Είναι σχετικά εύκολο να καταλάβεις ότι ένα διαμέρισμα ή και μια ολόκληρη πολυκατοικία πωλήθηκε όπως όπως και τώρα θα ανακαινιστεί, θα βαφτεί γκρι, θα χωριστεί στη μέση, θα ενοικιαστεί σε εξωφρενικές τιμές σε digital nomads από το Βερολίνο ή σε όποιον αρκετά απελπισμένο τσιμπήσει το μεσιτικό γραφείο.
Μπορείς να διακρίνεις τους γκρεμισμένους τοίχους, τους μουσαμάδες, τις πινακίδες των κατασκευαστικών ή μεσιτικών γραφείων, να ακούσεις τα τρυπάνια και να αποφύγεις τις λαμαρίνες που κόβουν το μισό πεζοδρόμιο.
Τελευταία όμως ίσως έχω εντοπίσει και άλλον έναν τρόπο να καταλαβαίνω τις (ακόμη αθέατες) αλλαγές που συμβαίνουν στη γειτονιά. Λίγα μέτρα μακριά από ένα καινούριο γιαπί, δίπλα από κάποιον πράσινο κάδο σκουπιδιών, άστεγες αναμνήσεις περιμένουν τον διαβάτη: φωτογραφίες, διαβατήρια, κάρτες ασφαλίσεων, βαλίτσες, παλιά βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και κλασική λογοτεχνία, σκισμένα περιοδικά, παλιοκαιρισμένα γράμματα, βινύλια.
Συνήθως άνθρωποι ηλικιωμένοι, νεκροί από καιρό, που κανείς δεν τους αναζήτησε και το σπίτι έμενε άδειο, αναξιοποίητο, ίσως αντικείμενο έριδας των κληρονόμων, χρεών ή υποθηκών και τώρα αγοράστηκε από κάποιον τρίτο, που αποφάσισε κλείνοντας τη νέα πόρτα με την κλειδαριά ασφαλείας ότι όλα αυτά ανήκουν στον δρόμο πλάι σε έναν πράσινο κάδο.
Νιώθω ότι το φαινόμενο αυτό γίνεται όλο και πιο συχνό. Και όλο και πιο βάρβαρο. Πιο ψυχρό.
«Και θα έρθει μια μέρα που θα εξαφανιστεί όλο το σπίτι, που όλος ο δρόμος κι όλη η γειτονιά θα πεθάνουν…» γράφει ο Ζορζ Περέκ στο «Ζωή - Οδηγίες χρήσεως», συμπληρώνοντας και τους λόγους του θανάτου της γειτονιάς (η επέκταση ενός πάρκου, το χτίσιμο ενός μεγάλου ξενοδοχείου, μια απευθείας σύνδεση του προεδρικού μεγάρου με το αεροδρόμιο του Ρουασί).
Ενώ στο «Χορείες χώρων» ο συνοικιακός κινηματογράφος με τις «απερίγραπτες διαφημίσεις για το στεγνοκαθαριστήριο της γειτονιάς» γίνεται τόπος μνήμης της αποθνήσκουσας γειτονιάς.
Στο ντοκιμαντέρ «Daguerréotypes» (1975) η Agnes Varda καταγράφει τη δικιά της γειτονιά στην οδό Daguerre στο 14ο διαμέρισμα στο Παρίσι. Επισκέπτεται τα αγαπημένα της καταστήματα, το αρωματοπωλείο, το κρεοπωλείο, το κομμωτήριο, το μπακάλικο, τα είδη σπιτιού. Συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές, τους ανθρώπους που δίνουν φωνή και πνοή σε αυτόν τον δρόμο, που ενισχύουν ο ένας τον άλλον, επιλέγοντας έτσι να δημιουργήσουν μια κυκλική οικονομία, μια τοπική αλληλεγγύη, όπου η επιβίωση του ενός στηρίζεται στην επιβίωση του άλλου και η καθημερινότητα του ενός στηρίζεται στην ύπαρξη του άλλου. Μισό αιώνα μετά δύο μαγαζιά έχουν μείνει στη θέση τους: ένα μπιστρό και ένα κατάστημα που πουλούσε ακορντεόν (διάβασα αργότερα ότι έκλεισε το 2012 και άνοιξε υπό νέα διεύθυνση το 2013) με το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου να είναι πλέον κατειλημμένο από εμπορικές αλυσίδες και fancy φαγάδικα.
Παρομοίως η νοσταλγία ή η ωδή της γειτονιάς υφαίνεται και στην ταινία του Ζακ Τατί, «Ο θείος μου». Αυτή η φλυαρία των γειτόνων, η βουή από φωνές, τα τρεξίματα και τα παιχνίδια των παιδιών, οι ανοιχτοί δημόσιοι χώροι, οι πλανόδιοι πωλητές, το χασομέρι, το δικαίωμα να λιαστείς στο παγκάκι, σε αντίθεση με τη βαρετή, απρόσωπη και άχροη πραγματικότητα των σύγχρονων κατοικιών, κουτιών αποχαύνωσης και αυτοματισμών. Για την αναφορά, η ταινία ξεκινάει με έναν γερανό και ήχο από τρυπάνια. Ο γερανός βρίσκεται μπροστά από μια νεόχτιστη οικοδομή που μπορεί κανείς να διακρίνει τα διαμερίσματα-κουτιά, τα οποία απλώνονται σαν «μια σειρά τυφλές προσόψεις, παράθυρα σαν μάτια δίχως σκέψη», που θα φιλοξενήσουν τους νέους ενοίκους.
Στο τέλος μπροστά στην άδεια, σχεδόν εγκαταλειμμένη γειτονιά του κυρίου Ιλό, κάτι αδέσποτα σκυλιά την καταλαμβάνουν, τρέχουν πάνω-κάτω, μυρίζουν τους δρόμους και μαζί τις μυρωδιές των παλιών, πλέον εξωθημένων κατοίκων.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τις γειτονιές μας. Αλλες αντιστέκονται στην επέλαση και άλλες παραδόθηκαν σε εμπόρους «με εκείνα τα χοντρά τους γάντια, να τις παίξουν στα ζάρια». Πάντα όμως κάτι θα μένει. Μια φλυαρία, ένα παγκάκι, το χασομέρι, μια γκρίνια για όλα αυτά που συμβαίνουν, παιδικές στριγκλιές, μηχανάκια, μια μπάλα και ένα σπασμένο παράθυρο, ένα αυθόρμητο συμβάν, οι πράξεις αλληλεγγύης, οι μικρές νίκες των κατοίκων απέναντι στα θηρία.
Αλλάζουν οι γειτονιές και χάνονται μέσα στον χρόνο και στη σκόνη από τα χαλάσματα, γίνονται έρμαια επενδύσεων, εξευγενισμών, αναπλάσεων. Αργοπεθαίνουν τόσο στο φαντασιακό (τι είναι άραγε μια γειτονιά;), όσο και στο πρακτικό (πώς δρα και πώς ζει μια γειτονιά;).
Και εκεί είναι που πρέπει να εστιάσουμε. Στη δράση των ανθρώπων και στη ζωή που συνεχίζει και δεν λέει να κοπάσει.
Ισως τα γραπτά του Περέκ, συνοδοιπόρου και σημαντική επιρροή για αυτό το κείμενο, να δίνουν μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. «Μπορείς να ιδρύσεις μια ορχήστρα ή να δίνεις θεατρικές παραστάσεις στον δρόμο· αυτό που λένε: να ζωντανέψεις τη γειτονιά· να συγκολλήσεις τους ανθρώπους που ζουν στον ίδιο δρόμο ή στο ίδιο τετράγωνο, όχι μέσα από μια απλή συνενοχή, αλλά μέσα από ένα κοινό αίτημα ή έναν κοινό αγώνα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας