Αραγε «θα ξαναγίνουμε μια μέρα ευτυχισμένοι, ή το Αουσβιτς, έχοντας κερδίσει το παιχνίδι, θα ζει μέσα μας μέχρι τον θάνατό μας;» αναρωτιέται ο Ρούντολφ Βέρμπα. Το σύνθετο σύμπλεγμα ανεξιλέωτης ενοχής, ντροπής της ανάμνησης και διάψευσης των προσδοκιών, μ’ άλλα λόγια η «ασθένεια των εκτοπισμένων», σημάδεψε με σωματική καθίζηση και ψυχολογική οδύνη όσους επέστρεψαν από τη μαύρη τρύπα των στρατοπέδων.
Ο Μπάρτφους είναι ένας απ’ αυτούς. Αθάνατος. Στον πόλεμο βρέθηκε σε ένα από κείνα τα «διαβόητα» στρατόπεδα απ’ όπου «μικροί απόηχοι» έχουν έρθει. Επέζησε! Θρύλος ανάμεσα στους επιζήσαντες. Ο ίδιος δεν λέει κουβέντα!
Τώρα, στα πενήντα του, ζει στη Γιάφα. Με μια «παλιά κούραση να σέρνεται μόνιμα στη ραχοκοκαλιά του», με μια «αόριστη κατήφεια» στο πρόσωπό του και με τις λέξεις να πνίγονται μέσα του, επαναλαμβάνει μηχανικά τις καθημερινές δοσοληψίες του πριν αφεθεί στις περιπλανήσεις του.
Σπίτι επιστρέφει μόνο για να κλειδωθεί στο ασκητικό του δωμάτιο, πολιορκούμενος από την οικογένειά του που επιβουλεύεται τον καλά κρυμμένο θησαυρό του: ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο χρυσό, δολάρια και τις τρεις οικογενειακές φωτογραφίες.
Για τις κόρες του, την παντρεμένη Πώλα και τη νοητικά καθυστερημένη Μπριζίτ, έγινε γρήγορα «Αυτός». Με τη γυναίκα του, που γνώρισε στην Ιταλία, τον χωρίζει αδιαπέραστο τείχος. Αυτός δεν θα της συγχωρέσει ποτέ ότι υπέστη βιασμούς για να επιβιώσει («Η ζωή δεν είναι το παν, έχει και ένα όριο η ταπείνωση!» επαναλαμβάνει), αυτή ότι εκείνος αποπειράθηκε να τους εγκαταλείψει. Χάος τον χωρίζει και από τον «συρφετό των ανθρώπων». Αποσυρμένος στα βάθη του εαυτού του, αδιάφορος και αποξενωμένος, έμαθε να πνίγει τα συναισθήματά του.
Μια ασθένεια διαταράσσει την αυστηρή καθημερινότητά του και στο νοσοκομείο κατακλύζεται από μνήμες για τα «ωραία χρόνια» μετά την απελευθέρωση όταν ζούσε έντονα ως λαθρέμπορος (ή τους μήνες που κρυβόταν στο δάσος), καιρό πριν καταλάβει ότι κάτι «μιαρό» υπάρχει στη νέα του ζωή. Στο «σταυροδρόμι» της Ιταλίας, αν και «Κανένας δεν ήξερε τι να κάνει με τη ζωή του που διασώθηκε», όλα ήταν ακόμα πιθανά…
Η ανάρρωση του Αθάνατου («Είμαι πάλι ζωντανός») πυροδοτεί νέες συναντήσεις με παλιούς φίλους. Ολοι τους επιζήσαντες. Ο Ντορφ μοιάζει με φάντασμα, η γλυκιά Τερέζα με την οποία, εικοσάχρονοι, διάβασαν λογοτεχνία στον δρόμο για το στρατόπεδο δεν τον αναγνωρίζει, ενώ η άρνηση του Σμούγκλερ να μιλήσει εξοργίζει τον Μπάρτφους και τον οδηγεί στη χειροδικία.
Η βεβαιότητά του ότι «οι άνθρωποι που πέρασαν μέσα από τη Σοά θα έπρεπε να είναι γενναιόδωροι» σκοντάφτει διαδοχικά σε δύσκολα ερωτήματα: «Σάμπως ο πόλεμος μας έκανε καλύτερους ανθρώπους;», «Αραγε η τρομερή εμπειρία μας άλλαξε καθόλου;».
Η φασματική Γιάφα, που κατοικείται από «καταβυθισμένες στον εαυτό τους» ταλαίπωρες υπάρξεις, χωρίς πυγμή για ζωή, δεν είναι φυσικά η Γη της Επαγγελίας. Οι εποχές αλλάζουν, όμως τα πάντα μοιάζουν ακινητοποιημένα σ’ ένα αιώνιο παρόν (αυτό τονίζει η συνεχής χρήση του «τώρα» και όχι μόνο την αντίστιξη με το παρελθόν). Το σκοτάδι εναλλάσσεται με το φως μέχρι που πηχτό σκεπάζει την πόλη, και ο Μπάρτφους, ακόμα μια ζοφερή σκιά αυτού του θλιβερού μετα-ολοκαυτωματικού τόπου, συνεχίζει να περιπλανιέται.
Κάθε βήμα του προς την ανθρωπινότητα (ακτιβιστική δραστηριοποίηση στο γενικό καλό, άτσαλη προσέγγιση της κόρης του, αμήχανη συγγνώμη στον Σμούγκλερ, βίαιη γενναιοδωρία προς τη μικρόνοη Μαριάν) στέφεται με αποτυχία. Ο κόσμος για όσους επέστρεψαν είναι σκληρός. «Κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί μετά άνετα» δεν έγραφε ο Αμερί;
Σοφά αρχιτεκτονημένο μυθιστόρημα, γραμμένο με την ιδιοσυγκρασιακή εσωτερική εκφραστική του Ααρον Απελφελντ (1932-2018). Η ποιητική αφήγηση –στα όρια της αλληγορίας– και η εφιαλτική σκηνοθεσία, συντονισμένες απόλυτα με την άγρυπνη συνείδηση του εξουθενωμένου Μπάρτφους, παλεύουν με το γνωστό ερώτημα: πώς αναπαριστάται το άρρητο;
Ο Απελφελντ, εκτοπισμένος και ξεριζωμένος ο ίδιος, ανήκει σ’ αυτούς (από τον Αντόρνο ώς τον Στάινερ) που δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ την αναπαραστατική δύναμη των λέξεων [βλ. το αυτοβιογραφικό Ιστορία μιας ζωής (Εστία, 2007)]. Εχοντας γνωρίσει «τη γλώσσα της σιωπής» στο ίδιο του το σώμα, έγραψε μόνο για το πριν το Ολοκαύτωμα [Μπάντεχάιμ 1939 (Εστία 2008)] και για το μετά.
Γι’ αυτό και σε τούτη τη σκληρή ιστορία εβραϊκής θλίψης, που πρωτοκυκλοφόρησε μαζί με τις περιπέτειες της μικρής Τσίλι [Τσίλι: Ζωή στη σκιά του θανάτου (Καπόν, 2018)], δεν θα μάθουμε κάτι περισσότερο για τα στρατόπεδα. Γι’ αυτό και απουσιάζει εμφατικά η Ιστορία, κι ας είμαστε πια στο 1970. Το μόνο γεγονός της ζωής του Μπάρτφους και των ομοίων του είναι η Σοά. «Κατάπιαν το Ολοκαύτωμα», επέζησαν και συνέχισαν να περπατούν. Αλλά δεν ήξεραν να ζουν.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας