Ενας τεράστιος, ανεπανάληπτος συγγραφέας, αλλά και μία πολιτικά όλο και πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που, από τον Κάστρο και τον Σαρτρ, πήγε στον νεοφιλελευθερισμό και τον θατσερισμό, φτάνοντας τα τελευταία χρόνια να υποστηρίζει σθεναρά όλα τα ανερχόμενα ακροδεξιά, αυταρχικά κόμματα, κινήματα και ηγέτες της Λατινικής Αμερικής και της Ισπανίας. Μα ήταν το ίδιο πρόσωπο ο συγγραφέας των –μεταξύ πολλών άλλων– αριστουργηματικών «Η πόλη και τα σκυλιά» (1963), «Το πράσινο σπίτι» (1966) και το «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;» (1969) και αυτός τον οποίο η επιτροπή που του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2010 εξήρε για «τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και τις αιχμηρές εικόνες της αντίστασης, της ανταρσίας και της ήττας του ατόμου», με τον άνθρωπο που το 2021 υποστήριζε δημοσίως τον θιασώτη της δικτατορίας του Πινοσέτ, υποψήφιο πρόεδρο της Χιλής, Χοσέ Αντόνιο Καστ, και το 2022 τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία; Που το 2023 εξέφρασε δημοσίως την εκτίμησή του για την –ήδη κατηγορούμενη για διαφθορά και ακραίο αυταρχισμό– πρόεδρο του Περού Ντίνα Μπολουάρτε και την ίδια χρονιά «διαδήλωνε στη Μαδρίτη υπό τη σημαία του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, εγκρίνοντας τη συμμαχία του με το ακροδεξιό Vox ενάντια στην «προοδευτική δικτατορία» (όπως επεσήμαινε ο New Yorker); Που πιο πρόσφατα εξέφρασε την υποστήριξή του στον «ελευθεριακό» πρόεδρο της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι;
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας και νομπελίστας, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος (πρωτίστως στην ισπανική El Pais όπου έγραφε επί χρόνια) και πολιτικός Μάριο Βάργκας Λιόσα, που πέθανε προχθές, στα 89 του χρόνια, στη Λίμα, θα μπορούσε να εκπροσωπεί ένα παράδοξο εάν αυτό δεν ήταν ένα κοινό και συχνό σύμπτωμα προσωπικοτήτων που ξεκίνησαν την ιδεολογική τους διαδρομή από τη ριζοσπαστική Αριστερά για να την κλείσουν με τις πιο ακραία συντηρητικές απόψεις. Τι συνέβη ειδικά στον Λιόσα; («Λιόσα» έλεγε ο ίδιος ότι προφέρεται το επίθετό του κι έτσι το αποδίδει κι ο «Καστανιώτης», ο εκδοτικός οίκος από τον οποίο κυκλοφορεί το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στα ελληνικά.) Ευθύνεται η συνάντησή του με τον νεοφιλελευθερισμό τη δεκαετία του ’70 και η ακαριαία γοητεία που του άσκησε η πολιτική της Θάτσερ; Ή αυτό που θα σχολίαζε αργότερα ο ομοεθνής και ομότεχνός του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο, ότι δηλαδή «ο Λιόσα έζησε κάνοντας το αντίθετο από αυτό που περίμεναν από εκείνον. Αυτός είναι ο λόγος που σε εποχές όπου οι συγγραφείς δεν έχουν πλέον σημασία, ασχολούμαστε διαρκώς μαζί του»;
Οπως και να έχει, η ιδεολογική του πορεία δεν θα μας είχε απασχολήσει εάν δεν είχε απασχολήσει κατ’ αρχάς το ταλέντο εκείνου που μαζί με τον Κολομβιανό φίλο του κι επίσης νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τον Χούλιο Κορτάσαρ από την Αργεντινή υπήρξαν από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του λατινοαμερικανικού «el boom», της λατινοαμερικανικής λογοτεχνικής έκρηξης δηλαδή, των χρόνων του 1960 και του 1970.
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είχε γεννηθεί στις 28 Μαρτίου του 1936 στην πόλη Αρεκίπα του νότιου Περού. Ηταν μοναχοπαίδι και ως παιδί χωρισμένων γονιών μεγάλωσε με τη μητέρα και τους παππούδες του στην πόλη Κοτσαμπάμα της Βολιβίας. Τον πατέρα του, που εργαζόταν ως ασυρματιστής σε μια αεροπορική εταιρεία, τον γνώρισε πολύ αργότερα, στα 10 του χρόνια, μετά την επιστροφή τους στο Περού.
Με την προτροπή πάντως αυτού του αυστηρού κι αδιάλλακτου πατέρα φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία Λεόνσιο Πράδο της Λίμα (1950-1952) – μια εμπειρία κάθε άλλο παρά ευχάριστη, η οποία θα του χρησίμευε αργότερα ως πρώτη ύλη για το μυθιστόρημα «Η πόλη και τα σκυλιά», όπου περιέγραφε τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των σπουδαστών μιας στρατιωτικής σχολής στην οποία επικρατούν βάναυσες συνθήκες «αναμορφωτηρίου». Στη συνέχεια στράφηκε στα Νομικά και στη Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σαν Μάρκος της Λίμα, ενώ όσο σπούδαζε, ως μέλος της σπουδαστικής οργάνωσης του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος του Περού, στην οποία εντάχθηκε εξοργισμένος από την κοινωνική αδικία και τις ανισότητες στη Λατινική Αμερική, εντρύφησε στη μαρξιστική θεωρία. Το 1955 στα 19 του παντρεύτηκε την, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη, θεία του Χούλια Ουρκίδι με την οποία θα έμεναν μαζί έως το 1964 που πήραν διαζύγιο –ενώ θα ακολουθούσε έναν χρόνο αργότερα ο γάμος του με την πρώτη του εξαδέλφη Πατρίσια Λιόσα με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, προτού ο Λιόσα να χωρίσει και με αυτήν για να συνδεθεί με την Ισπανο-φιλιππινέζα κοσμική, πρώην σύζυγο του Χούλιο Ιγκλέσιας, Ιζαμπέλ Πράισλερ. Η σχέση του με τη Χούλια πάντως ήταν η εμπειρία που επίσης θα τροφοδοτούσε τη συγγραφική πένα του τη δεκαετία του ’70, όταν έγραψε το «Η θεία Χούλια και ο γραφιάς» (1977), μυθιστόρημα από τα πιο εμπορικά του που το 1990 διασκευάστηκε για το σινεμά («Tune in Tomorrow» ή «Και ο διάβολος έπλασε... τη θεία Τζούλια» όπως ήταν ο ελληνικός τίτλος). Ημιαυτοβιογραφικό το βιβλίο κατέγραφε κατά το ήμισυ τη σχέση του νεαρού Μάριο με τη Χούλια και τη σθεναρή αντίδραση της οικογένειάς του, ενέπλεκε όμως στην πραγματική δράση και τη μυθοπλασία των ραδιοσεναρίων του ήρωά του, παραγωγού Πέδρο Καμάτσο.
Πίσω στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1950 ο Λιόσα με υποτροφία συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης όπου κάνει διδακτορικό στη Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία στηρίζοντας τη διατριβή του στο έργο του Μάρκες –η «Ιστορία ενός δολοφόνου», που αργότερα εκδόθηκε, θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες σχετικές μελέτες– και το 1960 εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου εργάζεται ως μεταφραστής, καθηγητής Ισπανικών, δημοσιογράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τηλεπαρουσιαστής. Τότε, υπό την επιρροή του Σαρτρ και του Φόκνερ, αρχίζει να δοκιμάζει κι ο ίδιος πιο αφοσιωμένα τις λογοτεχνικές του δυνάμεις (έχει ήδη γράψει τη συλλογή διηγημάτων «Οι αρχηγοί») αποφασίζοντας τη συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος «Η πόλη και τα σκυλιά». Το βιβλίο αυτό, που εκδόθηκε το 1963, τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και προκάλεσε την οργή του τότε στρατιωτικού καθεστώτος της πατρίδας του, θεωρείται από τα σπουδαιότερα του Λιόσα αλλά και ολόκληρης της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Τρία χρόνια αργότερα, κυκλοφορεί και «Το πράσινο σπίτι» («La casa verde»), που εξελίσσεται σε δύο διαφορετικούς τόπους –την Πιούρα, μια μικρή πόλη στην έρημο της περουβιανής ακτής, και τη Σάντα Μαρία ντε Νιέβα, ένα χωριό χαμένο στην καρδιά της Αμαζονίας– με συνδετικό κρίκο το θρυλικό πορνείο «πράσινο σπίτι» της Πιούρα. Το μυθιστόρημα τιμήθηκε, δύο χρόνια αργότερα, με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Ρόμολο Γαλιέγος, και σ’ αυτό βασίστηκε και το θεατρικό του έργο «La Chunga». Και το 1969 κυκλοφορεί το σπουδαίο Conversación en La Catedral («Πότε πήραμε την κάτω βόλτα», Εξάντας) που με εύρημα μία τυχαία συνάντηση μεταξύ ενός πρώην εξεγερμένου φοιτητή και νυν δημοσιογράφου, και του μαύρου πρώην σοφέρ του πλούσιου πατέρα του πρώτου, και την τετράωρη κουβέντα τους σ’ ένα καπηλειό Κατεντράλ, διατρέχει τη νεότερη ιστορία του Περού, αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο η περουβιανή δικτατορία του 1948-56 υπό τον Μανουέλ Οντρία ήλεγχε και κατέστρεφε τις ζωές των απλών ανθρώπων.
Συνολικά ο Λιόσα έχει γράψει περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια καθώς και την αυτοβιογραφία του «Το ψάρι στο νερό» (1993). Ισως το καλύτερο μυθιστόρημα που έγραψε τον 21ο αιώνα (κατά πολλούς το αριστούργημά του), ήταν και το πρώτο-πρώτο το 2000, «Η γιορτή του τράγου», στο οποίο καταδικάζει τη στυγερή δικτατορία του Τρουχίλο, που βασάνισε τρία εκατομμύρια πολίτες της Δομινικανής Δημοκρατίας. «Στην αρχή δεν ήταν ένα τέρας. Μετατράπηκε σιγά σιγά σ’ αυτό. Ο Τρουχίλο ήταν η δομινικανική εκδοχή του “Καλιγούλα” του Αλμπέρ Καμί […] Δεν πρέπει να επιρρίπτουμε ευθύνες μόνον στους δικτάτορες. Σ’ όλες τις δικτατορίες υπάρχει συνενοχή από ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού», είχε πει ο ίδιος το 2002 σε συνέντευξή του όταν, με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου από τον «Καστανιώτη», είχε επισκεφθεί την Αθήνα. «Είναι το βιβλίο στο οποίο κατορθώνει, περισσότερο από ποτέ, να παίζει με τον χρόνο και τις οπτικές αφηγηματικές γωνίες, συνδυάζοντας ταυτόχρονα με τον πιο πετυχημένο τρόπο τα πολιτικά, ψυχολογικά, ερωτικά και ιστορικά στοιχεία της ιστορίας του», σημείωνε ο Ανταίος Χρυσοστομίδης στο βιβλίο του «Οι κεραίες της εποχής μου Ι». Οσο για το βιβλίο που έμελλε να είναι το τελευταίο του Λιόσα, είναι το «Le dedico mi silencio» (2023), μια «ερωτική επιστολή» προς την πατρίδα του, το Περού, και την ιδιαίτερη μουσική της παράδοση που με τίτλο «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου» θα κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, επίσης από τον «Καστανιώτη».
Είναι σαφές στη θεματολογία του ή σε δηλώσεις του, όπως αυτή το 1967 ότι «λογοτεχνία σημαίνει αντικομφορμισμός και επανάσταση» ή σ’ αυτή στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro «ο λόγος ύπαρξης του συγγραφέα είναι η διαμαρτυρία, η αντίρρηση, η κριτική», ότι ο Λιόσα υπήρξε αφοσιωμένος με τη γραφή του στην παράδοση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, στην καταγγελία των δικτατορικών καθεστώτων, του θρησκευτικού φανατισμού, της στρατιωτικής ηθικής της πολιτικής διαφθοράς στη Λατινική Αμερική, του σεξισμού και των φυλετικών προκαταλήψεων. Ο ίδιος όμως σε προσωπικό επίπεδο σταδιακά άλλαζε.
Η πολιτική του μεταστροφή
Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Φιντέλ Κάστρο και γι’ αυτό ταξίδεψε πέντε φορές στην Αβάνα. Από ριζοσπαστικός αριστερός, μετά την «υπόθεση Παντίγια» (ο ποιητής Χεμπέρτο Παντίγια φυλακίστηκε επειδή άσκησε κριτική στην κουβανική κυβέρνηση το 1971) διέκοψε δημοσίως τους δεσμούς του με την Κούβα και χαρακτήρισε τον Κάστρο «αριστερό δικτάτορα». Το 1974, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες διαμονής στο Παρίσι, στο Λονδίνο (όπου έζησε από κοντά και... καταγοητεύτηκε με την οικονομική πολιτική που ασκούσε η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ) και στη Βαρκελώνη, επέστρεψε στο Περού δηλώνοντας με κάθε τρόπο πλέον τον θαυμασμό του για τον νεοφιλελευθερισμό, την ελεύθερη αγορά και το μικρό κράτος. Το 1976 διέρρηξε για τις πολλές επόμενες δεκαετίες τις σχέσεις του με τον έως τότε στενό του φίλο Μάρκες: οι δυο τους διαπληκτίστηκαν μέσα σ’ ένα σινεμά κι ο Λιόσα γρονθοκόπησε τον Μάρκες. Τότε κάποιοι υποστήριξαν ότι αιτία της διαμάχης ήταν η φιλία του Κολομβιανού νομπελίστα με την τότε σύζυγο του Λιόσα, Πατρίσια, αλλά ο ίδιος ο Λιόσα είχε πει πολλά χρόνια αργότερα μιλώντας σε φοιτητές ότι αιτία του καβγά είχε αποτελέσει η διαφωνία τους για το πρόσωπο του Κάστρο.
Το 1990 ο Μάριο Βάργκας Λιόσα διεκδίκησε την προεδρία του Περού με το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Μέτωπο (FREDEMO), βασίζοντας την εκστρατεία του σε πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας και ιδιωτικοποίησης των κρατικών βιομηχανιών. Εχασε όμως από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος κυβέρνησε το Περού με ακραίο αυταρχισμό για τα επόμενα 10 χρόνια. «Το Περού θέλει να μου αφαιρέσει την υπηκοότητά μου και δεν θα ήθελα να μετατραπώ σε παρία από τη μία μέρα στην άλλη», είχε πει καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Φουτζιμόρι, το 1993, όταν ο τότε βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας τού χορήγησε ισπανική υπηκοότητα. Ο Λιόσα, ωστόσο, διατήρησε και περουβιανό διαβατήριο και συνέχισε να ταξιδεύει στη Λίμα.
Η ενασχόληση του Λιόσα με τον γραπτό λόγο (τη λογοτεχνία, το δοκίμιο και την αρθρογραφία) συνεχίστηκε αδιαλείπτως και τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο και το πλήθος των βραβείων και των διακρίσεων: πριν από το Νόμπελ του 2010, είχε τιμηθεί το 1986 με το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών, το 2000 με Θερβάντες, είχε γίνει μέλος της ισπανικής Ακαδημίας και επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων Γέιλ, Χάρβαρντ, Οξφόρδης, Σορβόνης και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Μαδρίτης. Εξίσου... σταθερά συνέχισε να συντηρητικοποιείται και να σοκάρει με δηλώσεις όπως αυτή που είχε κάνει το 2010, δηλώνοντας θιασώτης του αμερικανικού Tea Party, στα «σπλάχνα» του οποίου βρισκόταν, όπως έλεγε, «κάτι υγιές, ρεαλιστικό, δημοκρατικό και βαθιά ελευθεριακό»! Αντιστοίχως στο αποκορύφωμα του κινήματος #MeToo είχε δηλώσει ότι «σήμερα, ο φεμινισμός είναι ο πιο αφοσιωμένος εχθρός της λογοτεχνίας». Αυτά και πολλά άλλα σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη στήριξη πολιτικών, όπως ο Χοσέ Αντόνιο Καστ που (για τρίτη φορά υποψήφιος για την προεδρία της Χιλής στις επόμενες εκλογές τον Νοέμβριο του 2025) είναι δηλωμένος πολέμιος των γάμων των ομοφύλων, φανατικά ενάντιος στο δικαίωμα της άμβλωσης και απαιτεί «μηδενική ανοχή στην παράνομη μετανάστευση», έκανε αφοσιωμένους του αναγνώστες να πάρουν απόσταση από την προσωπικότητα του Λιόσα.
Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι ένα τέτοιο λογοτεχνικό μέγεθος μας κληροδοτεί πέρα από τα γραπτά του και πολλά άλλα πολύτιμα, όπως π.χ. όσα είχε πει στον Ανταίο Χρυσοστομίδη: «Είμαι απόλυτα πεισμένος ότι η λογοτεχνία έχει αντίκτυπο στη ζωή μας, στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα: αναπτύσσουμε μια περισσότερο κριτική στάση απέναντι στον κόσμο, δεν μένουμε ικανοποιημένοι από τον αληθινό κόσμο, θέλουμε να τον αλλάξουμε. Γι’ αυτό και όλοι οι δικτάτορες, αριστεροί και δεξιοί, προσπαθούν πάντα να ελέγχουν τη λογοτεχνία».
Η σχέση του με την Ελλάδα
Ο Λιόσα είχε επισκεφτεί από το 2002 και έκτοτε πολλές φορές τη χώρα μας τόσο με αφορμή ελληνικές εκδόσεις των μυθιστορημάτων του όσο και για διακοπές. Με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα είχε ασχοληθεί επισταμένα ως αρθρογράφος της El Pais πρώτα το 2012, όταν παραμονές των δεύτερων κρίσιμων βουλευτικών εκλογών στη χώρα μας έγραφε ότι «η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο μέρος» και «το σύμβολο της Ευρώπης» (αν και περιέγραφε την τελευταία ως «γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία». Και ύστερα το 2015 σε άρθρο με τον τίτλο «Χαρακίρι» (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης), κάνοντας με αφορμή το ΔΝΤ παραλληλισμούς με την πραγματικότητα σε Αργεντινή και Βενεζουέλα που έκαναν «χαρακίρι» ενώ «τώρα, είναι η σειρά της Ελλάδας […]». Εκεί ωστόσο έκανε λόγο και για άδικη δαιμονοποίηση της Γερμανίας υποστηρίζοντας: «Η Γερμανία δεν μπορεί να κατηγορείται επειδή τόσες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ναυάγησαν οικονομικά».
Αλλά είπαμε. Ηταν ένας ανυπέρβλητος συγγραφέας και προτιμάμε να τον θυμόμαστε γι’ αυτό.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας