Δεν θα κρύψω την αμηχανία μου, και εφόσον το «Σώσε» φανερώνει τα παρασκήνια του θεάτρου, το ίδιο θα κάνω κι εγώ με τα δικά μου. Κανονικά, λοιπόν, μια κριτική για τη χιλιοπαιγμένη φάρσα του Μάικλ Φρέιν (μάλλον από τις καλύτερες του περασμένου αιώνα) δεν θέλει ιδιαίτερο κόπο για να γραφτεί - τα πράγματα εδώ είναι μετρημένα: η παράσταση άρεσε ή όχι στο κοινό της, πράγμα που σε γενικές γραμμές σημαίνει πως είτε το έκανε να γελάσει, είτε το έκανε να κλαίει τα λεφτά του.
Απλά πράγματα και εύκολα λοιπόν… αν και, καθώς φαίνεται, Στέγη και Λυγίζος αντάμα κατάφεραν να μας βάλουν για ακόμη μια φορά σε μπελάδες. Δείτε τις αντιδράσεις για το «Σώσε»: Από τη μια γιουχαΐσματα εν μέσω παράστασης (απ’ ό,τι έμαθα), κι από την άλλη θριαμβικές υποκλίσεις των ηθοποιών στο τέλος (απ’ ό,τι είδα). Αρνητικές κριτικές στον Τύπο και μουτρωμένοι θεατρόφιλοι, μαζί με κόσμο που συρρέει απτόητος στη Συγγρού, μεταθέτοντας τη λήξη των παραστάσεών της για αργότερα. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα απ’ την αρχή…
Οταν μιλάμε για το «Σώσε», μιλάμε βέβαια κυριολεκτικά για τη φάρσα της φάρσας, ω φάρσα. Ενας τυχάρπαστος θίασος της συφοράς (κάτι σαν δικό μας μπουλούκι) επιχειρεί να ανεβάσει με ό,τι μέσα διαθέτει (όχι και πολλά…) μια κάποια, εξίσου τυχάρπαστη, φάρσα γαλλικού τύπου. Για να είμαστε ειλικρινείς, η μπαλαφάρα που θέλουν να ανεβάσουν, με τα γνωστά ευρήματα απίθανων συναντήσεων, ετερόκλητων συγκατοίκων, θυρών που ανοιγοκλείνουν δαιμονιωδώς για να αποκαλύψουν νεγκλιζέ εμφανίσεις και κατεβασμένα βρακιά, μόνο εύκολη δεν είναι στην πράξη.
Απαιτεί απίστευτο χρονισμό, άψογη φροντιστηριακή διαχείριση και βέβαια εμφανίσεις-τσακμάκι που διαρκούν όσο η σπίθα ή το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας. Σε παραστάσεις σαν κι αυτές τα πάντα οφείλουν να λειτουργούν ρολόι, ώστε να επιτευχθεί η ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα στροβιλισμού των σχηματικών πλασμάτων της φάρσας.
Κι αν αυτή η πρώτη φάρσα του «Σώσε» είναι απαιτητική από την καλή της μεριά, από την ανάποδη μεριά, της φόδρας, τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα. Ο θίασος έχει, βλέπετε, τα δικά του παρασκηνιακά προβλήματα, που δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνα του έργου που ανεβάζει. Τα ίδια ερωτικά καβγαδάκια, αντιζηλίες και πείσματα, ώστε όταν βλέπει κανείς το έργο από τα παρασκήνια, η αρχική φάρσα υψώνεται στο τετράγωνο… Η μόνη (ουσιαστικότατη) διαφορά είναι πως σε αυτό το δεύτερο επίπεδο -ηθοποιών που παίζουν φάρσα-, τα πράγματα αντιμετωπίζουν εκτός από το ανθρώπινο λάθος και τη φυσική εντροπία.
Κι έτσι έρχεται μια στιγμή στο «Σώσε» που ο εξωτερικός μηχανισμός διαλύει τον εσωτερικό, και η έξω φάρσα τρώει τη μέσα. Ομως αυτή τη φορά «το θέατρο μέσα στο θέατρο» λειτουργεί αντίστροφα: είναι στην πραγματικότητα «το θέατρο έξω από το θέατρο» που μας νοιάζει. Γιατί όπως γελάμε με τα πλάσματα στο «Σώσε», καθώς τα βλέπουμε να αγωνίζονται ενάντια στη διάλυση και την παραίτηση, έχουμε ήδη μπει χωρίς να το καταλάβουμε στο παιχνίδι τους.
Μήπως κι οι ηθοποιοί της Στέγης -που παίζουν τους ηθοποιούς, που παίζουν τη φάρσα- δεν εμπίπτουν κι αυτοί στην ίδια κατάσταση συνεχούς εκκρεμότητας; Μήπως κι εμείς μαζί τους -έστω και σε χαμηλότερους ρυθμούς– δεν αγωνιζόμαστε να καλύψουμε τα λάθη μας πίσω από κάποια αξιοπρεπή επαγγελματική όψη, κρύβοντας συχνά στα παρασκήνια τον αληθινό, λανθάνοντα εαυτό μας;
Αλλά πολύ το βαρύναμε και δεν ταιριάζει. Κανονικά το έργο, είπαμε, οφείλει να χαρίσει στους θεατές του μια ξεκαρδιστική βραδιά, μια ακροβασία στο χείλος του γκρεμνού -και όπως είπαμε, καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούμε την τεχνική της λόγω περιεχομένου. Ξέρω πως γεννήθηκε σε πολλούς η υποψία πως το ανέβασμα του «Σώσε» από τη Στέγη έκρυβε εξαρχής κάποιον υπόγειο ελιτισμό. Πώς ανέβηκε με την αίσθηση ενός «πειράγματος» και ρεπερτοριακής «τρέλας», όταν κατά βάθος πολλοί πιστεύουν πως είναι πιθανόν καλό, μα για άλλο χώρο, άλλο κοινό, άλλο θίασο κι άλλον σκηνοθέτη. Συμβαίνει όμως αυτό αλήθεια;
Στη Στέγη είδαμε μια σκηνοθετική (και αρκετά επεμβατική) απόδοση του «Σώσε», στην οποία τα επίπεδα του έργου πριν απολέσουν την οριζόντια διάκρισή τους σε σκηνή και παρασκήνια, έχουν ήδη χάσει την αντίστοιχη κάθετη, ανάμεσα στους ηθοποιούς του θιάσου και στους ρόλους τους. Τα πλάσματα έτσι στο «Σώσε» του Εκτορα Λυγίζου είναι εξαρχής βγαλμένα από το είδος της φάρσας, με έντονο μακιγιάζ και νεύρο, εγκλωβισμένα σε έναν κλειστό λαβύρινθο γεμάτο σκάλες και πόρτες, αβεβαιότητα και παράνοια (η εικαστική εγκατάσταση της Κλειώς Μπομπότη σε αυτή την περίπτωση δεν αποδίδει το σκηνικό, αλλά το σύμπαν του έργου).
Με αυτά καταλήξαμε τελικά σε μια κονστρουκτιβιστική όψη, που ζητούμενο είχε να συγκρατήσει τους θεατές στην επιφάνεια του έργου. Και από εκεί να τους οδηγήσει στην αληθινή αξία της φάρσας, που δεν είναι μόνο το εύκολο γέλιο αλλά και ο ίδιος ο μηχανισμός, ο απίθανα οργανωμένος ρυθμός, που αντί να μετράει το σωστό και το ακέραιο, μετρά την αταξία και το χάος. Σε αυτή τη σκηνοθετική γραμμή ο θεατής έπρεπε να φτάσει μόνος του στην παραδοχή του λάθους ως σιωπηρό νόμο ενός κρυφού σύμπαντος.
Με απλά λόγια, ο Εκτορας Λυγίζος και ο καλός του θίασος -Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μιχάλης Κίμωνας, Γιάννης Κλίνης, Σοφία Κόκκαλη, Εμιλυ Κολιανδρή, Αννα Μάσχα, Αρης Μπαλής και Αρετή Σεϊνταρίδου- δεν έκαναν αυτό που πολλοί περίμεναν (και πλήρωσαν εισιτήριο γι’ αυτό), αλλά ό,τι πράγματι ξέρουν να κάνουν. Ανέβασαν με το «Σώσε» το δικό τους δαιμονικό, κεφάτο αλλά και υποκειμενικό κοίταγμα στο είδος, σίγουρα όχι το ίδιο «γελαστικό» ή εναργές με το πρώτο, ωστόσο ακόμη ευφρόσυνο και από έναν άλλο δρόμο εξίσου εντυπωσιακό.
Αν θέλετε τη γνώμη μου, πολύ καλά έκαναν. Αρκεί η προσέγγισή τους να μην ξεκινά από την υποτίμηση της φάρσας, αλλά από τον σεβασμό προς αυτήν και την αυτογνωσία. Ισως κατάλαβαν κι οι ίδιοι πως έχουν να κάνουν με αληθινό τέρας, το οποίο μόνο αν ήταν υποκριτές θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν ποτέ ξανασυναντήσει. Για τους ίδιους, κι ας μην ξεχνάμε και για την ίδια τη Στέγη -που τα «παρασκήνιά» της διόλου δεν ομοιάζουν με εκείνα του «Σώσε»- οι αληθινές συνθήκες του είδους, το ύφος και το ήθος, η τέχνη και η μοίρα του είναι μακρινά και απροσέγγιστα.
Το περίεργο είναι με εμάς… Που έχουμε συνηθίσει από τους νέους σκηνοθέτες να οικειοποιούνται ελεύθερα τον Αισχύλο, τον Σέξπιρ και τον Πιραντέλο. Αλλά μόλις επιχειρήσουν το ίδιο με τον… Φρέιν, γίνεται αληθινά «το σώσε».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας