Πάμπολλες φορές ο Αργύρης Μπακιρτζής έχει αναφερθεί στις συνεντεύξεις του στον Ευάγγελο Ζάχο με σεβασμό και εκτίμηση γι’ αυτόν τον sui generis εθνολόγο-ανθρωπολόγο που είχε την επιπλέον ικανότητα να ζωγραφίζει, να γράφει ποιήματα και μυθιστορήματα και βέβαια να σκαρώνει σπουδαίους στίχους. Αρκετούς από αυτούς μελοποίησαν οι «Χειμερινοί Κολυμβητές» ταιριάζοντας με τον Ζάχο στην απενοχοποίηση του στοιχείου της Ανατολής μέσα τους (και έξω τους), στην αγάπη για τον γνήσιο λαϊκό πολιτισμό και τη μουσική παράδοση, στο υποδόριο χιούμορ και στην παρατηρητικότητα. Εχουν μάλιστα στο ενεργητικό τους ένα ολόκληρο άλμπουμ με 14 τραγούδια σε δικούς του στίχους («Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ», 2005), ένα μάλιστα εκ των οποίων, το μοιρολόι «Η Μίρκα η Σλάβα» το τραγουδά ο ίδιος ο Ζάχος. Στίχους του είχε μελοποιήσει και ο Κώστας Γανωτής, από την έκδοση «Ανατολή Ανατολών» (2004), που περιλάμβανε 14 ποιήματα αλλά και σημειώσεις και ιστορίες επεξηγηματικές των στιχουργικών περιγραφών αλλά και των αριστουργηματικών στιχουργικών πορτρέτων που είχε κάνει ο Ζάχος (Γιασάρ Κεμάλ, Ομάρ Χαγιάμ, Τζελάλ Εντ Ντιν Ρουμί, Αμπντάλ Μουσά, Κεμάλ ο Τουρκοκρητικός κ.ά.). Δικοί του ήταν οι στίχοι και στον «Νείλο» (1987) του Νίκου Ξυδάκη, που είχε πρωτοερμηνεύσει η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Ο Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου (ή Ε. Ζάχος, Ευάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Ευάγγελος Παπαζαχαρίου, Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου, Ζάχος Παπαζαχαρίου, όπως κατά περίσταση υπέγραφε), που πέθανε χθες στα 86 του χρόνια, δεν ήταν βέβαια μόνο στιχουργός. Ή μάλλον ήταν «σε δεύτερη μοίρα τραγουδοποιός», όπως συστηνόταν ο ίδιος. Κυρίως ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση επιστήμονα με στοιχεία ενός ανατολίτη «μπήτνικ». Κι αυτό δεδομένων των υψηλού κύρους σπουδών του: ποντιακής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938 και μεγάλωσε στον Συνοικισμό Σκοπευτηρίου στην Καλλιθέα. Στα 18 του έφυγε για το Παρίσι όπου σπούδασε Ανατολικές, Βαλκανικές Γλώσσες και Πολιτισμούς, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Εθνολογία, Εθνομουσικολογία, Εθνικό Κινηματογράφο και Τηλεόραση. Διδάκτωρ της Συγκριτικής Φιλολογίας της Σορβόνης, υπήρξε επί δεκαετία ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Γαλλίας (CNRS) στον τομέα της Κοινωνικής Ιστορίας των βαλκανικών χωρών. Εκεί έζησε και τα γεγονότα του Μάη του ‘68 και όπως έλεγε σε μια συνέντευξή του στον Θεοδόση Μίχο και στην Popaganda (2018): «Φυσικά μπλέχτηκα κατευθείαν! (…) Θυμάμαι πάντως χαρακτηριστικά μια συνάντηση σε ένα ημιυπόγειο, στην πλατεία της Σορβόνης, των καθολικών φοιτητών με τους Μαρξιστές, στις τάξεις των οποίων υπήρχαν διάφορες τάσεις. Φάγαμε τα μουστάκια μας και αποφασίστηκε στο τέλος να οργανώσουμε μία εβδομάδα μαρξιστικής σκέψης. Νομίζω λοιπόν ότι αυτή η συνάντηση ήταν μία από τις μικρές σπίθες του Μάη... Ανάλογες διοργανώσεις επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο και μάζευαν ολοένα και περισσότερους ξένους διανοητές». Στη Γαλλία εξέδωσε τα βιβλία «La poesie populaire des Grecs» («Η λαϊκή ποίηση των Ελλήνων», 1966), «Albanie» («Αλβανία, 1971»), «Babel Balkanique. Histoire politique des alphabets utilisies dans les Balkans» («Βαλκανική Βαβέλ. Πολιτική ιστορία των λεξιλογίων που χρησιμοποιούνται στα Βαλκάνια», 1975).
Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά από 20ετή παραμονή στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή εθνολογικών μελετών εκδίδοντας καταρχάς την «Πιάτσα» κι αργότερα τα «Είμαστε Πόντιοι», «Το λεξικό της ελληνικής αργκό», «Ο άλλος Θεόφιλος», «Ο Μάρκος και η λαϊκότητα», «Η λαϊκότητα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», «Βαλκανική κολυμβήθρα ονομάτων». Παράλληλα ασχολήθηκε και με την πεζογραφία: «Ο ξένος της Νέας Κερασούντας», «Περιπέτειες στην Ευρώπη», «Βίος και πολιτεία του Διονυσίου εκ Φουρνά» είναι μερικοί από τους τίτλους των βιβλίων του. Και βέβαια το απολαυστικό χρονικό με στοιχεία μυθοπλασίας «Στα Εξάρχεια το ‘80» (2017, εκδ.Στερέωμα). Βασισμένο σε ελεύθερη απόδοση της συλλογής διηγημάτων του «Περιπέτειες στην Ευρώπη» ήταν και το σενάριο για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η λιμουζίνα» (2013), ενώ ο Ζάχος εμφανιζόταν μαζί με τον σκηνοθέτη και τον Μισέλ Φάις και ως συν-σεναριογράφος στην ταινία «Η κόρη του Ρέμπραντ» (2015), την τελευταία ταινία του σπουδαίου Παναγιωτόπουλου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και για μια 20ετία σχεδόν, με ένα μεγάλο διάλειμμα, εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης του Δήμου Βόλου και δίδαξε Εθνογραφία – Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Και από το 2002 μέχρι το 2005, θήτευσε ως επιστημονικός συνεργάτης της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης.
Περίφημη ήταν η διένεξή του με τον Ηλία Πετρόπουλο - ο τελευταίος έτρεφε γι’ αυτόν εμφανή αντιπάθεια και είχε αρθρογραφήσει εναντίον του στην «Ελευθεροτυπία», ειδικά με αφορμή «Το λεξικό της ελληνικής αργκό». Βασική αιτία της διαφωνίας ήταν κατά τον Ζάχο ότι ο Πετρόπουλος θεωρούσε τον λαϊκό πολιτισμό «περιθώριο», «έβλεπε το θέμα ως φολκλόρ περισσότερο, δηλαδή ως μια λαογραφική αντιμετώπισή του...».
Ενα άλλο «πικάντικο» στοιχείο αυτής της ιδιάζουσας κι ενδιαφέρουσας προσωπικότητας ήταν ότι δικοί του ήταν και οι στίχοι της -γραμμένης για τον Ανδρέα Παπανδρέου- μεγάλης επιτυχίας της Πίτσας Παπαδοπούλου «Γκρέμισ’ τα όλα πια».
«Και λέτε ότι το γράψατε για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Νιώθατε ότι γκρέμιζε;» τον είχε ρωτήσει ο Χαρίλαος Τρουβάς σε μια συνέντευξη για τη Lifo, για να λάβει την απάντηση: «Ναι, αισθανόμουν ότι είχε γκρεμίσει αυτά που είχε υποσχεθεί την πρώτη τετραετία. Και ήτανε προβοκατόρικο, ας πούμε. “Γκρέμισ’ τα, ρε, γκρέμισ’ τα”».
Ωραία ήταν και η… ιστορική στοιχειοθέτηση του δικαιώματος του Αργύρη Μπακιρτζή στην παρλάτα-αναπόσπαστο χαρακτηριστικό των εμφανίσεών του. Οπως είχε πει ο Μπακιρτζής (στη Lifo και πάλι, στον Βαγγέλη Καμαράκη το 2013): «Σε μια μακροσκελή, καταπληκτική ως συνήθως, επιστολή του στις 14.6.2002, ο Βαγγέλης Παπαζαχαρίου ή Ζάχος μου έγραφε: “... Θα ‘πρεπε να καταλάβουν αυτοί που σου λένε να μιλάς λιγότερο ή καθόλου ανάμεσα στα τραγούδια πως έχουν άδικο, πως δεν γνωρίζουν την παλαιά παράδοση που συνεχίζει, από το Βυζάντιο, να υφίσταται υπογείως και ασυναίσθητα ως τα σήμερα. Αυτές οι “…παρλάτες”, με ή χωρίς μουσική υπόκρουση, υπήρχαν και στο βυζαντινό “παίγνιον της μέσης (οδού)”, που συνεχίστηκε και με το θεωρούμενο τούρκικο “ορτά ογιουνού”, που σημαίνει κατά λέξη “παίγνιον της μέσης”. Οπως και στο Βυζάντιο οι “παιγνιδιάτορες”, έτσι και οι Οθωμανοί Meddah, ο καθένας μόνος του ή δυο μαζί ή και σε μπουλούκια ολόκληρα, πήγαιναν από πόλη σε πόλη και από γειτονιά σε γειτονιά. Και αφού σχολίαζαν την επικαιρότητα, πολιτική, θρησκευτική, κοινωνική, οικονομική, τα τυχόν εγκλήματα, τις παρατυπίες και τις αξιέπαινες πράξεις, λέγανε και κανένα παραμύθι ή ανέκδοτο, λέγανε και τραγούδια… Μην αφήνεις, λοιπόν, Αργύρη μου, τους συντρόφους σου ή άλλους φίλους να σε λογο-κοπούν ή να σε λογο-κρίνουν. Είτε καλοπροαίρετα το κάνουν είτε όχι, είναι λάθος, χωρίς να το ξέρουν… Είναι ανιστόρητη κρίση. Πάει ενάντια στο λαϊκό αίσθημα. Οπως το έχεις καταλάβει, το κοινό γουστάρει κουβέντα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας