«Εγραψα το τραγούδι το 1994, μια χρονιά που αισθανόμουν φρικτή μοναξιά γιατί έλειπαν όλοι οι φίλοι μου στο εξωτερικό. Ενα απόγευμα καθώς γύριζα από τη δουλειά, βαρεμένος και με την αίσθηση μιας απίστευτης στασιμότητας, κάθισα σε ένα παγκάκι. Είχα μια πρώτη μορφή του τραγουδιού στα χέρια μου, έλεγα δηλαδή για το Παρίσι, αλλά αυτό που με απασχολούσε ήταν να μιλήσω για τη μοναξιά μου όχι με μίζερο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά μου ένας γάτος και επειδή τους έχω αδυναμία έφαγα “φλασιά” κι άρχισα να γράφω επιτόπου. Τον βάφτισα “Τούρκο” και ήταν ο γάτος που απολάμβανε ό,τι εγώ δεν είχα… Ο τίτλος “Νότος” μου ήρθε από μια ταινία λατινοαμερικάνικη, γεμάτη Αστορ Πιατσόλα, με πολιτικό περιεχόμενο, και σαφώς έχει την έννοια την πολιτικοκοινωνική, του υποβαθμισμένου Νότου σε σχέση με τον Βορρά [...]. Ο “Παλιός Στρατιώτης” γράφτηκε -βέβαια δεν ολοκληρώθηκε- αλλά άρχισε να συλλαμβάνεται κάτω από μία γέφυρα του ηλεκτρικού, κλαίγοντας». Σε διαφορετικές συνεντεύξεις του ο Ισαάκ Σούσης είχε διηγηθεί κατά καιρούς πώς συνέλαβε και έγραψε τους στίχους που έμελλε να γίνουν τρία από τα διασημότερα τραγούδια του. Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως ακόμα και ο πιο χιουμοριστικός «Ενας Τούρκος στο Παρίσι» γράφτηκε -τη δεκαετία του ’90- σε συνθήκες μιας δημιουργικής μελαγχολίας και σίγουρα μιας ποιητικότητας την οποία και διέθετε και άσκησε αυτόνομα στις λίγες ποιητικές του συλλογές ο Ισαάκ Σούσης.
Ηταν φυσικά και ποιητής ο Ισαάκ Σούσης που πέθανε χθες στα 62 του χρόνια, λίγες μέρες μετά την 5η επέτειο θανάτου του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, από τους σταθερότερους συνεργάτες του στο τραγούδι. Με το μουσικό ιδίωμα και τη φωνή του Μαχαιρίτσα συστήθηκε το 1996 στη δισκογραφία ο Σούσης, σε εκείνο το ιστορικό άλμπουμ, το «Παυσίλυπον», στο οποίο υπέγραφε τους στίχους σε πέντε τραγούδια, τα δύο εκ των οποίων αποδείχτηκαν διαχρονικές επιτυχίες («Ο Τούρκος» κι «Ο Νότος») και ένα επίσης επιτυχία αλλά πιο «βραδύκαυστη» («Στην αγάπη είμαι Κνίτης»). Την ίδια χρονιά βέβαια είχε κυκλοφορήσει και το «Γούρι» του Νικόλα Μητσοβολέα (1947-1998) με μουσική του Στέφανου Κόκκαλη, αλλά τη δισκογραφική ώθηση αναμφισβήτητα του την έδωσε η συνεργασία με τον Μαχαιρίτσα. Στην πορεία των χρόνων ο Σούσης συνεργάστηκε βέβαια και με τον Μίνωα Μάτσα, τον Ανδρέα Κατσιγιάννη, τον Γιάννη Ζουγανέλη και πιο πρόσφατα με τον τραγουδοποιό Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλο και με σπουδαίες φωνές όπως του Γιώργου Νταλάρα, του Γιάννη Κότσιρα, της Σωτηρίας Λεονάρδου, της Ελένης Τσαλιγοπούλου, της Νατάσσας Μποφίλιου κ.ά.
Ιδιαίτερος άνθρωπος, εσωστρεφής, σχεδόν «καταγωγικά» μελαγχολικός και πικραμένος «από τα κυκλώματα της δισκογραφίας», που τα κατήγγειλε δεκάδες φορές στις συνεντεύξεις του, επισημαίνοντας ότι όποιος αρνείται την αυτοπροβολή και δεν επιδιώκει τις δημόσιες σχέσεις δεν έχει μεγάλη τύχη. Παρ’ όλα αυτά αρκετά τραγούδια του έγιναν διάσημα - κι ας μην ήξερε το ευρύ κοινό τον δημιουργό τους: Ελα ψυχούλα μου, Μάτια δίχως λογική, Τερατάκια τσέπης (απόδοση από τα ιταλικά της επιτυχίας του Μπραντουάρντι), Ετσι κι αλλιώς, Εφάπαξ, Μικρόβια, Κτήνος, Κι αν με βγάλανε Ελένη κ.ά. «[...]Μια ισχυρή προσωπικότητα που δεν έκρυβε ποτέ τις απόψεις του για τον κόσμο. Ενα ανήσυχο πνεύμα που το στυλό δεν ήθελε να αφήσει. Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς για το ιδιαίτερο μυαλό του και την ξεχωριστή προσωπικότητά του... Το ανήσυχο αυτό πνεύμα πήγε να συναντήσει επιτέλους όσους τον επηρέασαν και αγάπησε, όσους θαύμασε και είχε στην καρδιά του, φιλοσόφους, συγγραφείς, συγγενείς και φίλους», έγραψαν τα ανίψια του, Ζήνα και Ραφαήλ, σε ένα ποστ που γνωστοποιούσε τον θάνατό του.
Εβραϊκής καταγωγής, ο Σούσης είχε γεννηθεί στο Τελ Αβίβ τον Αύγουστο του 1962, αλλά από το ’63 έζησε στην Αθήνα, στο Θησείο, και σπούδασε βιβλιοθηκονομία. Και όπως έλεγε ο ίδιος: «Μεγάλωσα στην Αθήνα και έτσι δεν έχω ρίζες, σπουδαίο πλεονέκτημα στις μέρες μας. Αντίθετα από τους καταγόμενους από επαρχία υποχρεώθηκα μόνο σε υπαρξιακές, μέχρι στιγμής, μετακινήσεις, περιπλανώμενος μια ζωή στα ίδια μέρη και ερωτήματα, ποιος είμαι, από πού έρχομαι, πού πάω. Ενα μεγαλύτερο κοινό με ξέρει από τα τραγούδια μου και προτιμώ να με ξέρει έτσι. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα δημοσίευα ποτέ ποιήματα, αν δεν με έσπρωχνε ο εκδότης και φίλος Σάμης Γαβριηλίδης - δεν ήθελα περισσότερους μπελάδες και φίλους». Είχε εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Κλίνατε επ’ άπειρον», «Το γύρισμα του κύκλου» (εκδ. Γαβριηλίδης) και «Μοναχοπαίδια» (Αρμός) και είχε επιμεληθεί την αφιερωματική έκδοση «Μάνος Λοΐζος: μια μέρα ζωής» (εκδ. Ιανός). Σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στον Σπύρο Αραβανή ξεκαθάριζε: «[…]εγώ δεν είμαι επαγγελματίας στιχουργός, δεν είμαι και επαγγελματίας αντισυστημικός, δεν είμαι επαγγελματίας έντεχνος, επαγγελματίας άτεχνος, επαγγελματίας κομμουνιστής, δεν είμαι επαγγελματίας ερωτευμένος, επαγγελματίας ομοφυλόφιλος και είναι θαύμα το πώς επιζώ με τόσους εξειδικευμένους επαγγελματίες γύρω μου».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας