Το τρίτο μέρος του αφιερώματος στον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949) και τους συγχρόνους του παρουσίασε η ΚΟΑ υπό τον Στέφανο Τσιαλή στο Μέγαρο Μουσικής στις 10.5.2019. Αν και όχι ελκυστικό για τα ανεξέλικτα γούστα του αθηναϊκού κοινού –ένθεν η απογοητευτικά χαμηλή προσέλευση–, το πρόγραμμα περιλάμβανε έργα που πλαισίωσαν τη δημιουργία του Χαλκιδαίου δημιουργού με εύστοχες χρονικές και υφολογικές αναφορές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής μουσικής ζωής αλλά και ως κληρονομιά στους Ελληνες επιγενόμενους. Η συναυλία ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλ’ άφησε άνισες εντυπώσεις.
Ξεκίνησε με τη σύνθεση «Un Hommage» («Φόρος τιμής») του 26χρονου Ορέστη Παπαϊωάννου, παραγγελία της ΚΟΑ για τα 70χρονα του Σκαλκώτα. Η ακρόαση επιβεβαίωσε απόλυτα τις θετικές εκτιμήσεις από την πρώτη εκτέλεση έργου του Ελληνα συνθέτη (ΚΟΑ, Ηρώδειο 27/6/2016, «Εφ.Συν.», 29.07.2016): άριστα αφομοιωμένη εποπτεία του ιστορικού ρομαντικού και μεταρομαντικού ήχου, ευαισθησία στον χειρισμό των ηχοχρωμάτων, ευφυές πλάσιμο του ορχηστρικού ήχου, οικονομία μεγεθών (δυναμικές, διάρκεια κ.λπ.). Σίγουρα περιμένουμε περισσότερα από αυτόν μελλοντικά.
Ακολούθησε το δωδεκαφθογγικό «Κοντσέρτο για βιολί» του Αλμπαν Μπεργκ, μείζονος εκπροσώπου της λεγόμενης Β΄ Σχολής της Βιέννης, στον ευρύτερο μουσικοαισθητικό ορίζοντα της οποίας εγγράφεται μεγάλο μέρος της ώριμης σκαλκωτικής δημιουργίας. Γραμμένο το 1935 και πρωτοπαρουσιασμένο το 1936 στη Βαρκελώνη, το κοντσέρτο είναι αφιερωμένο στην πρόωρα χαμένη Μανόν Γκρόπιους (1916-1935), αξιολάτρευτη κόρη της πρώην συζύγου του Μάλερ, Αλμας, από τον δεύτερο γάμο της με τον διάσημο αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους. Ενθεν και ο τίτλος: «στη μνήμη ενός αγγέλου».
Η έμπειρη, ακμαία Κινέζα βιολίστρια Τιάνγουα Γιανγκ, που έχουμε ακούσει αρκετές φορές με την ΚΟΑ, πρόσφερε μιαν εξαιρετικής ποιότητας ανάγνωση: νηφάλια, ισορροπημένα φορτισμένη με ευγενές συναίσθημα, με ήχο ορθοτονικά αψεγάδιαστο που εκφέρονταν με ελεγχόμενα ήπιο βιμπράτο, με άριστη αντίληψη της ιδιαίτερης μουσικής δραματουργίας του συνθέτη. Αβίαστο ήταν το δέσιμο με την ορχήστρα, την εκφραστική συμμετοχή της οποίας διέπλασε ο Τσιαλής στο ίδιο μήκος κύματος: ήπια, ακριβή, με ευγενές συναίσθημα.
Μάλλον αδιάφορη ήχησε η εκτέλεση της πρώτης δωδεκάδας των «36 Ελληνικών Χορών» του Σκαλκώτα. Μακράν το να συνιστούν στενά και τυπικά εθνικοσχολικές μουσικές καταθέσεις, οι συνθέσεις αυτές, παρά τη δεσπόζουσα παρουσία ευανάγνωστων αναφορών/καταβολών, είναι μικρογραφικά συμφωνικά ποιήματα στα οποία η πρόσληψη των δημοτικών χορών από τον συνθέτη –σκοποί, ρυθμοί– εκτίθεται περασμένη μέσα από πολλαπλά φίλτρα μνήμης από πρώτο χέρι, συγκίνησης αλλά και υπέρτατης μουσικής ευρηματικότητας. Συνεπώς η ερμηνεία τους, πολύ περισσότερο από μια εκ του ασφαλούς ακριβή και σωστή απόδωση των μουσικών μεγεθών, απαιτεί ανάγλυφη, ευαίσθητη απόδοση των έντονων, απότομων και συνεχών μεταπτώσεων στις διαθέσεις, των ιδιαίτερων ατμοσφαιρών. Εδώ το εθνικό DNA μετρά και, αναμφίβολα, οι Ελληνες μουσικοί της ΚΟΑ το έχουν.