Μέχρι το 2014 το ενδεχόμενο να ξεκινούσε η ΕΛΣ να παρουσιάζει όπερες του Γιάνατσεκ θα αντιμετωπιζόταν ως χονδροειδές χωρατό: οι επί δεκαετίες, πλην μοναχικών εξαιρέσεων, συντηρητικές επιλογές των καλλιτεχνικών διευθυντών του θεσμού, ο πεισματικά ανεξέλικτων γούστων κύκλος των εγχώριων οπερόφιλων και βεβαίως οι τροπές της πολιτιστικής μας ζωής στη μεταπολίτευση λειτούργησαν απαγορευτικά αποτρέποντας ουσιαστικά ανοίγματα και εκσυγχρονισμό του ρεπερτορίου.
Ομως τα πράγματα αλλάζουν: αρχής γενομένης με την «Πονηρή αλεπουδίτσα» (2014/15), ακολούθησε πέρσι η θαυμάσια «Υπόθεση Μακρόπουλου» (2017/18) και –επιτέλους!– φέτος η «Γενούφα». Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο ούτε για τα σύνολα της ΕΛΣ -ορχήστρα, χορωδία- ανεξοικείωτα καθώς είναι με τον μοντερνισμό, ούτε για τους Ελληνες τραγουδιστές, ούτε και για τον μέσο Ελληνα οπερόφιλο που επί δεκαετίες έχει εθιστεί στην τεμπέλικη μονοδίαιτα ενός ασφυκτικά συρρικνούμενου βασικού ρεπερτορίου…
Βεβαίως τόσο ο Γιάνατσεκ όσον και πλείστοι άλλοι συνθέτες όπερας του 20ού αιώνα, που εδώ αντιμετωπίζονται ακόμη εχθρικά ως «μοντέρνοι», αποτελούν προ πολλού μέρος του βασικού ρεπερτορίου όλων των λυρικών θεάτρων. Συνεπώς πιστώνει κανείς στην παρούσα καλλιτεχνική διεύθυνση τη γενναιότητα ενός ριψοκίνδυνου, πλην ιστορικά απαραίτητου βήματος. Οπως φανέρωσαν η κατάμεστη αίθουσα και ο ενθουσιασμός του κοινού, το στοίχημα κερδήθηκε στο ακέραιο.
Παραγωγή διεθνών προδιαγραφών
Η «Γενούφα» παρουσιάστηκε στα τσεχικά, στην αποκατεστημένη αυθεντική μορφή της. Τη θετικότατη οικονομία των εντυπώσεων της παράστασης όρισε η άριστη ισορροπία θεάματος και ακροάματος. Σε απόλυτη σύμπνοια η διεθνώς διάσημη Γερμανίδα σκηνοθέτρια, Νίκολα Ράαμπ, ο γνώριμος στην ΕΛΣ Κύπριος σκηνογράφος Γιώργος Σουγλίδης και ο έμπειρος Γάλλος φωτιστής Νταβίντ Ντεμπρινέ πρότειναν μια αφηγηματική ροή φορτισμένων σκηνικών εικόνων ευανάγνωστης δραματουργίας και υψηλής αισθητικής, επεξεργασμένων με αυστηρή μινιμαλιστική λογική.
Στο άρτιο αποτέλεσμα συνεισέφερε εύγλωττα η στιλιζαρισμένη κινησιολογία του Φώτη Νικολάου. Οι τέσσερις συνέθεσαν μια ασπρόμαυρη παράσταση οδυνηρών αντιθέσεων κρατώντας τα ελάχιστα απαραίτητα πραγματολογικά στοιχεία υποδήλωσης τόπου και χρόνου: ένα σχηματικό σπίτι με δίρριχτη στέγη, μαύρο, γυαλιστερό δάπεδο, λιτά έπιπλα, γενικόλογα υποδηλωτικά κοστούμια εποχής. Περιβαλλόμενα από ένα σκοτεινό δάσος, όλα αυτά υπέβαλαν εύστοχα το ασφυκτικά ελεγκτικό πλαίσιο κανόνων που διέπουν τη ζωή στις προνεωτερικές αγροτικές κοινωνίες, όπου τόσο εύκολα μπορεί να συνθλιβούν οι προοπτικές ευτυχίας των γυναικών...
Σε αυτό το σκυθρωπό τοπίο μόνη, καίρια τονισμένη εξαίρεση υπήρξε η πανηγυρική έκρηξη των χρωματιστών μοραβικών παραδοσιακών φορεσιών της χορωδίας που εισβάλλουν εικαστικά στη μοναδική στιγμή/ενδεχόμενο ευτυχίας, όταν ο άστατος μεθυσμένος Στέβα εμφανίζεται να αναγγείλει ότι γλίτωσε από τη στρατολογία και η ερωτευμένη Γενούφα αγαλλιά. Εξοχα, με ταιριαστά άκαμπτο στιλιζάρισμα, σκηνοθετήθηκαν οι αρχαϊκά τελετουργικές στιγμές όπου η χορωδία τραγουδά παραδοσιακά τραγούδια.
Το πολύ καλό ακρόαμα στηρίχτηκε άριστα από το κουαρτέτο των βασικών τραγουδιστών. Αξιες, ακμαίες υψίφωνοι, η Νοτιοαφρικανή Σάρα-Τζέιν Μπράντον και η Γερμανίδα Ζαμπίνε Χογκρέφε (περσινή Ηλέκτρα της ΕΛΣ) ενσάρκωσαν με σωστές φωνητικές και υποκριτικές ισορροπίες ένα ιδανικό πρωταγωνιστικό δίδυμο: ως Γενούφα με λυρική, νεανική, φωτεινή φωνή η πρώτη, ως Νεωκόρισσα με μεστή, οξεία, δραματική φωνή η δεύτερη.
Δίχως καμία δυσκολία ή φανερή κόπωση, οι δυο τους έφεραν την παράσταση στους ώμους τους με αφειδώλευτο δόσιμο, χαρίζοντάς μας συγκλονιστικές στιγμές υψηλής συγκίνησης. Ας προσθέσουμε εδώ ότι η Ράαμπ εμπνεύστηκε -και η Χογκρέφε απέδωσε- τη Νεωκόρισσα εύστοχα πιο ανθρώπινη και όχι ως τυραννική μέγαιρα.
Ισοδύναμα απέναντί τους στάθηκαν οι δύο άντρες συμπρωταγωνιστές τενόροι, ο στεντόρειος Ολλανδός Φρανκ βαν Ακεν και ο λυρικός Δημήτρης Πακσόγλου, που ενσάρκωσαν άριστα τους αντίπαλους, όμοια άξεστους αδελφούς Λάτσα και Στέβα. Καλοί ήταν γενικώς όλοι οι δευτερεύοντες ρόλοι: Ινές Ζήκου (Μπούριγια), Γιάννης Γιαννίσης (Επιστάτης), Δημήτρης Κασιούμης (Δήμαρχος), Μαργαρίτα Συγγενιώτου (Σύζυγος δημάρχου), Αρτεμις Μπόγρη (Κάρολκα) κ.ο.κ.
Αντιμέτωπος με μια αιχμηρή, λιτή, γεμάτη εντάσεις αλλά και συνεχή υπόγειο μελωδικό παλμό παρτιτούρα μιας στεγανά ιδιόφωνης πρωτομοντερνιστικής γραφής πολύ ταιριαστής στην ιδιοσυγκρασία του, ο Λουκάς Καρυτινός διέπλασε μια πολύ καλή, αθλητική ανάγνωση, αντλώντας από την Ορχήστρα της ΕΛΣ μια ποιοτική ανταπόκριση πέραν πάσης προσδοκίας˙ για την εξειδικευμένα στενή -πιο ευαίσθητη, πιο γωνιώδους φραστικής- προσέγγιση της μουσικής του Γιάνατσεκ ασφαλώς χρειάζονται περισσότερες ώρες πτήσης. Ομοίως καλή -συντονισμένη, ακριβής, σκηνικά κινητική- υπήρξε η συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΛΣ στις κομβικές σκηνές.
Μια παράσταση που αξίζει να επανέλθει στους προγραμματισμούς της ΕΛΣ!
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας