Ενας σύγχρονός μας μύθος της παραδοσιακής μουσικής και ειδικά της πεντατονικής ηπειρώτικης μουσικής, ένας μεγάλος «πρεσβευτής» της ελληνικής μουσικής παράδοσης και κυρίως του Πωγωνίου στο εξωτερικό, ένας άνθρωπος που με το ταλέντο, την αφοσίωση και το πείσμα του έφτιαξε μόνος του, σε πολύ αντίξοες συνθήκες μάλιστα, καριέρα και όνομα ξεπερνώντας τελικά και μουσικά είδη και σύνορα, ο μεγάλος δάσκαλος και δεξιοτέχνης του κλαρίνου Πετρολούκας Χαλκιάς, πέθανε χθες στα 91 του χρόνια. Διακριτικός και ταπεινός, είχε αποσυρθεί καιρό λόγω ηλικίας. Η είδηση του θανάτου του δημοσιοποιήθηκε από τον ίδιο τον χώρο του όταν ο τραγουδιστής των ηπειρώτικων Γιάννης Καψάλης και ο σπουδαίος κλαρινετίστας Μάνος Αχαλινωτόπουλος ανήρτησαν συναισθηματικά φορτισμένους «αποχαιρετισμούς» στα κοινωνικά τους δίκτυα ενώ αργότερα συλλυπητήρια δήλωση έκαναν μεταξύ πολλών άλλων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη κ.ά. και ανακοινώσεις εξέδωσαν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και Νέα Αριστερά.
Ο Πετρολούκας Χαλκιάς έγραψε το δικό του τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του κλαρίνου και της ηπειρώτικης μουσικής, έχοντας παίξει και ηχογραφήσει εκατοντάδες τραγούδια, και όχι μόνο ηπειρώτικα. «Ξέρω σκοπούς και μελωδίες απ’ όλο τον κόσμο. Εβγαλα δίσκους, συνεργάστηκα με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές, κάνοντας μια μεγάλη πορεία με τον Αντώνη Κυρίτση. Εκανα συναυλίες στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο Μουσικής, δεν υπάρχει γωνιά της Ελλάδας που να μην έχω πάει, στο εξωτερικό, δούλεψα σε όλα τα μαγαζιά της Αθήνας. Εχω συνεργαστεί και με λαϊκούς τραγουδιστές, όπως οι Πασχάλης Τερζής, Χαρούλα Αλεξίου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Φίλιππος Πλιάτσικας, Ελεονόρα Ζουγανέλη και άλλοι», έλεγε ο ίδιος σε μία συνέντευξή του στον συντοπίτη του δημοσιογράφο Βαγγέλη Γυφτόπουλο.
Είχε γεννηθεί το 1934 στο ορεινό Δελβινάκι των Ιωαννίνων (ιστορικό χωριό στα σύνορα με την Αλβανία, ταυτισμένο με οικογένειες μεγάλων παραδοσιακών μουσικών όπως οι Χαλκιάδες, οι Χαρισιάδηδες, οι Μπατζήδες) και όπως θυμόταν ο ίδιος σε μία άλλη συνέντευξή του στη Lifo, στους M. Hulot και Β. Καψάσκη, «όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρόνων. Οτι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του ’41(…)». Σχολείο πρόλαβε να πάει ελάχιστα, αργότερα, στα 10-11 χρόνια του, «ίσα για να ξέρω να γράφω το όνομά μου και να μπορώ να διαβάζω». Το μεγάλο του πάθος ήταν το κλαρίνο αλλά ο πατέρας του ο Περικλής Χαλκιάς, γνωστός επίσης παίκτης του κλαρίνου, ήθελε ο γιος του να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων κι έτσι τον έστειλε σε ένα συνεργείο για να εκπαιδευτεί. Ο 12χρονος τότε Πετρολούκας, που έπαιζε κρυφά το κλαρίνο του πατέρα του αφού δεν είχε δικό του, έφτιαξε μόνος του ένα ξύλινο κι έπαιζε με αυτό. «Κάποια στιγμή κάλεσαν τα παιδιά με τα οποία παίζαμε να πάμε σε ένα πανηγύρι, αλλά δεν είχα κανονικό κλαρίνο. Τότε, ένας μπάρμπας της μάνας μου, ο Δήμος ο Χαρισιάδης, μου λέει: “Παίξε να σε ακούσω. Αν ξέρεις να παίζεις, θα σου δώσω το δικό μου”. Επαιξα, κι επειδή το κανονικό μου φάνηκε πιο εύκολο από το ξύλινο, τα πήγα καλά. Ετσι, με δανεικό κλαρίνο πήγαμε στο πανηγύρι του διπλανού χωριού. Ολοι οι μουσικοί ήμασταν παιδάκια. Δεν είχαμε ξαναπαίξει σε κοινό, αλλά τα πήγαμε καλά και ο κόσμος μάς πετούσε λεφτά. Με αυτά τα λεφτά αγόρασα το πρώτο μου κλαρίνο».
Κι έτσι, μαθητεύοντας δίπλα στο «καλύτερο κλαρίνο του Ζαγορίου», τον Φίλιππα Ρούντα, άρχισε σιγά σιγά να καθιερώνεται. Η φήμη του «12χρονου παιδιού-θαύμα με το κλαρίνο» έφτασε μέχρι την Αθήνα κι έτσι τον προσκάλεσαν να παίξει στον χορό των απανταχού Δελβινακιωτών. Λόγω αυτού έμαθε κι ο αυστηρός πατέρας του την αφοσίωση του γιου του, προειδοποιώντας τον: «Σου δίνω ευχή και κατάρα: αν γίνεις ο καλύτερος, ο πρώτος, τότε έχεις την ευχή μου, αλλά αν είσαι κλαρινάκι, την κατάρα μου να ’χεις». Και τότε, όπως έχει πει ο Πετρολούκας, «έβαλα σκοπό της ζωής μου να γίνω ο καλύτερος. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Καβακόπουλο, που έγιναν ανάρπαστα».
Στα 18 του παντρεύτηκε με ένα κορίτσι του χωριού του κι αρχές δεκαετίας του ’50 εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου συνέχισε τις ηχογραφήσεις και τις συμμετοχές. Τότε «λαμβάνω», θυμόταν ο ίδιος, «ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Ετσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι». Στην Αμερική έμεινε σχεδόν 20 χρόνια. Στην αρχή βέβαια ούτε ο δρόμος ήταν ανοιχτός ούτε όμως και το πείσμα του μπορούσε να καμφθεί. Μέχρι το 1980 που επέστρεψε στην Ελλάδα είχε γίνει τόσο διάσημος στον χώρο των πνευστών ώστε να υποκλιθούν στο ταλέντο του δύο ιστορικές φυσιογνωμίες της τζαζ, ο «βασιλιάς του σουίνγκ» κλαρινίστας Μπένι Γκούντμαν και ο τρομπετίστας και τραγουδιστής Λούις Αρμστρονγκ. Οι δυο θρυλικοί μουσικοί είχαν πάει μαζί στο μαγαζί όπου δούλευε να τον ακούσουν και όπως έλεγε ο ίδιος στη Lifo, «κάποια στιγμή ζήτησαν από τον σερβιτόρο να με φωνάξει. Πήγα στο τραπέζι τους μαζί με τον σερβιτόρο για να μεταφράζει. Ο Μπένι Γκούντμαν του ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς είναι δυνατόν να τα ξέρω όλα απ’ έξω. “Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια το κρατάμε στο μυαλό μας”, του είπα. Με ξαναρωτάει: “Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο;”. Τον κοίταξα και του λέω: “Γεννήθηκα το 1934 και από το ’40 μέχρι το ’48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο”. Γυρνάει στον Αρμστρονγκ και του λέει: “Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος αν έγραφε και διάβαζε!”».
Στην Αθήνα πια καθιερώθηκε γρήγορα, συνεργάστηκε πρώτα με τον περίφημο Καρδιτσιώτη τραγουδιστή Αντώνη Κυρίτση και αργότερα και με τις μεγάλες φωνές του έντεχνου, κυκλοφορώντας ταυτόχρονα τους δικούς του δίσκους πάντα αφοσιωμένος στην ηπειρώτικη μουσική, τολμώντας όμως και συνεργασίες με ξένους μουσικούς, στο πλαίσιο της παγκόσμιας τάσης του fusion. Υπήρξε βέβαια ώς το τέλος σημείο αναφοράς και έμπνευσης για πολλούς σπουδαίους μουσικούς που δεν προέρχονταν απαραίτητα από τον χώρο του παραδοσιακού. Χαρακτηριστικό το σχετικό ποστ που έκανε ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος επισημαίνοντας πως μαζί με τον Πετρολούκα «φεύγει ένας ολόκληρος κόσμος».
Αυτό ήταν ένα από τα εύσημα του Πετρολούκα Χαλκιά. Η εκτίμηση και ο σεβασμός ολόκληρης της μουσικής κοινότητας. Οσο για τον ίδιο, έπαιζε κλαρίνο σχεδόν μέχρι τέλους. Το είχε άλλωστε υποσχεθεί στον εαυτό του: «Οσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας