Η Κατερίνα Ζησάκη εμφανίστηκε στα ποιητικά πράγματα με την ποιητική συλλογή «Ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο» το 2014, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο «Μισέρημος». Η ιδιομορφία του έργου της συνίσταται στο γεγονός ότι έχει δημιουργήσει έναν προσωπικό ποιητικό κόσμο με έντονα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά (κόσμο εφάμιλλο του σαχτουρικού, χωρίς όμως να διαπλέκονται αυτοί οι δύο κόσμοι υφολογικά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Σ. Κοκκινίδης) αλλά και στο ότι ενσωματώνει κώδικες και τεχνικές της ποιητικής πρωτοπορίας όχι με πειραματική στόχευση, αλλά με μια αφομοιωμένη οργανικά σύνδεση με το έργο της.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζησάκη που φέρει τον τίτλο «Χωρίς εαυτό» είναι μια σύνθεση που χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη: την «πτέρυγα τρελλών», το «9:46 ποίηση» και το «σημείο μηδέν». Στην αρχή του βιβλίου και ανάμεσα στα τρία μέρη παρεμβάλλονται στίχοι, οι οποίοι έχουν τον ρόλο προοιμίου ή στάσιμου: δεν έχουν δηλαδή μιμητικό χαρακτήρα και δεν συνδιαλέγονται απαραίτητα με τα ποιήματα που ακολουθούν:
σε υποθέτω
άρα ακούς
κρύψε με κάπου
σε ο πόνος
του να ’σαι ξένος
Στο «Χωρίς εαυτό» η Ζησάκη εγκαταλείπει το μαγματικό ύφος των προηγούμενων συλλογών, δηλαδή μια ποίηση με πεζολογικά χαρακτηριστικά, και υιοθετεί περισσότερο την τεχνική των νοηματικών χασμάτων. Μέσω της υπερβολής και της έντονης μεγαλοποίησης των αντικειμένων στις ποιητικές της εικόνες δημιουργεί μια ποιητική έντασης. Μια ποιητική που προκύπτει από μια πραγματικά μονομανή διάθεση της Ζησάκη να τοποθετεί το υποκείμενο που μιλά μέσα στα ποιήματά της σε χώρους εχθρικούς, ανοίκειους, μεταιχμιακούς, χώρους του μίσους και του αγώνα, δηλαδή μιας ποιητικής ύλης διάπυρης και εμποτισμένης με εικόνες της δαντικής κόλασης.
Πρόκειται για το πρόταγμα μιας φαντασίας του Αντι-υψηλού και την ποιητική σύλληψη ενός κόσμου γκροτέσκου, ενός κόσμου φοβερού με το περιεχόμενο που έδινε στη λέξη ο Μπαχτίν: ο κόσμος στον οποίο ζούμε μετατρέπεται στην ποίηση της Ζησάκη σ’ έναν κόσμο ξένο κι αφιλόξενο, χωρίς νόημα, όπου το συνηθισμένο και το κοινότοπο αποσπώνται από την καταπιόνα της ρουτίνας και αντιπαρατίθενται στην ανθρώπινη ύπαρξη:
κάνω μια λίστα με τ’ άγρια ζώα της περιοχής μου
φοβάμαι πώς να πάω ώς την κουζίνα
κατασπαράσσουν
μην κλαις
θα πεθάνουμε
είναι συνήθεια που αποκτά κανείς παιδί
δεν θέλω να ’σαι δυνατός μα να φοβάσαι
να πάω εγώ για να σου φέρω το νερό
να πρέπει να διασχίσω το διάδρομο
να σώσω κάποιον
Η ανάγκη της Ζησάκη για έκφραση μέσω εξπρεσιονιστικών σχημάτων και θεμάτων προσδιορίζει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη μορφή και συνεπώς την εικονοποιία, τη στίξη, τη σύνταξη κ.ο.κ. Βλέπουμε σε ορισμένα ποιήματά της μια προσπάθεια απελευθέρωσης της γλώσσας από το συντακτικό τοποθετώντας τις λέξεις με συγκεκριμένο τρόπο πάνω στο χαρτί, συρρικνώνοντας το ποίημα σε μια κάθετη μακρά γραμμή, όπου ένας στίχος μπορεί να αποτελείται από μία μόνο λέξη. Αλλού σπάει τη λέξη μ’ έναν διασκελισμό ή/και αποκόπτει ένα γράμμα από τη λέξη μ’ ένα μόλις τυπογραφικό διάστημα: φροντί / ζω τη γλώσσα / σαν άσπαρτο κήπο // σα δ άσος βαθύ
Ενας τρόπος ποιητικής γραφής για τον οποίο ο Τζον Κέιτζ υποστήριζε ότι παράγει ανοησία και σιωπή από εκείνες που είναι εξοικειωμένοι οι εραστές όταν ζουν πραγματικά μαζί. Ειρήσθω εν παρόδω, οι εραστές που βρίσκονται εντός μιας δυστοπικής κατάστασης είναι ένα μοτίβο που το συναντούμε συχνά στην ποίηση της Ζησάκη. Το γλωσσικό στοιχείο, λοιπόν, στερείται, με τον τρόπο που επιχειρεί να το χειριστεί η Ζησάκη, τη γλωσσική του λειτουργία: οι λέξεις εξαρθρώνονται, δεν έχουν τη δύναμη να επιβληθούν ως σημεία με το συμβατικό τους νόημα και αποκτούν μια αφηρημένη υπόσταση τυχαίων σημαδιών στη σελίδα.
Η έμφαση στην αυτονομία του ανεξάρτητου γράμματος αποβλέπει στην καταστροφή της νοηματοδότησης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι αρκετός για τη Ζησάκη ο κατακερματισμός του νοήματος: την ενδιαφέρει και ο χειρισμός της ποιητικής λέξης ως αντικειμένου στερημένου από κάθε αναφορά. Η παράφραση, η παραφθορά, ο παρατονισμός, η δημιουργία νέων και ακατάληπτων λέξεων, τυχαίων νεολογισμών που δεν έχουν αντικείμενο αναφοράς σύμφωνα με τα συμβατικά λεξικά έχουν εξέχουσα θέση στην ποίηση της Ζησάκη: Μυόδεντρο / σοκολάμα / περιβραδύνομαι / αναστέρπω / κατάλεξη / πρόσωπός σου / αγκπώ / παράξερη / καταφρένω / παράφθορα / δυστυχάνω / επιτρέξτε μου / μη / σος / αχ / νο / αβάσταρδο / κι ώμος αγκπώ // σκαρτά στο λεξικόναν / φτούξελευθ ευθ ευθ (από την ενότητα «πτέρυγα τρελλών», 13 απόστολοι XII).
Η ποιητική σύνθεση της Ζησάκη εμπεριέχει, επίσης, έναν αστερισμό παραθεμάτων και διακειμενικών στοιχείων. Αν και ο τίτλος «Χωρίς εαυτό» μάς προϊδεάζει για μια ελιοτική «απροσωποποίηση» της φωνής της, αυτό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης είναι, μάλλον, διαδοχικοί τρόποι εξαφάνισης του κλασικού φωνοκεντρικού λυρικού «εγώ» μέσα από την υιοθέτηση διαφορετικών φωνών, δίνοντας μια πολυφωνική διάσταση στην ποιητική σύνθεση.