Την όπερα «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ σε συμπαραγωγή με την Οπερα του Γκέτεμποργκ (Σουηδία) και τη Βασιλική Οπερα της Δανίας είχε προγραμματίσει να παρουσιάσει πρώτη η ΕΛΣ στο αθηναϊκό κοινό στις αρχές του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο, λόγω της πανδημίας, αυτή δόθηκε διαδικτυακά και με αντίτιμο, μέσω της διεθνώς προσβάσιμης ψηφιακής πλατφόρμας GNO TV. Η νέα παραγωγή στελεχώθηκε αποκλειστικά με Ελληνες τραγουδιστές, περιλαμβάνοντας δύο κορυφαίους διεθνείς τραγουδιστές, τον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο και τον βαθύφωνο Πέτρο Μαγουλά.
Για τη μουσική διεύθυνση μετακλήθηκε ο Αυστραλός αρχιμουσικός Ντάνιελ Σμιθ ενώ η σκηνοθεσία ήταν του Αγγλου Τζον Φούλτζεϊμς που έχει ξανασυμπράξει με την ΕΛΣ (2007-2009). Στην υλοποίηση της σύλληψής του συνεργάστηκε πολυμελής ομάδα ξένων καλλιτεχνών: ο Ντικ Μπερντ στα σκηνικά, η Ανμαρι Γουντς στα κοστούμια, η Μαξίν Μπρέιαμ στη χορογραφία, η Φαμπιάνα Πιτσόλι στους φωτισμούς και οι Ουίλ Ντιουκ και Νταν Τρέντσαρντ στον σχεδιασμό και προγραμματισμό των βιντεοπροβολών.
Σε γενική θεώρηση η εμπειρία από την κατ’ οίκον παρακολούθηση μέσω διαδικτύου υπήρξε καλή. Παρ’ ότι είναι ολοφάνερο ότι, λόγω των περιστάσεων, η ΕΛΣ βρέθηκε απότομα στα (πολύ) βαθιά, το όλο αποτιμάται μόνο θετικά, ανοίγοντας προοπτικές για το πολύ διαφορετικό μέλλον της μετά Covid εποχής.
Οι μύθοι του λιμπερτίνου πλανευτή γυναικών Ντον Τζοβάνι και του αχόρταγου για γνώση Δόκτορος Φάουστ, που συνάπτει σύμφωνο με τον Διάβολο, είναι οι μοναδικοί νεότεροι που προστέθηκαν στο βαθύ πολιτισμικό απόθεμα μύθων που παρέλαβε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Αμφότεροι έρχονται από περασμένους αιώνες, στη μακρά διάρκεια των οποίων λειτούργησαν ηθικολογικά, με οδηγό τον φόβο Θεού και παραδειγματικά τιμωρητική έκβαση.
Επίσης –όχι τυχαία– αμφότεροι ανανοηματοδοτήθηκαν στα χρόνια του Διαφωτισμού μετατοπίζοντας την έμφαση στην «επαναστατική» ανάγνωση της συμπεριφοράς των δύο χαρακτήρων, οι οποίοι, υπερβαίνοντας με αμοραλίστικη γενναιότητα τον φόβο του Θεού, διεκδικούν την πλήρη χειραφέτησή τους, ανοίγοντας τον δρόμο προς τη νεωτερικότητα.
Η μετενσάρκωσή τους στην όπερα του 18ου και 19ου αιώνα κατακύρωσε τη νέα τους ανάγνωση, επανεγγράφοντάς τους ως πολύτιμη υπόμνηση ηθικής/ιδεολογικής καταβολής στον πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ το γεγονός ότι οι όπερες αυτές ουδέποτε έπαψαν να παίζονται φανερώνει την απαράγραπτη ισχύ του μηνύματός τους και την αντοχή τους σε νέες αναγνώσεις.
Ο Φούλτζεϊμς κινήθηκε στις συντεταγμένες που εδώ και αρκετές δεκαετίες έχουν αναπόδραστα(;) καταλήξει στερεοτυπικές σε κάθε σύγχρονο ανέβασμα του «Ντον Τζοβάνι», το οποίο αποπειράται να απαντήσει στο ερώτημα του τι –ή ποιος– θα ήταν σήμερα ο Ντον Τζοβάνι.
Εν προκειμένω η δράση εκτυλίχθηκε στο απρόσωπο, αγοραίο πεδίο ενός σύγχρονου ξενοδοχείου ως τόπου ανώνυμων ερωτικών συνευρέσεων, ρηχής διασκέδασης και κυνικής κοινωνικής συνάφειας, ενώ τα σύγχρονα κοστούμια διαπότισαν το θέαμα με οικείους συνειρμούς από διεφθαρμένη «μεγάλη ζωή».
Ολα τα επεισόδια και όλοι (σχεδόν) οι χαρακτήρες της όπερας των Μότσαρτ/Ντα Πόντε μεταγράφηκαν ευφυώς και αβίαστα στο σύγχρονο αυτό περιβάλλον εκτός από το «μεταφυσικό» φινάλε της τιμωρητικής πτώσης του πρωταγωνιστή στην Κόλαση, που πρόβαλε κάπως αμήχανο. Η σύμπτωση της παρουσίασης με το βίαιο ξέσπασμα του ελληνικού «MeToo» υποδαύλισε –έστω για όχι τους ακριβώς σωστούς λόγους– περισσότερο το ενδιαφέρον για την παραγωγή.
Μουσικά η παράσταση ήταν αξιοπρεπής, δίχως ωστόσο να ανεβάζει –πλην συγκεκριμένων στιγμών και εξαιρέσεων– τις αναμενόμενες υψηλές θερμοκρασίες σε επίπεδο μουσικοαισθητικό, σκηνικό και δραματικό. Αυτό οφείλεται κυρίως στην προφανή έλλειψη εξοικείωσης με το ύφος και την αισθητική της μουσικής του Μότσαρτ, όποια ερμηνευτική κατεύθυνση κι αν επιλέξει κανείς. Φωνητικά ξεχώρισαν ασυζητητί ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ως έκλυτος, κυνικός (παρακμασμένος) γυναικοκυνηγός και ο Πέτρος Μαγουλάς ως αρχοντικός, παλαιάς κοπής Διοικητής.
Καλές ήσαν οι συνεισφορές της έμπειρης Βασιλικής Καραγιάννη (Ντόνα Αννα) και των νεότερων Αννας Στυλιανάκη (Ντόνα Ελβίρα) και Χρύσας Μαλιαμάνη (Τσερλίνα)· ομοίως των ανδρών Γιάννη Χριστόπουλου (Ντον Οτάβιο), Τάσου Αποστόλου (Λεπορέλο) και Νίκου Κοτενίδη (Μαζέτο). Η διεύθυνση του Σμιθ υπήρξε επίσης καλή, οδήγησε με ακρίβεια την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ και υποστήριξε γενικώς καλά τους τραγουδιστές.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας