Με μια εξαιρετική νέα παραγωγή του βερντιανού «Φάλσταφ» (1893) εγκαινίασε το ημερολογιακό έτος 2023 η Εθνική Λυρική Σκηνή. Γραμμένο επάνω σε λιμπρέτο του έμπειρου Μπόιτο, βασισμένο κυρίως στις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνσδορ» και αλλά και στα δύο μέρη του «Ερρίκου ΙV» του Σέξπιρ, το ύστατο αριστούργημα του 80χρονου συνθέτη διαθέτει αναμφίβολα διττό χαρακτήρα: ξεκάθαρα ιταλικό χάρη στην ώριμη, πλούσια, ευφυή μουσική γραφή του και, ταυτόχρονα, έντονα αγγλικό λόγω της ανεξίτηλης σεξπιρικής υπογραφής στην πνευματώδη ελαφρότητα της υπόθεσης.
Το έργο είχε ενταχθεί στο δραματολόγιο της ΕΛΣ το 1971, στο διάσημο «ελισαβετιανό» ανέβασμα των Ευαγγελάτου/Στεφανέλλη που ξαναπαρουσιάστηκε αργότερα (1975, 1979, 1993). Για τη νέα παραγωγή ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, Γιώργος Κουμεντάκης, κάλεσε τον Ιταλό αρχιμουσικό Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι και τον Αγγλο σκηνοθέτη Στίβεν Λάνγκριτζ, σημερινό καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ του Γκλάιντμπορν και γνώριμο του αθηναϊκού κοινού από παλαιότερες, επιτυχημένες δουλειές του για την ΕΛΣ.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 26/1/2023, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις, αφενός μουσικά ως ακρόαμα, αφετέρου για το καλοκουρντισμένο σκηνικό θέαμα που απέδωσε πειστικά και αριστοτεχνικά το πολυδιάστατο στίγμα του έργου: ιταλικό και αγγλικό, θεατρικό και οπερατικό ταυτόχρονα.
Σε σύμπραξη με τη δεμένη δημιουργική του ομάδα, ο Λάνγκριτζ πρότεινε μια καθαρά βρετανική σκηνική ανάγνωση του βερντιανού «Φάλσταφ» μετατοπίζοντας τη δράση –των «πολιτικά μη ορθών» αναφορών συμπεριλαμβανομένων- από τον ελισαβετιανό 17ο αιώνα του Σέξπιρ στη συγκεκριμένων συγγενών συμφραζομένων Αγγλία της δεκαετίας του ’30.
Αναμφίβολα, αυτή η μεταφορά υπήρξε σαφέστερη και πιο αιχμηρά εστιασμένη για τους Βρετανούς· αντίθετα, για τους Ελληνες, βάση αναφοράς υπήρξε κυρίως η κάπως γενικόλογη, ρηχή εξοικείωση με τον βρετανικό Μεσοπόλεμο μέσω ταινιών του κινηματογράφου και σειρών της τηλεόρασης. Ο έμπειρος, αριστοτέχνης Γιώργος Σουγλίδης, γνώριμος κι αυτός στο κοινό της ΕΛΣ, έφτιαξε μια διαδοχή λειτουργικά ρευστών, μετρημένα καλαίσθητων σκηνικών χώρων υλοποιημένων με ευανάγνωστες αναφορές σε στερεότυπα από το περιβάλλον της πλούσιας, ταξικά υπεροπτικής αγγλικής κοινωνίας της εποχής.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα θαυμάσια κοστούμια του, ενώ το όλο θέαμα διέτρεχε μια ήρεμα κυμαινόμενη, συνεκτική χρωματική παλέτα. Στην ευστοχία του θεάματος σημαντική ήταν η συνεισφορά της θεατρικά στιλιζαρισμένης κινησιολογίας από τον Νταν Ο’Νιλ -αρθρωμένη με απολαυστικά πνευματώδεις αιχμές!- και οι φωτισμοί του Πίτερ Μάμφορντ. Η όλη «χορογραφία» σκηνικών, δράσης και κινησιολογίας συνέθεσε ένα σφριγηλά θεατρικό θέαμα που ξετυλίχθηκε πατώντας αβίαστα αλλά με θαυμαστή πιστότητα επάνω στον καμβά της μουσικής του Βέρντι: αληθινό μάθημα θεατρικής σκηνοθεσίας για την όπερα!
Μουσικά την επιτυχία της παράστασης εγγυήθηκαν η ευφυής, ακριβής, μεσογειακού ταμπεραμέντου διεύθυνση του Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι, έχοντας ως ζωντανή πρώτη ύλη την ιεραρχικά ισορροπημένη, ταιριαστά οργανωμένη, πολυμελή διανομή των μονωδών. Υπό τις οδηγίες του έμπειρου Λάνγκριτζ οι τελευταίοι –θα το υπογραμμίσω!- λειτούργησαν αριστουργηματικά ως σύνολο, δικαιώνοντας υποδειγματικά την όπερα ως θέατρο-μέσω-της-μουσικής. Επικεφαλής του όλου, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς πρόσφερε μια θαυμάσια ενσάρκωση του κοιλιόδουλου, ξεπεσμένου, λυτρωτικά αμοραλιστή ιππότη Φάλσταφ: φωνητικά μεστή και ακριβή, σκηνικά πειστική, σερβιρισμένη με απενοχοποιημένη αυταρέσκεια, αναιδή άνεση και χιούμορ!
Το μπουφόνικο ντούο των υποτακτικών του, Μπαρντόλοφο και Πιστόλα, απέδωσαν με ταιριαστά επιτηδευμένη τραχύτητα και αδεξιότητα ο βαθύφωνος Γιάννης Γιαννίσης και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας. Ως Φορντ ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος υπήρξε σκηνικά απολαυστικός και φωνητικά λαμπερός, λειτουργώντας με θαυμαστή άνεση ως αντίπαλον δέος στον Φάλσταφ· οι συναντήσεις/αναμετρήσεις των δύο χτύπησαν... κόκκινο! Τον αφελή Δόκτορα Κάιους τραγούδησε σωστά ο Νίκος Στεφάνου. Το τρίο των πανούργων γυναικών που βάζουν τον ερωτύλο Φάλσταφ στη θέση του, Αλίτσε – Μεγκ - Κουίκλι, τραγούδησαν ωραία οι Τσέλια Κοστέα, Χρυσάνθη Σπιτάδη, Αννα Αγάθωνος, συνθέτοντας, ταυτόχρονα, ένα μοναδικά ζωντανό σκηνικό θύλακα αεικίνητης δράσης! Τη δραματουργική βινιέτα του νεανικού ζευγαριού Νανέτας - Φέντον, ενσάρκωσαν πειστικά ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας και η υψίφωνος Μαριλένα Στριφτόμπολα. Η Ορχήστρα της ΕΛΣ στα καλύτερά της ακολούθησε την απαιτητική διεύθυνση του Μοράντι με ακρίβεια, πειθαρχία και δυναμό παλμό. Καλά τραγούδησαν η Χορωδία της ΕΛΣ και τα μέλη της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ.