Mια μαύρη γυναίκα που θηλάζει ένα λευκό παιδί (1989). Ενας αποστεωμένος νεαρός άνδρας, με μορφή που, παραπέμποντας στη στερεότυπη εικόνα ενός «Ιησού» μετά τη Σταύρωση, πεθαίνει από AIDS σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του (1992). Μια καθολική μοναχή που φιλά στο στόμα έναν νεαρό ιερέα (1992). Τα ματωμένα ρούχα ενός στρατιώτη που σκοτώθηκε στον πόλεμο της Βοσνίας. Τα αλυσοδεμένα χέρια δύο φυλακισμένων, ενός μαύρου κι ενός λευκού (2000). Oι 26 κρατούμενοι-θανατοποινίτες που περιμένουν την εκτέλεσή τους σε αμερικανικές φυλακές (2000). Και μια ηλεκτρική καρέκλα (2000). Τρεις ολόιδιες καρδιές φωτογραφημένες με τη γραπτή υπόδειξη «λευκή», «μαύρη», «κίτρινη». Η φωτογραφία μιας νεαρής γυμνής ανορεξικής, σκελετωμένης γυναίκας (2007). Ενα ημερολόγιο του 2011 με τη φωτογραφία 11 αιδοίων και του 2012 που απεικόνιζε αντίστοιχα 12 πέη. Το φιλί που είχαν ανταλλάξει το 2019 ο Πάπας Φραγκίσκος και ο Μεγάλος Ιμάμης του Αλ Αζχαρ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Κι άλλα ανάλογα απρόβλεπτα φιλιά μεταξύ πολιτικών ή θρησκευτικών ηγετών ή και παραδοσιακών «εχθρών».

Δεν έχουν τέλος οι καλλιτεχνικές συλλήψεις του Ολιβιέρο Τοσκάνι στο πλαίσιο ενός επιθετικού και καίριου ακτιβισμού που έθετε εγκαίρως πολλά ανθρωπιστικά και κοινωνικά ζητήματα στο τραπέζι του δημόσιου λόγου, μέσω όμως εκστρατειών που διαφήμιζαν εκτός από το μήνυμά τους και ρούχα. Προχθές το βράδυ αυτός ο τεράστιος φωτογράφος αλλά και εξίσου μεγάλος «προβοκάτορας», όπως τον χαρακτήρισαν πολλά ευρωπαϊκά ΜΜΕ, πέθανε σε νοσοκομείο κοντά στη Φλωρεντία, στα 82 του χρόνια, πάσχοντας από μια σπάνια ασθένεια που προκαλεί συσσώρευση πρωτεϊνών σε διάφορα όργανα του σώματος (αμυλοείδωση), χωρίς ο κόσμος που παρακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια τη δουλειά του και δη για τις διαφημίσεις της Benetton να έχει καταλήξει τι προείχε σ’ αυτόν: η τέχνη ή η πρόκληση, το μήνυμα ή η αύξηση των πωλήσεων της εταιρείας την οποία εκπροσωπούσε; Ο ίδιος πάντως έλεγε: «Μισώ την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η φωτογραφία γίνεται τέχνη όταν προκαλεί μια αντίδραση μέσα μας, είτε αυτή είναι το ενδιαφέρον είτε η περιέργεια είτε η προσοχή». Και βέβαια αυτό και εφάρμοζε: οι φωτογραφίες ειδικά για την Benetton ήταν πάντα «αντί». Πάντα ενάντια στον ρατσισμό, τις προκαταλήψεις, την ομοφοβία, τις φυλετικές διακρίσεις, τη μισαλλοδοξία. Την ίδια στιγμή δεν έπαυαν να είναι διαφημίσεις που προέβαλλαν μία συγκεκριμένη μάρκα. Εξ ου και η σφοδρή κριτική που δέχτηκε ο Τοσκάνι κατά καιρούς από ανθρώπους που τον κατηγορούσαν ότι εργαλειοποιεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και τις ζωές μεμονωμένων ανθρώπων για διαφημιστικούς σκοπούς... Σφοδρή κριτική αλλά και απαγορεύσεις έργων του (σε Ιταλία και Γαλλία) είχε δεχτεί και από επίσημους ή ανεπίσημους φορείς του νεο-συντηρητισμού. «Ο κύριος Πρόκληση δεν απέφυγε ποτέ τα θέματα ταμπού. Ηταν “woke” –πριν αυτός γίνει ένας αμφιλεγόμενος όρος– και κέρδισε εξίσου επίκριση και θαυμασμό», έγραψε το «Νουβέλ Ομπζερβατέρ» για τον Ολιβιέρο Τοσκάνι.

Γεννημένος το 1942 στο Μιλάνο, ο Τοσκάνι ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ήδη από τα 14 του, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, Φέντελε Τοσκάνι, επίσης διάσημου την εποχή του Ιταλού φωτογράφου και φωτορεπόρτερ. Το 1961 ο Ολιβιέρο άρχισε να σπουδάζει φωτογραφία στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Ζυρίχης. Ενώ ήταν ακόμη φοιτητής, κέρδισε έναν διαγωνισμό και πήρε υποτροφία για τη Νέα Υόρκη. Εκεί έκανε τις πρώτες του φωτογραφίσεις μόδας και συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Elle, Vogue, Uomo Vogue και Harpers Bazaar. Ταυτόχρονα άρχισε να πειραματίζεται εκστατικός με τη φωτογραφία στον δρόμο. Ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με τη μαύρη κοινότητα, την άγρια κουλτούρα των νεοϋορκέζικων πάρτι και τους εκκεντρικούς θαμώνες στα θρυλικά κλαμπ Limelight και Studio 54. Αγαπημένο θέμα του ήταν ακόμα πορτρέτα του Αντι Γουόρχολ, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Το 1972, έπεισε το Uomo Vogue να αφιερώσει ένα τεύχος αποκλειστικά στους έγχρωμους άνδρες της πόλης.
Αυτό ήταν η πρώτη του καμπάνια με τόσο σαφές κοινωνικό μήνυμα.
«Ηδονισμός και κοινωνική κριτική»

Ρατσισμός, μετανάστευση, ταυτότητα φύλου, σεξουαλική απελευθέρωση, ασθένειες, παιδική εργασία, ήταν μερικά από τα θέματα που σκηνοθετημένα ή όχι περνούσαν από τον φακό του. «Ο ηδονισμός και η κοινωνική κριτική πάνε έκτοτε χέρι χέρι στο έργο τού Toscani», επισημαίνεται μεταξύ άλλων στον κατάλογο της μεγάλης αναδρομικής του έκθεσης που, περιλαμβάνοντας περισσότερες από 500 φωτογραφίες του, πραγματοποιείται αυτό τον καιρό στο Museum für Gestaltung της Ζυρίχης.
«Δούλευα πολύ για βρετανικά περιοδικά τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Με καλούσαν εξαιτίας του τρόπου σκέψης μου για τη μόδα. Δεν με ενδιαφέρει να πουλήσω ρούχα μέσω των εικόνων μου. Αυτό δεν είναι η δουλειά μου. Οταν ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες, οι περισσότεροι έκαναν ρεπορτάζ για πολέμους. Αντίθετα, αποφάσισα να φωτογραφίσω τη Mary Quant να δημιουργεί τη μίνι φούστα. Αυτό το έβρισκα πολύ πιο σημαντικό από πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής απόψεως», έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Aesthetica.
Το 1982 σηματοδοτεί την αρχή της «εποχής Benetton» του Τοσκάνι. Ξεκινάει να συνεργάζεται με τη δημοφιλή νεανική μάρκα ρούχων της πατρίδας του, πρώτα με πιο συμβατικές καμπάνιες. Ωστόσο, σύντομα αποδεικνύει πως μπορεί να διαφημίζει τη μάρκα όχι όμως απαραιτήτως και τα ρούχα: οι φωτογραφίες του απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την κατηγορία «φωτογραφίσεις μόδας» κι από το 1989 και μετά αποστασιοποιούνται πλήρως, καθώς δεν παρουσιάζουν πλέον ούτε ρούχα ούτε μόδα. Το πρώτο τέτοιο έργο του που θα σοκάρει είναι η φωτογραφία μιας γυμνής μαύρης γυναίκας που θηλάζει ένα λευκό μωρό...
«Εκμεταλλεύομαι τα ρούχα για να θίξω κοινωνικά ζητήματα»
Οι καμπάνιες του είναι ένα μέσο για να τραβήξει την προσοχή της κοινωνίας σε ζητήματα που διαφορετικά δεν θίγονται καν. Με αυτόν τον τρόπο, η μόδα εξοστρακίζεται όλο και περισσότερο από το θέμα του. Χρησιμοποιώντας συχνά γυμνά σώματα, όταν φωτογραφίζει ρούχα, αυτά δεν έχουν καμία σχέση με το στιλ: από τα αιματοβαμμένα ρούχα του σκοτωμένου στρατιώτη έως τις στολές των καταδικασμένων σε θάνατο φυλακισμένων, τα άμφια και τις τελετουργικές αμφιέσεις, η μόνη υπόμνηση της επιχείρησης της Benetton στις δουλειές του είναι το λογότυπο στο πράσινο φόντο. «Εκμεταλλεύομαι τα ρούχα για να θίξω κοινωνικά ζητήματα», δήλωνε ο ίδιος στο πρακτορείο Reuters, όταν είχαν αρχίσει να πυκνώνουν οι φωνές όσων έλεγαν ότι το είχε παρατραβήξει. «Η παραδοσιακή διαφήμιση λέει ότι αν αγοράσεις ένα συγκεκριμένο προϊόν θα είσαι όμορφος, σέξι, επιτυχημένος. Ολες αυτές οι μαλακίες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα», πρόσθετε.


Αλλά βέβαια υπήρχαν όλο και περισσότερες αντιδράσεις. Από τις πρώτες ήταν αυτές που πυροδότησε καμπάνια του με φωτογραφίες αιδοίων. Φεμινιστικές οργανώσεις την καταδίκασαν ως «σεξιστική», κατηγορώντας τον Τοσκάνι ότι εκμεταλλεύεται το γυναικείο σώμα για εμπορικούς σκοπούς. Ανάλογα οριακές αντιδράσεις υπήρξαν δεκάδες κατά καιρούς. Για παράδειγμα, με τη φωτογραφία του ανορεξικού μοντέλου Ιζαμπέλ Καρό, όταν άλλοι κατακεραύνωσαν τον Τοσκάνι για εκμετάλλευση της προσωπικής τραγωδίας της γυναίκας κι άλλοι τον αποθέωσαν για την ανάδειξη του προβλήματος των διατροφικών διαταραχών. Από τις εμβληματικότερες φωτογραφίες του, αυτή με τον ετοιμοθάνατο ασθενή με AIDS, Ντέιβιντ Κίρμπι, σήκωσε κυριολεκτικά θύελλα αντιδράσεων για την έκθεση μιας τόσο τραγικής προσωπικής στιγμής. Ομως η φωτογραφία είχε ληφθεί με την άδεια του Κίρμπι και της οικογένειάς του που στήριξε δημοσίως τον φωτογράφο, επισημαίνοντας ότι αυτό το στιγμιότυπο ήταν από τα πιο αποτελεσματικά «εργαλεία» στην ευαισθητοποίηση κατά του AIDS αλλά και των ταμπού έναντι των φορέων του ιού. Αυτό τον αγώνα ο Τσοκάνι τον συνέχισε και μέσω του περιοδικού που είχε ιδρύσει ο ίδιος και διηύθυνε, του «Benetton Colors», αφιερώνοντας ένα ολόκληρο τεύχος στο θέμα AIDS. Με εξίσου μεγάλο πάθος αφιερώνεται και στην εκστρατεία κατά της θανατικής ποινής. Το 2000 η φωτογραφία των 26 θανατοποινιτών προσκρούει στην τεράστια και δημοσιοποιημένη δυσαρέσκεια των συγγενών τους. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση ο Τοσκάνι έχει επιχειρήματα, επιμένοντας πως επέλεξε ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί άδικα... Το επεισόδιο ωστόσο αυτό προκάλεσε την πρώτη κρίση στις σχέσεις του Τοσκάνι με την Benetton. Το οριστικό διαζύγιο ήρθε βέβαια είκοσι χρόνια αργότερα: στις αρχές του 2020 ο φωτογράφος, μιλώντας στο κρατικό ραδιόφωνο της RAI, έκανε ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο σχόλιο για την τραγωδία της γέφυρας Μοράντι που είχε καταρρεύσει στη Γένοβα το 2018, σκοτώνοντας 43 ανθρώπους. Η οικογένεια Benetton ήταν τότε ο κύριος μέτοχος της Atlantia κατασκευαστικής εταιρείας του έργου. «Αλλά ποιος νοιάζεται αν καταρρεύσει μια γέφυρα;» σχολίασε ο Τοσκάνι. Αντιμέτωπος με την κατακραυγή υποστήριξε αργότερα ότι οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν, προσθέτοντας ότι ήταν αναστατωμένος για την τραγωδία, όπως όλοι οι Ιταλοί. Αλλά ο όμιλος Benetton εξέδωσε ανακοίνωση παίρνοντας αποστάσεις πρώτα από τις δηλώσεις του Τοσκάνι και τελικά κι απ’ τον ίδιο.


Τα τελευταία χρόνια ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, πατέρας πλέον έξι παιδιών από τρεις διαφορετικές γυναίκες, δίδασκε φωτογραφία εκεί όπου είχε σπουδάσει και ο ίδιος: στη Ζυρίχη, στο σημερινό Πανεπιστήμιο Τεχνών. Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, τον περασμένο Αύγουστο στην Corriere della Sera, είχε αποκαλύψει ότι πάσχει από ανίατη ασθένεια και είχε προσθέσει: «Δεν φοβάμαι να πεθάνω. Εζησα πολύ και πολύ καλά, χωρίς αφεντικό και μόνιμο μισθό, αλλά ήμουν πάντα ελεύθερος».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας