Αναρωτιέμαι αν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αποτελεί έναν «εθνικό» καλλιτέχνη του θεάτρου μας, τελευταίο σε μια σειρά καλλιτεχνών που πάλεψαν να διατυπώσουν τα στοιχεία της τέχνης τους με όρους που συνάδουν και ακολουθούν την πορεία της συλλογικής αυτογνωσίας. Δεν διατυπώνω τον χαρακτηρισμό σαν τον τίτλο τιμής που έχουμε συνηθίσει, δεν φανερώνει καν από μόνος του τη σημασία που αποδίδω στο έργο του ανδρός. Αποκαλύπτει πριν από όλα για εμένα τις προθέσεις του ως καλλιτέχνη.
Κι εδώ, μετά από είκοσι χρόνια που ο Μαρμαρινός εργάζεται πάνω στο συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινότητας που συγκροτείται με όρους «εθνικής» συνείδησης, είκοσι χρόνια μετά τον «Εθνικό Υμνο» (2001), στρέφεται ξανά στο κοινό τραγούδι ενός λαού που αυτο-αναγνωρίζεται προς το παρόν μόνο από το εξωτερικό πλαίσιό του, την Ιστορία του.
Η Μεταπολίτευση ακούγεται σαν τέτοιος όρος ιστορικής πλαισίωσης μιας εποχής, μιας γενιάς, αλλά και μιας νοοτροπίας. Ομως ακόμα «κατοικείται» – το νιώθουμε. Φέρει δηλαδή ακόμα το ανθρώπινο άρωμα, το ρεύμα ενός καιρού που έμεινε ανιστόρητο και ανέκφραστο. Η Μεταπολίτευση, πριν από «ιστορική περίοδος», είναι η αίσθηση μιας μνήμης που δεν μεταφέρεται και δεν εξιστορείται. Είναι η πολιτική της νιότης και η ιστορία του χαμένου χρόνου. Πριν από όλα, είναι αυτό το κάτι «δικό μου» μέσα στο μεγάλο «δικό μας».
Η δραματουργία της παράστασης του Θησείου ξεκινά από κτερίσματα μιας χαμένης σειράς στιγμών που ανήκουν σε κάποιον. Καταρχήν σε κάποιον «Αλλον», τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος της συγκεκριμένης ομάδας των ηθοποιών της, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια Μεταπολίτευση όψιμη, με χαμένο το πρώτο στίγμα της (Μάιρα Γραβάνη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Χρήστος Κραγιόπουλος, Ανδρομάχη Φουντουλίδου, Χάρης Φραγκούλης – ιδιαίτερη εξαίρεση ο Adrian Frieling).
Είναι λοιπόν μια παράσταση που ξεκινά από τη «μαρτυρία», τη συλλογή βιωμάτων που έχει επεξεργαστεί ο ίδιος ο θίασος. Και έχει εντοπίσει προφανώς κάτι το ηρωικό να κρύβεται εδώ, σε αυτά τα χρόνια, ένα είδος συλλογικού παλμού που αναζητείται στα μισά λόγια των βιωμάτων, στις σπαρακτικές μνήμες των επιζώντων, σε θραύσματα αναμνήσεων εκείνης της πρώτης εποχής.
Προφανώς όμως και δεν είναι αυτό από μόνο του αρκετό. Ειδικά όπως η αφήγηση της παράστασης ανεβοκατεβαίνει από τα μεγάλα στα μικρά και από τα δημόσια στα ιδιωτικά. Οσοι επισκέπτονται το θέατρο στο Θησείο για να δουν μια «επετειακή έκθεση» της εποχής, να ξέρουν πως θα απογοητευτούν. Δεν υπάρχει κάτι εδώ που βγάζει από μόνο του «νόημα», κάτι το αυτο-νόητο.
Σαν εργαστήρι αποδομισμού, η Μεταπολίτευση του Θησείου ακουμπά από το ένα στο άλλο και διαλύεται εντός του. Κι αν για εμάς, τους κάπως παλαιότερους των ημερών, τα λεγόμενα των ηθοποιών ανακαλούν στοίβες αναφορών και φωτίζονται από αυτές, για τους εικοσάρηδες, που γεμίζουν τις εκατέρωθεν πλατείες θεάτρου, φαντάζομαι πως τα ίδια δεν θα λένε και πολλά.
Μα ο σκοπός ενός εθνικού έργου δεν είναι μόνο να μας κάνει να ιστορήσουμε τον εαυτό μας. Είναι να μας κάνει να μιλήσουμε μεταξύ μας για να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα απλό και μεγάλο. Πάνω κάτω στο εξής: ιδού από τη μια μεριά η μεγάλη Ιστορία των ανθρώπων που τους περιλαμβάνει σαν πλήθος. Και ιδού, από την άλλη, η ιστορία καθενός και καθεμιάς, που ρέει και χάνεται στη συλλογική ανωνυμία, όμοια όπως η ομάδα του θιάσου τρέχει πάνω-κάτω στον χώρο της, αταύτιστη και απροσανατόλιστη, αναποφάσιστη ακόμα για το αν θα βρεθεί στο «όλοι μαζί» ή στο «καθένας χώρια».
Αυτό ναι, είναι κάτι που κατανοούν όλοι –οι μικρότεροι και μεγαλύτεροι– που παρευρίσκονται στο Θησείο. Παρακολουθούν μια δραματουργία του χάσματος, ανάμεσα στη γενιά που έζησε την αρχή της Μεταπολίτευσης και στην άλλη, τη νεότερη, που έζησε το τέλος της. Παρακολουθούν ακόμα μια δραματουργία που αντί να μιλήσει για τη Μεταπολίτευση, επιθυμεί να μεταφέρει τις ποιότητές της διά ζώσης. Κι αν όχι όλες τις ποιότητες (καθώς η Μεταπολίτευση δεν είναι κάτι σταθερό και η παράσταση καλύπτει τα χρόνια μέχρι το 1990), τις βασικές ποιότητες στις οποίες ο θίασος δούλεψε.
Η πρώτη από αυτές είναι ο ενθουσιασμός της Μεταπολίτευσης. Κυρίως το νεανικό της πνεύμα, το πνεύμα της ανησυχίας, της επανάστασης και αντίστασης. Μια νεολαία που αναγνώρισε τον εαυτό της στους δρόμους, που ένιωσε το «μεγάλο» να συμβαίνει και δοκίμασε να αποτινάξει από πάνω της μαζί με τα δεσμά της δικτατορίας και τα μέσα δεσμά του συμβιβασμού των προηγούμενων μεταπολεμικών χρόνων.
Ας ακούσουμε, όμως, τους ερμηνευτές της παράστασης και θα διαπιστώσουμε πίσω από τον παλμό του ενθουσιασμού τους ακόμη μια ποιότητα. Την αφέλεια, αν όχι την επιπολαιότητα, με την οποία οι εκδρομείς του ’70, του ’80 και του ’90 ακόμη, άφησαν αυτό που κέρδισαν να βαδίσει χωρίς πλοηγό, ώσπου σύντομα η ορμή τους εκφυλίστηκε σε εικόνες πολιτικής δημαγωγίας και φαντασμαγορίας. Ο λόγος για τον οποίο η παράσταση έχει στιγμές που φαντάζουν απλοϊκές ή ανεπεξέργαστες είναι ακριβώς αυτός. Πρέπει να συμβιβαστούμε με μια Μεταπολίτευση που αρνείται να εξωραΐσει το πρόσωπό μας.
Αν θέλουμε ακόμα, μπορούμε να νιώσουμε και άλλη μία από τις πληγές της. Την αφόρητη εσωστρέφεια των χρόνων της. Το μόνο που διατηρείται από αυτήν δεν είναι άλλο από τη νοσταλγία. Νοσταλγία σημαίνει πόνος για την επιστροφή, κι εδώ σημαίνει τον πόνο για τη χαμένη αφετηρία των πραγμάτων, για τότε που έμοιαζε πως μπορούσε η μεταπολιτευτική κοινωνία να συμπεριλάβει την ελευθερία σαν καταστατική αρχή. Να πώς ο Ταρκόφσκι ή η Αφροδίτη της Μήλου έχουν θέση στην ελληνική Μεταπολίτευση. Σαν τα απόντα στοιχεία της ξοδεμένης νιότης της.
Και τελικά πού βρίσκεται η ίδια η «Μεταπολίτευση» μετά από όλα αυτά; Και μόνο για μια σκηνή της παράστασης αξίζει αυτή να μείνει στη μνήμη μας. Είναι η σκηνή όπου οι ηθοποιοί εξέρχονται του κυρίου χώρου του θεάτρου –του μινιμαλιστικού σκηνικού μιας βιαστικά παρατημένης δεξίωσης (σκηνικό της Εφης Μπίρμπα)– και κλείνονται μόνοι τους, κρυφά από τους θεατές, σε μια μικρή αίθουσα, από όπου οι αδιάκριτες κάμερες αναμεταδίδουν το τρικούβερτο γλέντι τους. Γλέντι με Θεοδωράκη, Ρίτα Σακελλαρίου, Τσιτσάνη και Τζένη Βάνου, με κρασί και σαμπάνια και με ό,τι άλλο, τουρλού κι ανάκατα.
Σε αυτό ειδικά, ο καθείς ας πάρει θέση. Αλλοι θα μιλήσουν για τον φανερό εκφυλισμό μιας γενιάς, που καταβροχθίζει τα πάντα για να τα μεταβολίσει σε πολτό διασκέδασης. Εγώ πάλι, από τη μεριά μου, συγκινούμαι... Από την ιδιοσυγκρασία ενός λαού (έστω, μιας παρέας) που μπορεί ιδιωτικά και ανερμήνευτα να βάλει μέσα του ό,τι ταπεινό και να το υψώσει, κλείνοντας στο τραγούδι του τον οίστρο του παρόντος.
Συγκινούμαι προσωπικά κι από κάτι άλλο. Καθώς διακρίνω πως όλα τα παραπάνω εκβάλλουν σε μια «Μεταπολίτευση» που θρηνεί τη νεότητα που χάθηκε. Η τελευταία ποιότητά της είναι η μελαγχολία μιας γενιάς που διάβηκε και παρέδωσε τους τότε νέους, σημερινούς μεσήλικες. Ωστε τα σημερινά παιδιά να παίζουν στους ναούς και στα χαλάσματά της.
Ισως στο τέλος του δρόμου να βρίσκεται η επεξηγηματική φράση στον τίτλο της παράστασης. Κι αν το θέατρο δεν αναπληρώνει την Ιστορία, μπορεί ωστόσο να τη μετατρέψει σε διάλογο μεταξύ δύο μερών. Εδώ, τα δύο μέρη είναι το «εγώ» και το «εσύ». «Φαντάσου την καρδιά μου, δική σου», λέει λοιπόν. Θα μπορούσε να πει: «Πάρε τη μεταπολίτευσή μου, δώσ’ μου το χέρι σου».
Παράσταση εθνική, από την αρχή ώς το τέλος της.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας