Για τον Μόρισεϊ, η βρετανική βασιλική οικογένεια βλέπει τη φτώχεια ως ένα «πολύτιμο ζήτημα» ισάξιο με τον έρωτα και τους νόμους. Δείχνουν οι γαλαζοαίματοι την ελεημοσύνη τους στους «συνανθρώπους μας που δοκιμάζονται», καθώς λένε. Και μαζί με τους προνομιούχους κρατούντες, τα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν το αφήγημα της ελεημοσύνης και της ρομαντικοποίησης της φτώχειας.
Αρκούσε μια ματιά στα ελληνικά ενημερωτικά Μέσα και στον τρόπο που μετέδωσαν τον θάνατο του πρώην προέδρου της Ουρουγουάης, Χοσέ Μουχίκα, για να αντιληφθεί κανείς την προσέγγισή τους στο ζήτημα της φτώχειας, όσο και στο πολιτικό βιογραφικό του «Ελ Πέπε», το οποίο θάφτηκε μέσα σε ευσυγκίνητα τσιτάτα και όμοιους και απαράλλακτους τίτλους που περιλάμβαναν τη φράση «Ο φτωχότερος πρόεδρος του κόσμου». (Ο πρώην αντάρτης των Τουπαμάρος, πάντως, συνεχώς διασαφήνιζε ότι δεν είναι φτωχός, αλλά ολιγαρκής και πως δεν συνηγορούσε υπέρ της φτώχειας, αλλά υπέρ της ευθύνης στον συνάνθρωπο και στη φύση.)
«Μπορούμε να πάμε μια βόλτα,
εκεί που θα είναι ήσυχα και στεγνά
και να μιλήσουμε για πολύτιμα ζητήματα,
όπως ο έρωτας, οι νόμοι και η φτώχεια»
Αυτός ο χαρακτηρισμός, παρ’ όλα αυτά, ανοίγει, αν μη τι άλλο, το ερώτημα: Τι θεωρείται φτώχεια και πώς τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης μιλούν και περιγράφουν το ζήτημα της φτώχειας;
Αρχικά και μόνο η λέξη «φτωχός» φέρει μέσα της ένα στίγμα, καθώς χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη φτωχούς με στόχο να ορίσουν και να κατηγοριοποιήσουν ανθρώπους χωρίς ποτέ να λαμβάνουν υπόψη τη φωνή τους. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται ένα αρνητικό πρόσημο στη λέξη, ένα πρόσημο που από τη μια δαιμονοποιεί μια συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, ενώ προστατεύσει τις αξίες των μεσοαστών από οποιονδήποτε σχετικισμό που μπορεί να προκύψει από το ζήτημα της φτώχειας (μην τυχόν δηλαδή και δουν τη δική τους εικόνα να περιγράφεται στα δημοσιογραφικά λεγόμενα).
Η φράση «φτωχότερος πρόεδρος του κόσμου» που συνόδευε τον Μουχίκα μέχρι και τον θάνατο του δημιουργεί ακριβώς αυτή τη σχετικοποίηση, φέρνοντας έναν άνθρωπο που κατέχει ένα αξίωμα, άρα βρίσκεται σε μια θέση εξουσίας, να περιγράφεται ως «φτωχός». Επιπλέον, όχι μόνο σχετικοποιείται η φτώχεια, αλλά ρομαντικοποιείται, με αποτέλεσμα να αλλάζει και ο ορισμός της. Ο λιτός τρόπος ζωής, που μπορεί να είναι επιλογή του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως εισοδηματικής κατηγορίας, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως φτώχεια και να συγχέεται ή να συγκρίνεται με τη φτώχεια που συναντά κανείς στα λεγόμενα καντεγρίλ του Μοντεβιδέο (τις φαβέλες της Ουρουγουάης).
Η φτώχεια για πολλά δημοσιογραφικά Μέσα είναι ένα ζήτημα που ακολουθεί τους όρους της ανισότητας και, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση και το δόγμα του ΤΙΝΑ, η ανισότητα είναι κάτι που ανέκαθεν υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει. Αυτή η απλοϊκή και ηλίθια εξήγηση, μαζί με εικόνες καταστροφών, πεινασμένων παιδιών και πολέμων, δημιουργούν μια απεικόνιση της φτώχειας που περιορίζεται στο «ποιος έχει» και «ποιος δεν έχει». Δεν φταίει, για παράδειγμα, η αποικιοκρατία, ο καπιταλισμός (γκούχου-γκούχου) και η εκμετάλλευση που γεννούν τις ανισότητες και αυξάνουν ολοένα την παγκόσμια φτώχεια, αλλά τα ίδια τα άτομα που έτυχε να γεννηθούν σε κάποια «καταραμένη» μακρινή χώρα.
Τι όμως και αν αυτή η «καταραμένη» χώρα δεν είναι εν τέλει τόσο μακρινή, αλλά είναι η χώρα στην οποία ζεις;
Σε αυτή την περίπτωση, η συζήτηση για τη φτώχεια στην Ελλάδα είτε σχετικοποιείται είτε αποσιωπάται. Εδώ, δεν μιλάμε για φτώχεια (και βρίσκεται το 27% του πληθυσμού σε άμεσο κίνδυνο φτώχειας, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), αλλά για τα οικονομικά επιτεύγματα της χώρας, προσπαθώντας να ξεχάσουμε ότι κάποτε, το 2012, το 37% της Ελλάδας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Εδώ, η φτώχεια κρύβεται κάτω από τα ένθετα των εφημερίδων, κάτω από τα σούπερ των ειδήσεων, κρύβεται καλά στην ασημαντότητα, μην τυχόν και μνημονευθεί, και αν τυχόν την επαναφέρουμε στον δημόσιο λόγο, πάλι θα την ατομικοποιήσουμε, θα τα ρίξουμε στους πολίτες που κακόμαθαν, που ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους και θα βρούμε μια τρίτη χώρα, έναν ξένο πρόεδρο να λυπηθούμε και να θαυμάσουμε.
Ο θάνατος του Μουχίκα εύχομαι να μην επισκιάστηκε από τη φτωχολατρία που του απέδωσαν. Δεν ήταν ο φτωχότερος πρόεδρος του κόσμου, αλλά ο πρόεδρος των φτωχών, εκείνος που μείωσε τη φτώχεια και την ανισότητα, έκανε προσβάσιμη τη δημόσια υγεία και τις παροχές της στον γενικό πληθυσμό και χρησιμοποίησε τον λιτό τρόπο ζωής του, δείχνοντας τον δρόμο για μια ζωή μακριά από τον καταναλωτισμό.
Κλείνω με τον συμπατριώτη του, Εδουάρδο Γκαλεάνο, και μερικούς στίχους από το ποίημά του «Οι ασήμαντοι» (1989). Ποιος ξέρει, κάπου μπορεί να βρίσκονται εκείνος, ο Μουχίκα και ο Μάριο Μπενεντέτι, υφαίνοντας οράματα για μια καλύτερη ζωή.
«[Οι ασήμαντοι] που δεν καταγράφονται στην παγκόσμια ιστορία,
αλλά στις αστυνομικές στήλες των τοπικών εφημερίδων.
Οι ασήμαντοι,
που κοστίζουνε λιγότερο
από τη σφαίρα που τους σκοτώνει»
Εδουάρδο Γκαλεάνο, «Οι ασήμαντοι» (1989), μτφ. Μαρία Θεοφιλάκου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας