Λίγο πριν πεθάνει, ο εμβληματικός Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο (1940-2015) ολοκληρώνει μια ανθολόγηση κειμένων από προηγούμενα έργα του που αναφέρονται στις γυναίκες. Η ανθολογία αυτή θα κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του, με τον τίτλο «Γυναίκες» (Πάπυρος 2015), και θα είναι οργανικά ενταγμένη στο γενικότερο σχέδιό του, όπως το έχει επανειλημμένα περιγράψει: να ξαναγράψει την ανθρώπινη Ιστορία από τη σκοπιά των αόρατων, των γυναικών, των μαύρων, των Ινδιάνων, των κάθε λογής διαφορετικών και καταπιεσμένων. Οντας πεπεισμένος ότι «η Ιστορία ποτέ δεν τελειώνει.
Κάποιες ιστορίες μέσα στην Ιστορία δεν έχουν καλό τέλος. Αλλά η Ιστορία δεν τελειώνει. Είναι μια πεισματάρα κυρία και συνεχίζει τον δρόμο της, άλλοτε κλαίγοντας κι άλλοτε γελώντας. Αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Οταν οι ιστορίες μάς αποχαιρετούν, η Ιστορία στην πραγματικότητα λέει: Καλή αντάμωση. Θα τα ξαναπούμε. Σύντομα. Ετσι λοιπόν, είναι σαν ένα υπόγειο ποτάμι, που συνέχισε να κυλά και σήμερα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια με πολύ μεγάλη δύναμη, την οποία αντλεί από τον λαό, από τα κάτω». Και ότι όλα γίνονται από τα κάτω, καθώς, όπως του έλεγε ένας φίλος του μηχανικός, «το μόνο πράγμα που μπορείς να φτιάξεις από τα πάνω προς τα κάτω είναι τρύπες» (συνέντευξη στους Χουάν Γκονσάλες και Εϊμι Γκούντμαν, 2009, https://www.democracynow.org/2009/5/28/eduardo).
Στις σύντομες ιστορίες του, που αποτελούν σήμα κατατεθέν της ποιητικής του από ένα χρονικό σημείο και εξής και αντιπαλεύουν, όπως λέει, τον πληθωρισμό των λέξεων, τις τόσες πολλές λέξεις που δεν λένε τίποτα, ο Γκαλεάνο ανασύρει από τη λήθη πρόσωπα, πράξεις, λόγια αλλά και βάσανα γυναικών ανά τους αιώνες, που οι θεσμοί της εξουσίας εξάλειψαν συχνά από τη δημόσια μνήμη, αλλά όχι ευτυχώς και από τη συλλογική.
Παρουσιάζει την κατασκευή της πατριαρχίας, μέσα από τον λόγο και τα κείμενα που διαμορφώνουν τα στερεότυπα και τις πρακτικές, ως μιας από τις πολλές μορφές της βίας που ασκείται, προβαλλόμενη ως αυτονόητη, στην Ιστορία. Μιλάει για γυναίκες λιγότερο ή περισσότερο γνωστές που πάλεψαν και τα κατάφεραν, που πήραν τη ζωή στα χέρια τους κι ακολούθησαν τα όνειρά τους, πληρώνοντας με την ελευθερία, τη ζωή και την εξάλειψη της ανάμνησής τους το τίμημα της ανυπακοής τους στον κοινωνικό κανόνα και στη βία της εξουσίας, πότε μονάχες, πότε μαζί με τους επίσης εξεγερμένους συντρόφους τους. Και για τις άλλες επίσης, που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν, να φωνάξουν και να πράξουν και πέθαναν, όχι μία φορά, αλλά πολλές.
Μια πολύ γνωστή, εξαιρετική τριλογία του Γκαλεάνο φέρει τον τίτλο «Μνήμη της φωτιάς» (Πάπυρος 2009, 2011 και 2012). Διαβάζοντας τις «Γυναίκες» του σκέφτεται κανείς ότι αυτό το έργο, που αφηγείται ιστορίες γυναικών για να υμνήσει τη γυναίκα, θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται «Μνήμη γυναικών», όχι με την έννοια του μνημόσυνου, αλλά ενός προσκλητηρίου για τη διαφύλαξη της ζώσας μνήμης της καταπίεσης, της ακύρωσης, αλλά και της εξέγερσης των γυναικών, για την ώρα και έως την ώρα που το ποτάμι της Ιστορίας θα εμφανιστεί ξανά φουσκωμένο, παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του.
Στις ιστορίες του για την έμφυλη βία, όπως συνυφαίνεται με τις άλλες μορφές της βίας, όπως η ταξική και η φυλετική, ο Γκαλεάνο υπογραμμίζει συστηματικά την αναγκαιότητα της διαφύλαξης της μνήμης μέσω της αφήγησης. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στη συλλογή του πρώτη τίθεται η ιστορία της Σεχραζάντ, μια ιστορία για τη γέννηση της αφήγησης, η οποία κλείνει με τη διαπίστωση ότι «η τέχνη της αφήγησης γεννήθηκε από τον φόβο του θανάτου».
Ο Γάλλος συγγραφέας Εντουάρ Λουί, ο οποίος ανανέωσε την αυτοβιογραφική αφήγηση μπολιάζοντάς τη με τη θεωρία, εξιστορώντας τη μεταμόρφωση της διπλά καταπιεσμένης, από την ταξική και την αντρική κυριαρχία, μητέρας του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», Αντίποδες 2021), αναρωτιέται επίσης: «Μια αλλαγή είναι άραγε αλλαγή μέσα στο πλαίσιο της ταξικής βίας;» (101). Αφήνοντας το ερώτημα ανοιχτό, κλείνει το βιβλίο του κι αυτός με τη δύναμη της αφήγησης, σε ένα διαφορετικό επίπεδο: «Θα μου άρεσε η αφήγηση που μιλάει γι’ αυτήν να γίνει, κατά κάποιο τρόπο, ένα μέρος όπου θα μπορεί να καταφεύγει» (103).
Η μνήμη ως αφήγηση λοιπόν, η αφήγηση ως μνήμη, ως ασφαλής χώρος και καταφύγιο, αλλά και ως εργαλείο συνειδητοποίησης και προετοιμασίας της κατά Μαρξ πράξης της αλλαγής του κόσμου και του εαυτού, στην οποία όμνυε η Αντζελα Ντέιβις. Σε μια πολύπλοκη εποχή, όπου η βία ενάντια στη διαφορετικότητα εντείνεται, η βία ενάντια στις γυναίκες ειδικότερα παροξύνεται, όπου πολλές κερδισμένες με αίμα κατακτήσεις τίθενται εν αμφιβόλω σε Ανατολή και Δύση και λόγοι στρεβλοί αρθρώνονται και κυριαρχούν καθημερινά.
Από τη μια τα ριάλιτι και η εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας, με την εσωτερίκευση από τις γυναίκες του πραγμοποιητικού ανδρικού βλέμματος, «η κουλτούρα του ξέκωλου» όπως την ονομάζει η Αριάν Λεβί («Θηλυκές φαλλοκράτισσες», Κουκκίδα 2011), προτείνονται ως «(μετα)φεμινιστικές» ιδέες και πρακτικές. Από την άλλη, ακροδεξιές, δήθεν φεμινιστικές ομάδες, όπως η γαλλική «Νέμεσις» (https://collectif-nemesis.com), ιδιοποιούνται εντέχνως τις έννοιες του φεμινισμού και τις ανασημασιοδοτούν για να εξυπηρετήσουν αντιδιαμετρικά αντίθετους προς κάθε χειραφετική προοπτική σκοπούς.
Αυτές οι «ταυτοτικές, αντικομφορμίστριες φεμινίστριες», όπως αυτοπροσδιορίζονται, επικαλούνται μάλιστα την Ολυμπία ντε Γκουζ –και τρίζουν τα κόκαλά της– για να στηρίξουν τον λόγο και τη δράση τους, που εστιάζουν στην υπεράσπιση της λευκής Ευρωπαίας γυναίκας από τους βιαστές μετανάστες· τον ανένδοτο αγώνα τους προκειμένου να μη χαθεί «η λευκή, άρια γυναικεία ομορφιά από τον κόσμο», όπως σαφέστατα το διατυπώνουν οι Αμερικανοί ναζιστές σε μια εκδοχή των περίφημων «14 λέξεών» τους.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου πρέπει να αρθρώσουμε καίριο, σύγχρονο λόγο, να πάρουμε πίσω τις έννοιες και τις λέξεις που μας κλέβει μια γενικευμένη συντηρητική επίθεση, να διαφυλάξουμε τη μνήμη των χειραφετικών αγώνων. Για να μπορέσουμε να υπονομεύσουμε αποτελεσματικά και να ακυρώσουμε την αντιφεμινιστική, ακροδεξιά ρητορική που ενδύεται φεμινιστικό μανδύα, τους μύθους της αποπολιτικοποιημένης –δήθεν– οπτικής, τη διάλυση της συλλογικότητας που πάει μαζί με τη γενικευμένη διάλυση του νοήματος. Για να αντιπαλέψουμε την έξαρση της βίας απέναντι στις γυναίκες και σε όλους τους διαφορετικούς κι αόρατους της Ιστορίας.
Ο Γκαλεάνο υπογραμμίζει πόσο «ο ρατσισμός και η φαλλοκρατία πίνουν από την ίδια πηγή και ξερνούν τις ίδιες λέξεις» (170). Και η ιστορία του για την Λουίζ Μισέλ στην εξορία τα λέει με δυο λόγια όλα: «Θέλω να μάθω όλα όσα ξέρουν, τους εξήγησε. Οι εκτοπισμένοι σύντροφοι την προειδοποίησαν ότι το μόνο που ήξεραν εκείνοι οι άγριοι ήταν να τρώνε ανθρώπινη σάρκα: Δεν θα βγεις ζωντανή. Ομως η Λουίζ Μισέλ έμαθε τη γλώσσα των αυτοχθόνων της Νέας Καληδονίας, χώθηκε μέσα στη ζούγκλα και βγήκε ζωντανή. Της εξιστόρησαν τα βάσανά τους και τη ρώτησαν γιατί την είχαν στείλει εκεί: Σκότωσες τον άντρα σου; Εκείνη τους αφηγήθηκε τα γεγονότα της Κομούνας. Α, είσαι μια ηττημένη όπως κι εμείς, της είπαν» (20).
Για να δώσουμε αυτή τη μάχη, ας κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή. Ας επιστρέφουμε στις ιστορίες και στον λόγο των γυναικών που προσπάθησαν να αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, σε όσες συναντούμε στο ανθολόγιο του Γκαλεάνο και στις άλλες που, αναπόφευκτα, λείπουν. Στη Λουίζ Μισέλ που κλείνει το κείμενό της για τα «Δικαιώματα των γυναικών» λέγοντας: «Πέρα απ’ τη βασανισμένη εποχή, θα έρθει η ώρα που άντρες και γυναίκες θα προχωρούν μαζί στη ζωή σαν καλοί σύντροφοι και δεν θα υπάρχει καμιά διαμάχη για το ποιο φύλο υπερέχει του άλλου ούτε για το ποια φυλή είναι η πιο σπουδαία» («Γυναίκες της Αναρχίας», Πανοπτικόν 2016, 31)· στη συνδικαλίστρια Μαίρη Μάδερ Τζόουνς και στην ανυπότακτη Εμα Γκόλντμαν που κείμενά τους διαβάζουμε στην ίδια συλλογή· στη Ρόζα Λούξεμπουργκ που «ήθελε έναν κόσμο όπου η δικαιοσύνη να μη θυσιάζεται στο όνομα της ελευθερίας, ούτε η ελευθερία στο όνομα της δικαιοσύνης» («Γυναίκες», 64) και στην Αλεξάντρα Κολοντάι, «τη μοναδική γυναίκα με υπουργικό αξίωμα στην κυβέρνηση του Λένιν» («Γυναίκες», 77)· στις ένοπλες γυναίκες ενάντια στον φασισμό στην Ευρώπη, που η Ινγκριντ Στρομπλ μάς θυμίζει τις ιστορίες τους, με την ελληνική έκδοση να είναι μια σύνοψη του έργου της, στην οποία προστίθεται το ελληνικό παράδειγμα («Αντάρτισσες», Δαίμων του τυπογραφείου 2011)· στις γυναίκες του ’21, έξω από τις ελάχιστες που αναφέρονται συστηματικά (Ξηραδάκη, «Γυναίκες του ’21», Κουκκίδα 2021)· στις Κούρδισσες «μητέρες, συντρόφισσες, θεές» (Τσαγλαγιάν, «Γυναίκες στο κουρδικό κίνημα», red marks 2021)· στις Κουβανές επαναστάτριες (Εσπίν, Νντε λος Σάντος, Φερέρ, «Γυναίκες στην Κούβα», Διεθνές Βήμα 2015).
Ας διαβάσουμε παραμύθια για Γυναίκες έξυπνες και θαρρετές, που δεν αναπαράγουν τα κλασικά στερεότυπα αλλά ανοίγουν δρόμους για την υπέρβασή τους (Βλαχάκη, Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών 2016)· και παλιές ιστορίες όπως αυτές που διαφυλάσσει η Κλαρίσα Πίνκολα Εστές, αναζητώντας την αδάμαστη, άγρια γυναίκα που συγγενεύει ψυχικά με τους λύκους («Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους», Κέλευθος 2020). Ας φωτίζουν αυτές οι ιστορίες, μ’ όλες τις ήττες και τις νίκες που αφηγούνται, τα σκοτάδια της εποχής μας και τους δρόμους του μέλλοντος.
*Κριτικός λογοτεχνίας και καθηγήτρια Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας