα πλούσιο ζευγάρι χαλαρώνει δίπλα στην πισίνα του την Κυριακή, όταν θα γίνει ξαφνικά λόγος για κάποιο παράξενο περιστατικό που συνέβη την προηγούμενη νύχτα: κάποια πέτρα έσπασε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας την ώρα που ο σύζυγος έλειπε… Στην «αστυνομικού» τύπου έρευνα που ακολουθεί για τη λύση της υπόθεσης, εμπλέκονται τόσο η υπηρέτρια του σπιτιού όσο και ο ιδιωτικός σεκιουριτάς, ο υπεύθυνος για την ασφάλεια του σπιτιού.
Κι αυτά είναι αρκετά για τον Τσίρο. Για παράδειγμα, δεν μαθαίνουμε ποτέ περισσότερα για το ζευγάρι των επιτυχημένων, των όμορφων, γυμνασμένων και αρκετά νέων που ξαπλώνει τη «χαλαρή» Κυριακή του, προφυλαγμένο πίσω από τους τοίχους της βίλας του, καλομαθημένο από τους υπηρέτες, τον πιστό φύλακα, την αθόρυβη, αποτελεσματική και συγκροτημένη υπηρέτριά του.
Ούτε, εδώ που τα λέμε, και για τους τελευταίους μαθαίνουμε πολλά… Οι χαρακτήρες αποκαλύπτουν μόνο όσα είναι αναγκαία για τη «θέση» τους και θα μπορούσαμε εδώ να χαιρετήσουμε ένα δείγμα «δραματικής οικονομίας», αν δεν ανακαλύπταμε ακόμα πιο πίσω μια άλλη, μια εξέχουσα κοινωνική παρατήρηση.
Τα πρόσωπα παραμένουν από την αρχή ώς το τέλος «αόρατα» το ένα για το άλλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Οι υπηρέτες «υπάρχουν» για τα αφεντικά τους μόνο εφόσον, για όσο και τόσο όσο επιτελούν τον ρόλο τους. Κατά τα άλλα, είναι απλώς «αόρατοι».
Ομως μήπως υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα να μάθει κάτι περισσότερο για τον άλλο σε αυτήν την Αυλή; Με μια δομή αναλυτικού δράματος, κάποια στοιχεία φωτίζουν στη συνέχεια το προφίλ των προσώπων, έστω μέσω τεθλασμένης γραμμής, μέσω βιογραφικών, μέσω μιας κάμερας ή μέσω απλών υποθέσεων. Υπάρχει και η αληθινά «αόρατη» παρουσία του αλλόθρησκου κηπουρού με τα τρία παιδιά του που περιποιούνται τον κήπο. Συνεχώς παρόντες στην κουβέντα, άνευ ωστόσο άλλων, λοιπών στοιχείων που θα τους έκανε περισσότερο «ορατούς».
Ζούμε, λοιπόν, μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που επιβάλλεται από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου. Μια κοινωνία εξαρχής εγκλωβισμένη εντός μιας «αυλής» συναισθημάτων και απόστασης που νιώθει ότι απειλείται εξίσου απέξω όσο και από μέσα. Μόνο η αποκάλυψη ενός τραγικού μυστικού, που έχει στοιχειώσει τη ζωή του ζευγαριού, μας δίνει μια διαφορετική εικόνα τους. Οπως και η περίεργη ιστορία που αφορά το παρελθόν της υπηρέτριας.
Οπως είπαμε, το δράμα αποκτά ευρύτερες συμβολικές διαστάσεις με τη μακρόθεν παρουσία, απειλητική και ελπιδοφόρα της ξένης οικογένειας που έχει αρχίσει να επιβάλλει νοερά τη θέση της εντός της οικίας, να διεκδικεί μια θέση στην πραγματικότητα των μεγαλοαστών, να εποφθαλμιά ίσως την πλούσια αλλά και σάπια «αυλή» τους... Η περίεργη δύναμη που ασκούν στο πρόσωπο της Κυρίας τούς δίνει σταδιακά τον χαρακτήρα απειλής ή ελπίδας, σαν μια λύση που ακούγεται όπως εκείνων των άλλων, των «βαρβάρων».
Κι όμως, η «Ημέρα Κυρίου» (που αρχίζει να ακούγεται πλέον σαν «Ημέρα της Κρίσης») τελειώνει με μια ανάσα. Εστω και στο ασφυκτικό περιβάλλον του έργου, η γυναίκα θα απλώσει το βλέμμα της στα παιδιά του κηπουρού και θα τα «προσκαλέσει» στον οίκο της. Μια πράξη που δεν ξεκινά από τίποτα άλλο, παρά από την απλή ανάγκη για αγάπη και για συνέχεια, από την επιθυμία αναπλήρωσης για ό,τι η ίδια στερήθηκε παρά τα πλούτη. Δεν είναι χωρίς ερωτήματα ή αμφιβολίες η πρόσκλησή αυτή, όμως μοιάζει να υπερτερεί κάθε άλλης: αντί να υψώσει νέα τείχη γύρω από την αυλή για να προστατεύσει το τίποτα, επιλέγει να γκρεμίσει τα δικά της για να αγκαλιάσει το νέο.
Το έργο του Τσίρου καλεί και για πολλές άλλες κατά μόνας αναγνώσεις μετά την παράστασή του. Στη διδασκαλία του από τον Μάνο Καρατζογιάννη η αόρατη όσο και ορατή δράση γίνεται σε εμάς αισθητή άλλοτε σαν φωνή κι άλλοτε σαν ψίθυρος. Αντί για ένα δράμα «συμβόλων», έχουμε στον Σταθμό ένα θέατρο με άψογο ρυθμό, κοφτερούς διαλόγους και αυθεντικά πρόσωπα.
Οι τέσσερις ηθοποιοί της διανομής αποδεικνύονται όλοι τους εξαιρετικοί. Ο Μάξιμος Μουμούρης και η Φαίη Ξυλά αναλαμβάνουν τους ρόλους του κεντρικού ζευγαριού – και πείθουν απολύτως για την ψυχρή εντέλεια αλλά και την ψυχική αποτελμάτωσή του. Ενώ οι νεότεροι, οι Βασίλης Αθανασόπουλος και Αναστασία Παντούση, στηρίζουν το αντίστοιχο δίδυμο των υπηρετών, των γεμάτων ζωή και όνειρα, που αγωνίζεται να αποκτήσει υπόσταση με κέντρο τη θέση του απέναντι στα αφεντικά του. Η Τέτα Τσαβδαρίδου κατάφερε στον στενό χώρο του Σταθμού να μεταφέρει τα βασικά δομικά στοιχεία μιας κατοικίας πλούσιας όσο και απομονωμένης, κατοικημένης κι ωστόσο έρημης.
Στο θέατρο του Μεταξουργείου ανεβαίνει ο τελευταίος σταθμός στο ταξίδι της μεταπολεμικής μας Αυλής.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας