Το «Φθινόπωρο» είναι το πρώτο της σειράς «Κουαρτέτο των εποχών», όπου, για άλλη μια φορά, η Σκοτσέζα συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα που κυριαρχεί σε όλα της τα βιβλία: ο βιωμένος χρόνος και ο τρόπος που τον εξιστορούμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους. Οι μυθιστοριογράφοι είθισται να επινοούν χαρακτήρες και μέσα από μια γραμμική ή μη αφήγηση να αποδίδουν τις μεταβολές που έχουν υποστεί οι ίδιοι αλλά και ο κόσμος γύρω τους.
Εδώ ωστόσο, ο χρόνος δεν είναι απλώς ένα αφηγηματικό μέσον αλλά και πρωταγωνιστής. Η Αλι Σμιθ, στήνοντας μια ιστορία για τον χρόνο, μέσα από το ύφος, τη γλώσσα και τον ρυθμό της αφήγησης -ο οποίος συνεχώς επιταχύνεται-, απεικονίζει τον τρόπο που ο σύγχρονος άνθρωπος τον «καταβροχθίζει» και οι στιγμές και τα χρόνια καταλήγουν να συντήκονται, να συνυπάρχουν ή ακόμα και να χάνονται.
Η Σμιθ, που σε κάθε μυθιστόρημά της πειραματίζεται τόσο με τη γλώσσα όσο και με τη δομή και τη φόρμα, εδώ επιλέγει να αφηγηθεί «σκόρπιες στιγμές στον χρόνο» της σχέσης μιας νεαρής κοπέλας, της Ελίσαμπεθ, με τον αιωνόβιο ηλικιωμένο γείτονά της -στιγμές που εκτείνονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής της-, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στη χώρα της, στο χωριό της, στον εαυτό της και στη συνείδηση των ανθρώπων, αλλά και στην τέχνη. Μέσα από αυτές τις συναντήσεις σχολιάζει και τα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή, τη μετανάστευση, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την τρομολαγνεία, την τεχνολογική ηγεμονία, αλλά και το Brexit, καθώς το «Φθινόπωρο», όπως ειπώθηκε, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε αμέσως μετά το δημοψήφισμα.
Το «Φθινόπωρο» αρχίζει εισάγοντάς μας σε μια άχρονη ονειρική επικράτεια, όπου ο υπέργηρος Ντάνιελ Γκλουκ ονειρεύεται πως είναι νέος ξανά ή νεκρός και ως άλλος ναυαγός ξεβράζεται σε μια ακτή: «Πρέπει να είναι νεκρός, είναι σίγουρα νεκρός, γιατί το σώμα του δείχνει διαφορετικό σε σχέση με την τελευταία φορά που το κοίταξε… Του φαίνεται γνώριμο, πολύ παρόμοιο με το δικό του σώμα, την εποχή που ήταν ακμαίο…».
Αυτή η ονειρική περιδιάβαση δεν κρατάει πολύ και σύντομα επιστρέφει στην πραγματικότητα σε ένα κρεβάτι οίκου ευγηρίας, ενώ δίπλα του μια κοπέλα διαβάζει ένα βιβλίο, περιμένοντας αν τυχόν ξυπνήσει να της πει «έναν μύθο από εκείνο το γόνιμο μέρος του εγκεφάλου του».
Είναι η Ελίσαμπεθ Ντημάντ, τριάντα δύο ετών, λέκτορας σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου με σύμβαση περιστασιακής εργασίας, «ζει το όνειρό της», κατά τα λεγόμενα της μητέρας της, «αν όνειρο σημαίνει να μην έχεις εξασφαλισμένη εργασία και να σου φαίνονται σχεδόν όλα πανάκριβα». Πριν επισκεφθεί τον Ντάνιελ είχε πάει στο κοντινότερο ταχυδρομείο του χωριού για να κάνει αίτηση για διαβατήριο. Κατά τη διάρκεια της πολύωρης αναμονής άρχισε να διαβάζει το «Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Αλντους Χάξλεϊ.
«ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ» διαβάζει η Ελίσαμπεθ και όταν φτάνει η σειρά της και η αίτησή της απορρίπτεται λόγω ακατάλληλου μεγέθους της φωτογραφίας, εγκαταλείπει την προσπάθεια και πάει στον φίλο της στον οίκο ευγηρίας.
Σε μια σειρά από φλάσμπακ μαθαίνουμε το πώς η Ελίσαμπεθ και ο Ντάνιελ πρωτοσυναντήθηκαν το 1993, όταν εκείνη ήταν μόλις οκτώ χρόνων και εκείνος ένας σεβαστός και ενδιαφέρων γείτονας που συνέλεγε έργα πειραματικών ζωγράφων, όπως πίνακες της Πολίν Μπότι - ζωγράφος της ποπ αρτ της δεκαετίας του '60 που χάθηκε νέα, αυτή αλλά και πολλά από τα έργα της.
Η Μπότι είναι εμβληματική μορφή στο μυθιστόρημα, το σύμβολο του «Θαυμαστού παλιού κόσμου», όπως πολλές γυναίκες με ιδιαίτερο ταλέντο και ευφυΐα: «Αγνοήθηκαν, Χάθηκαν Επανακαλύφθηκαν χρόνια αργότερα. Αγνοήθηκαν. Χάθηκαν και την ανακάλυψαν ξανά επ’ αορίστω». Οταν η Ελίσαμπεθ επιλέγει να κάνει τη διατριβή της πάνω στο έργο της Μπότι, ο επιβλέπων καθηγητής την αποτρέπει καθώς θεωρεί πως το θέμα είναι περιορισμένου ενδιαφέροντος.
Η Σμιθ γράφει ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα για το παρόν που μας διαφεύγει και που τρέχοντας να προλάβουμε τις παρανοϊκές απαιτήσεις της εποχής, το καταχωνιάζουμε σαν τους πίνακες της Μπότι. Πολλές από τις δραματικές σκηνές αποκαλύπτουν τη σκληρότητα, την ηθική πενία, την ανοησία στην οποία είμαστε εκτεθειμένοι και έχουμε μάθει να αποστρέφουμε το πρόσωπό μας, μέχρι να συμμορφωθεί, όπως η φωτογραφία διαβατηρίου.
«Σ’ όλη τη χώρα υπήρχε θλίψη και πανηγυρισμός… Σ’ όλη τη χώρα άνθρωποι ένιωθαν πως ήταν λάθος. Σ’ όλη τη χώρα άνθρωποι ένιωθαν πως ήταν σωστό. Σ’ όλη τη χώρα, η χώρα κατακερματισμένη. Σ’ όλη τη χώρα, οι χώρες σε διάσταση. Σ’ όλη τη χώρα, η χώρα διχασμένη, ένας φράχτης εδώ, ένα τείχος εκεί, μια γραμμή χαραγμένη εδώ, μια γραμμή παραβιασμένη εκεί, μια γραμμή που δεν ξέρεις καν πως υπάρχει εδώ, μια γραμμή πέραν των δυνατοτήτων σου εκεί, μια εντελώς νέα γραμμή πυρός, γραμμή μάχης, τέρμα της γραμμής, εδώ/ και εκεί».
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας