Μια γυναίκα, η Φέι, βρίσκεται στη φυλακή καταδικασμένη σε ισόβια για τη δολοφονία του συζύγου της πριν από 15 χρόνια. Μόλις σήμερα όμως την επισκέπτεται για πρώτη φορά η κόρη της, Τσόσι, που ήταν παρούσα στο έγκλημα, δέκα χρόνων κορίτσι τότε, και έμελλε να περάσει τα επόμενα χρόνια κοντά στη μητέρα του πατέρα της. Τώρα όμως που η γιαγιά πέθανε, βρήκε τις δυνάμεις να επισκεφθεί τη μάνα της. Δεν την παρακινεί μόνο η περιέργεια. Η ίδια δεν θυμάται τίποτα από την παιδική της ηλικία, προφανώς λόγω τραύματος. Και ελπίζει η επανασύνδεση με τη μητέρα της να τη βοηθήσει να ανακαλύψει ξανά κάτι: τον εαυτό της πρώτα, τον πατέρα της έπειτα, στο τέλος τη μητέρα της.
Αυτή είναι η υπόθεση του «ψυχολογικού δράματος» της Σκοτσέζας συγγραφέα Ρόνα Μονρό, γραμμένου πριν από 20 χρόνια, το οποίο ανεβαίνει τώρα για πρώτη φορά στο θέατρό μας στην επιμελημένη σκηνοθεσία της Νάντιας Φώσκολου και στη θεατρικότατη μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη. Ο όρος «ψυχολογικό» βέβαια είναι εδώ κάπως πρόχειρος.
Στην πραγματικότητα το δράμα της Μονρό, που διεξάγεται όλο μέσα στη γυναικεία φυλακή και στις ώρες των επισκεπτηρίων, διαθέτει συμπυκνωμένα τα εφόδια ενός αστυνομικού θρίλερ -με ένα έγκλημα του οποίου αναζητάμε τον ένοχο-, ενός δικαστικού δράματος -με μια καταδίκη της οποίας αναζητάμε το κατηγορητήριο-, ενός δράματος φυλακής -με τη νατουραλιστική ματιά του στο περιβάλλον και τους φυλακισμένους- και μιας αιχμηρής φεμινιστικής κριτικής -με την τολμηρή ανάλυση στη γυναικεία βία και τα στερεότυπά της. Τι ξέχασα;… Μα το σημαντικότερο. Είναι μαζί μια τρυφερή ιστορία για τη σχέση μητέρας και κόρης. Που δένονται με παράξενη αλληλεξάρτηση, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους το παρελθόν της μιας με το παρόν της άλλης.
Τα δύο αυτά πρόσωπα τα πλαισιώνουν άλλα δύο, το ζευγάρι δεσμοφυλάκων του Τζορτζ και της Σίλα, με τα μάτια των οποίων βλέπουμε τη μητέρα και τη χαρισματική, βαθιά πληγωμένη κόρη της. Τα βλέμματά τους στα κεντρικά πρόσωπα κατά κάποιον τρόπο συνοψίζουν εκείνα των θεατών τους. Αραγε η Φέι είναι χειριστική, αδιάφορη, ψυχικά ασταθής ή μήπως μια μητέρα που «κρύβει κάτι»;… Και την Τσόσι, από την άλλη, πρέπει άραγε να τη δούμε ως επιτυχημένη ή όχι, ως μόνη ή όχι, ως αδύναμη ή όχι;…
Μαζί με τα κλισέ της γυναικείας προσωπικότητας, τοποθετούνται επί σκηνής κι όλα τα στερεότυπα που παραδοσιακά συνοδεύουν κάθε «γένους θηλυκού» εγκληματική πράξη. Γιατί η Φέι σκότωσε τον άντρα της; Να ήταν αποτέλεσμα κακοποίησης;… Σιωπηρής καταπίεσης;… Κάποια λανθάνουσα σχιζοφρένεια;… Η γυναίκα είναι πάντα υποχρεωμένη, μας λέει η Μονρό, να παίζει έναν ρόλο, να έχει «γυναικείο» κίνητρο σε ό,τι διαπράττει. Κι όταν μια γυναίκα προβαίνει σε μια καθαρά αντικοινωνική ενέργεια, όπως το έγκλημα, το πρώτο που η κοινωνία σκέφτεται είναι πως δεν μπορεί να είναι πια τόσο… γυναίκα. Ας την επαναφέρουμε λοιπόν, αναζητώντας πίσω από την πράξη της τα δοκιμασμένα, παλιά μελοδραματικά κλισέ μας.
Οχι πως η ίδια η Φέι είναι κάποια διανοούμενη ή μια συνειδητοποιημένη φεμινίστρια που ξέρει απ’ αυτά… Αυτή αντιθέτως είναι μια απλή παρορμητική γυναίκα, με το «μυαλό πάνω από το κεφάλι», που ερωτεύτηκε σφόδρα όπως άλλες, έκανε παιδί, νοικοκυρεύτηκε και χώθηκε σαν πολλές στη μικροαστική ζωή της. Και όμως, έτσι ξαφνικά, χωρίς σπουδαία αφορμή, η κοπέλα αυτή καταλήγει πάνω σε μια κρίση θυμού να δολοφονήσει τον άνδρα της.
Δεν μπορεί να μην υπάρχει κάτι από πίσω! Ακόμα και η κόρη της επιχειρεί να την αγαπήσει, αίροντας κατά κάποιον τρόπο την ενοχή της: κάποιος νέος δικηγόρος θα μπορέσει, πιστεύει, να αποδείξει πιθανόν τη στρεψοδικία. Ισως εμφανιστούν νέα στοιχεία! Κι ίσως κάποια στιγμή, με τον καιρό, η μητέρα της αποκαλύψει το μεγάλο «μυστικό» της…
Να πω την αλήθεια, αυτό περιμένουμε κι εμείς μαζί της. Δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο, σεβόμενος το γεγονός πως μέρος της γοητείας του «Ατσαλιού» βρίσκεται στην ανατροπή της ανατροπής που προσδοκούμε από κάθε καλό ψυχολογικό δράμα. Ας πω μόνο ότι η Μονρό μας ζητάει κάτι απλό, που θέλει όμως πολύ κόπο. Να δούμε μια γυναίκα χωρίς τη σχετική ετυμηγορία του φύλου της.
Μπορώ όμως να πω ότι καταφέρνει μαζί κι άλλα πολλά. Μεταφέρει το τοπίο της φυλακής, το ήθος ανθρώπων που είναι δεμένοι πίσω από σίδερα, τη σκληρότητα της ζωής τους, τον αποπνικτικό αέρα της καταδίκης τους. Δημιουργεί την αίσθηση του υπαρξιακού αδιεξόδου, με μοναδική ελπίδα της Φέι να είναι να ξαναδεί τη ζωή με τα μάτια της κόρης της, όπως ένας ξενιστής. Αν η ίδια είναι εκμαυλίστρια, όπως κάποια στιγμή υπονοείται, πέφτουμε κι εμείς θύματά της. Σχεδόν προσδοκούμε μαζί με την κόρη της τη λύση που θα την απελευθερώσει και θα τη δικαιώσει. Θέλουμε να συμμετάσχουμε κι εμείς στο παζλ της μνήμης, για να βρούμε κοντά σε αυτήν τη λυτρωτική έξοδο από τον εφιάλτη της.
Είναι η δεύτερη σκηνοθεσία της Νάντιας Φώσκολου που παρακολουθώ από κοντά, μετά τον «Αγνωστο παραλήπτη» στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων πριν από μερικά χρόνια. Διαπιστώνω και πάλι την ικανότητά της να κινεί τα πρόσωπα, να ξεδιπλώνει ήσυχα και σεμνά τους ρόλους, να μεταδίδει την ουσία μιας σκηνής χωρίς αστραπόβροντα και φανφάρες. Η Φώσκολου μετέφερε στο «Ατσάλι» όλη την πίεση που ασκείται σε έναν χώρο διπλά κλειστό: της έξω-φυλακής που αντικατοπτρίζεται στη μέσα-φυλακή των προσώπων.
Το ζευγάρι μάνας και κόρης βρίσκεται ασφαλώς στο κέντρο και αυτό δίνει την ευκαιρία στη Γιασεμί Κηλαηδόνη, που υποδύεται τη Φέι, και στην Κατερίνα Παπαδάκη, που ερμηνεύει την Τσόσι, να σμιλέψουν μαζί ένα δίδυμο με ορατές και αόρατες διακλαδώσεις. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως η νέα κοπέλα της Παπαδάκη δεν δείχνει να καταλογίζει τίποτα ενοχοποιητικό στη μητέρα της αρχικά. Προσέρχεται αντιθέτως στη φυλακή με την αίσθηση πως η συνάντηση μαζί της θα την απελευθερώσει. Η επιτυχία της Παπαδάκη βρίσκεται στο ότι η απόπειρά της είναι στην πραγματικότητα μια απόπειρα απόδρασης.
Αν η Τσόσι δίνει το έναυσμα της συνάντησης, η Φέι ωστόσο της Κηλαηδόνη είναι αυτή που κυριαρχεί στον χώρο, σαν σιωπηλή Σφίγγα. Δεν έχει άλλη ιδιότητα από τη διαφάνειά της, από την άρνησή της να μιλήσει ανοικτά για την ενοχή της. Κι όμως η σιωπηλή αυτή γυναίκα ασκεί σε όλους έναν σκοτεινό μαγνητισμό, με τον οποίο ελκύει την κόρη της και τους δεσμοφύλακές της. Η Κηλαηδόνη αποδίδει τη Φέι σαν μια μορφή φτιαγμένη αληθινά από ατσάλι κι από χώμα, γυναίκα ισχυρή όσο και χοϊκή.
Δίπλα στο κεντρικό ζευγάρι, το άλλο ζευγάρι, των φυλάκων, του Τζορτζ από τον Ανδρέα Κωνσταντινίδη και της Σίλα από την Ασπασία Μπατατόλη, δίνει το ενδιάμεσο μεταξύ του κόσμου της ελευθερίας και εκείνου της φυλακής. Οι δυο ηθοποιοί αναλαμβάνουν με επάρκεια τη θέση της κοινής λογικής, του κοινού μέσου όρου, με βάση τον οποίο κρίνονται οι περιπτώσεις των δύο γυναικών του έργου.
Στους υπόλοιπους συντελεστές της παραγωγής υπολογίζονται τα πρακτικά σκηνικά της Αλέγιας Παπαγεωργίου, τα καίρια κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, η διακριτική μουσική του Γιάννη Καραγιάννη και οι μελετημένοι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Στο «Μεταξουργείο» παρακολουθούμε τελικά το μυστήριο μιας δολοφόνου που κινείται μακριά από τα στερεότυπα της κριτικής μας. Οχι μόνο «αυτής της γυναίκας», αλλά της «όποιας γυναίκας» στασίασε ποτέ ενάντια στο φύλο της, ακόμα και για να καταλήξει στην άλλη μεριά.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας