Με πρωταγωνίστριες τις Τζούλιαν Μουρ και Τίλντα Σουίντον, «Το Διπλανό Δωμάτιο» του ταλαντούχου και δαιμόνιου Ισπανού έρχεται και στην Ελλάδα, κουβαλώντας το Χρυσό Λιοντάρι του πιο πρόσφατου Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Αλμοδόβαρ στοχάζεται πάνω στον θάνατο μέσα από τη φιλία δύο γυναικών που επανασυνδέονται μετά από χρόνια ● Δείτε ακόμα: το «Γόνατο της Αχεντ» του Ισραηλινού Ναντάβ Λαπίντ. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να τοποθετήσει σε πρώτο πλάνο τον κρατικό έλεγχο και τη βία που πηγάζει από αυτόν και καυτηριάζει έντονα την τοξική αρρενωπότητα που επικρατεί στον ισραηλινό στρατό, αλλά και την έξαρση του εθνικισμού στη χώρα του.
Το Διπλανό Δωμάτιο
(The Room Next Door, Ισπανία, 2024, 106’)
● Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
● Ηθοποιοί: Τζούλιαν Μουρ, Τίλντα Σουίντον, Τζον Τορτούρο, Αλεσάντρο Νιβόλα
Ο σπουδαίος Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει με την 23η ταινία μεγάλου μήκους του, κερδίζοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας το Χρυσό Λιοντάρι. Η νέα του ταινία, η πρώτη που γυρίζει στην αγγλική γλώσσα, βασίζεται στο μυθιστόρημα της Σίγκριντ Νούνιες «What Are You Going Through» και αφηγείται την ιστορία των Μάρθα και Ινγκριντ (εξαιρετικές οι Τίλντα Σουίντον και Τζούλιαν Μουρ στους αντίστοιχους ρόλους), που υπήρξαν κάποτε στενές φίλες και συνεργάτιδες στο ίδιο περιοδικό. Επειτα από χρόνια χωρίς επαφή, συναντιούνται ξανά σε μια ακραία αλλά παράξενα γλυκιά συνθήκη.
Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδόβαρ έχει αποφασίσει να αφηγηθεί τις ιστορίες του χαμηλόφωνα -χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ιδιαίτερη αισθητική του- και να έρθει, μέσα από αυτές, αντιμέτωπος με την εύθραυστη ανθρώπινη φύση. Στο «Διπλανό Δωμάτιο» η ενασχόληση με το θέμα του επικείμενου θανάτου και το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας (που παρότι τοποθετείται στην ιστορία ως ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου που θέλει να «φύγει» με αξιοπρέπεια, δεν απασχολεί ιδιαίτερα την ανάλυσή του) μπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Ο Αλμοδόβαρ στοχάζεται πάνω στον θάνατο μέσα από τη φιλία των δύο γυναικών που επανασυνδέονται. Η αρρώστια της Μάρθα και το αναπόφευκτο τέλος της γίνεται η αφορμή για την άνθηση μιας ξεχασμένης φιλίας και τον επαναπροσδιορισμό της μέσα στον ελάχιστο χρόνο που απομένει. Ο Αλμοδόβαρ «βυθίζει» το βλέμμα του μέσα στην πολύπλοκη ψυχοσύνθεση των δύο πρωταγωνιστριών και δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ τους που όμως λόγω των αργών κινηματογραφικών ρυθμών αργεί να ανθήσει. Η ταινία ουσιαστικά αρχίζει να αποκτά μορφή και ενδιαφέρον όταν η ιστορία επικεντρώνεται στις δύο γυναίκες και τις απομονώνει. Τότε τα κεντρικά θέματα αρχίζουν να αναδεικνύονται. Η ταινία όμως αδυνατεί να ξεπεράσει το εμπόδιο μιας επιτηδευμένης και κλισέ κατά στιγμές πρόζας (ίσως στην αγγλική γλώσσα να μη λειτουργούν όλοι οι διάλογοι τόσο καλά όσο φανταζόταν ο σκηνοθέτης), ενώ υπάρχουν κάποιες σεναριακές ευκολίες που μοιάζουν αχρείαστες.
Ο Αλμοδόβαρ, χρησιμοποιώντας τα γνωστά αφηγηματικά του εργαλεία, προσδίδει μια μελοδραματική διάσταση, λιγότερο έντονη από άλλες του ταινίες, ενώ «ντύνει» όλη την ταινία με τα ζωηρά του χρώματα και κοστούμια που δημιουργούν μια αντίθεση με το βαρύ θέμα που πραγματεύεται. Τα κάδρα του, το σκηνικό του πολλές φορές δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά σε πίνακα ζωγραφικής του Εντουαρντ Χόπερ, ενώ η εξαιρετική φωτογραφία του Εντουαρντ Γκράου καταφέρνει να προσδώσει έναν μελαγχολικό τόνο «χτίζοντας» την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Αν και έχει όμως όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του έργου του, κάποιες στιγμές το «Διπλανό Δωμάτιο» μοιάζει ως κάτι ξένο, διαφορετικό, που δεν λειτουργεί πλήρως. Η υποτονική, συγκρατημένη αφήγηση, η αναποφασιστικότητα να επικεντρώσει εγκαίρως το βλέμμα του στις δύο γυναίκες αφαιρούν από τη δυναμική που θα μπορούσε να έχει το έργο.
Ο,τι μας μένει στο φινάλε είναι η προσέγγισή του επάνω στο θέμα του θανάτου. Ο Αλμοδόβαρ μάς θυμίζει ότι ο θάνατος είναι ένα μονοπάτι που όλοι μας θα διαβούμε, μονοπάτι μοναχικό, αλλά εν τω μεταξύ υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας, που έρχονται να μας απαλύνουν τη μοναξιά και να μας κάνουν να συμφιλιωθούμε με το αναπόφευκτο.
▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬
Το Γόνατο της Αχεντ
(Ahed’s Knee, Ισραήλ, Γαλλία, Γερμανία, 2021, 88’)
● Σκηνοθεσία: Ναντάβ Λαπίντ
● Ηθοποιοί: Αβσαλόμ Πολάκ, Νουρ Φιμπάκ
O Ισραηλινός Ναντάβ Λαπίντ, που το 2019 απέσπασε τη Χρυσή Αρκτο στο Βερολίνο με την ταινία του «Συνώνυμα» (Synonymes, 127’), διηγείται στο νέο του έργο την ιστορία ενός επιτυχημένου σαραντάρη Ισραηλινού σκηνοθέτη ο οποίος ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην έρημο για να παρουσιάσει την ταινία του. Εκεί θα συναντήσει τη Γιαχαλόμ, μια υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού, και θα έρθει αντιμέτωπος με δύο εκ των προτέρων χαμένες μάχες: τον θάνατο της ελευθερίας στην πατρίδα του και τον θάνατο της μητέρας του. Με μια κινηματογραφική γλώσσα αιχμηρή και αποφασιστική, γρήγορα cut, υπερβολικά κοντινές λήψεις και μια κάμερα που κινείται γεμάτη τόση ένταση, ώστε κάποιες φορές να μην προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις τι βλέπεις, ο Λαπίντ δημιουργεί μια ταινία που ξεχειλίζει από οργή και απελπισία. Μια οργή κατά του επίσημου κράτους και μια απελπισία για το πού οδεύει η χώρα του αλλά και ο ίδιος ως καλλιτέχνης.
Το έργο του αντλεί έμπνευση από τις προσωπικές του εμπειρίες - όπως και στην ταινία, ο Λαπίντ όταν βρέθηκε καλεσμένος σε εκδήλωση προβολής της πρότερης ταινίας του «Η Νηπιαγωγός» (The Kindergarten Teacher, 2014, 119’) σε ένα απομακρυσμένο χωριό της ίδιας περιοχής (Αραβα), συνάντησε μια υπάλληλο του υπουργείου που του έδωσε μια λίστα με τα επιτρεπτά από την κυβέρνηση θέματα συζήτησης, του ζήτησε να επιλέξει όσα τον ενδιαφέρουν και να υπογράψει τη σχετική φόρμα. Ετσι τώρα δημιουργεί το alter ego του προσπαθώντας να ψυχογραφήσει όχι μόνο τον χαρακτήρα της ταινίας του αλλά και κατ’ επέκταση τον ίδιο του τον εαυτό. Πέρα από την ιδιαίτερη, στιλιζαρισμένη κινηματογράφηση και την ευφάνταστη χρήση της κάμερας, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να τοποθετήσει σε πρώτο πλάνο τον κρατικό έλεγχο και τη βία που πηγάζει από αυτόν. Καυτηριάζει έντονα την τοξική αρρενωπότητα που επικρατεί στον ισραηλινό στρατό (η σεκάνς με τους στρατιώτες να χορεύουν είναι άψογα σκηνοθετημένη), αλλά και την έξαρση του εθνικισμού στη χώρα του. Το «Γόνατο της Αχεντ» προσπαθεί να είναι μια πολυεπίπεδη ταινία και ώς έναν βαθμό το καταφέρνει, προκαλώντας με την ιδιαίτερη κινηματογραφική γλώσσα της. Ομως, εγκλωβίζεται δυστυχώς στην αυτοαναφορικότητά της. Το σενάριο χάνει, όσο προχωράει η ταινία, τον καυστικό του τόνο και αναλώνεται σε έναν μονόλογο του σκηνοθέτη με τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ οι χαρακτήρες που περιβάλλουν τον πρωταγωνιστή είναι σχηματικοί, χωρίς υπόσταση. Μοιάζει περισσότερο να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις δικές του ανησυχίες και τους προβληματισμούς κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, παρά να ασχοληθεί περαιτέρω με τα σημαντικά θέματα της ταινίας του. Ενώ αρχίζει να αναλύει ένα θέμα και να προσδίδει το απαραίτητο βάρος, ξαφνικά αλλάζει ρότα και δίνει έμφαση στο οπτικοακουστικό κομμάτι, τονίζοντας το ιδιαίτερο στιλ που προσπαθεί να επιβάλει και δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν τον απασχολεί τελικά τόσο η ουσία.
Οσο προχωράει η ταινία και φτάνουμε προς το τέλος, με μια μελοδραματική σεκάνς που δεν έχει θέση στην αφήγηση, τόσο ενισχύεται η αίσθηση ότι ο πολιτικός σχολιασμός είναι ημιτελής, όπως και όλο το εγχείρημα του σκηνοθέτη.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας