Τις εκλογές της 11ης Μαΐου το 1958 τις κέρδισε μεν η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά η ΕΔΑ αναδείχτηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κερδίζοντας το 24,42% του εκλογικού σώματος και 79 έδρες στη Βουλή έναντι 41,16% που πήρε η ΕΡΕ, η οποία, ελέω εκλογικού συστήματος, πήρε 171 έδρες.
Ηταν πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο που η Αριστερά, με ραχοκοκαλιά της το παράνομο ΚΚΕ, αποδείκνυε στην πράξη τη μεγάλη απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα, παρά το καθεστώς των διώξεων που επικρατούσε σε βάρος της.
Ενα δεύτερο στοιχείο, άκρως ενδιαφέρον, εκείνων των εκλογών είναι η υποχώρηση των κομμάτων του Κέντρου έναντι της Αριστεράς. Το κόμμα των Φιλελεύθερων του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου βρέθηκε στην τρίτη θέση με ποσοστό 20,67%.
Απογοητευμένος από αυτή την εξέλιξη και ευρισκόμενος στο τέλος του πολιτικού βίου του, ο Γεώργιος Παπανδρέου – όντας ακραίος αντικομμουνιστής– επιχείρησε να προσχωρήσει στην ΕΡΕ, κάτι που ζήτησε από τον ίδιο τον Κ. Καραμανλή. Εκείνος τον απέτρεψε με ένα σαφές και συγκροτημένο πολιτικό επιχείρημα, το οποίο αφορούσε την ίδια την επιβίωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Συγκεκριμένα του είπε: «Θα εξασθενούσατε (σ.σ. με την προσχώρηση στην ΕΡΕ), έτσι, μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας –για το γενικό καλό– ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φυσική φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι’ αυτό εύχομαι τον σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώση τα ανομοιογενή στοιχεία του» (Μωρίς Ζενεβουά, «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις Σιδέρη, σελ. 208).
Το κόμμα αυτό του Κέντρου –που το 1958 ήταν το ζητούμενο για τον Κ. Καραμανλή– δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 1961. Συγκεκριμένα, το βράδυ της 19ης Σεπτεμβρίου 1961, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους την ίδρυση της Ενωσης Κέντρου ως ενιαίο κόμμα. Επρόκειτο για ένα πολυσυλλεκτικό σχήμα, αποτελούμενο από τους Φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, τους Πλαστηρικούς της ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη, τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον σοσιαλίζοντα Ηλ. Τσιριμώκο, τον γνήσιο δεξιογενή Στ. Στεφανόπουλο και άλλους. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου δήλωνε δημοσίως πως άμεση επιδίωξη της Ενωσης Κέντρου ήταν να περιορίσει την ΕΔΑ σε ποσοστό μικρότερο του 20%, ώστε να πάψει να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα και να μπορούν «τα δύο εθνικόφρονα κόμματα να παλαίουν εντός των πλαισίων της Δημοκρατίας» («Το Βήμα», 13/10/1961).
Από τότε, πλην της περιόδου της χούντας και κάποιων μικρών χρονικά ειδικών περιπτώσεων, η χώρα κυβερνιέται με το σύστημα της εναλλαγής στην εξουσία δύο αστικών κομμάτων κατά τον τρόπο που περιέγραψε ο Καραμανλής το 1958. Ως εξαίρεση θα μπορούσε να αναφέρει κανείς την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τότε το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβερνητική εξουσία ως Αριστερά, αλλά πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε Κέντρο. Το ίδιο πάνω κάτω συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ, που κι εκείνος πήρε την κυβερνητική εξουσία ως Αριστερά αλλά μετά την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής ουδέποτε επιδίωξε να βρει αριστερό βηματισμό. Αντίθετα, αναζήτησε τον χώρο του Κέντρου και τη δημιουργία ενός μεγάλου κόμματος, το οποίο θα κάλυπτε τον χώρο που παλιότερα κατείχε το ΠΑΣΟΚ. Ενα τέτοιο κόμμα αναζητείται και σήμερα. Με μεγαλύτερη ένταση μετά τις ευρωεκλογές, όπου στο Κέντρο και λίγο αριστερότερα υπάρχουν δύο σχεδόν ισοδύναμα κόμματα.
Ας συνοψίσουμε αυτή την ιστορική αναδρομή για να καταλήξουμε και στο ιστορικό συμπέρασμα που προκύπτει.
Η χώρα, τουλάχιστον στη μετεμφυλιακή περίοδο, κυβερνιόταν πάντα από δύο κόμματα. Ενα δεξιό κόμμα κι ένα κόμμα του Κέντρου, είτε ονομαζόταν Ενωση Κέντρου είτε ΠΑΣΟΚ. Απέναντι σε αυτά τα κόμματα υπήρχε πάντα μια συγκροτημένη και μαχητική Αριστερά, με πολλές αποχρώσεις, αλλά με κύρια δύναμη το ΚΚΕ. Αυτή η Αριστερά ασκούσε ισχυρή επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις και συνέβαλλε αποτελεσματικά στις λαϊκές κατακτήσεις, ανεξαρτήτως αν δεν είχε κυβερνητικό ρόλο.
Μετά τις κοσμογονικές εξελίξεις τη διετία 1989-1991, η Αριστερά χάνει τον βηματισμό της και δεν βρίσκει ποτέ καινούργιο. Εντούτοις, διατηρείται ισχυρή μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Η διαχείριση Μνημονίων από μέρους του σε συνδυασμό με την άρνηση του ΚΚΕ να παίξει τον ιστορικό του ρόλο τόσο ως Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και ως η κύρια δύναμη της Αριστεράς οδήγησαν σε ένα πολιτικό σύστημα χωρίς Αριστερά. Αριστερούς έχουμε στην Ελλάδα, αλλά Αριστερά δεν έχουμε.
Σήμερα, το αστικό πολιτικό σύστημα, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, βρίσκεται ξανά στο σημείο που έθεσε ως ζητούμενο ο Καραμανλής το 1958. Αναζητεί «δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας –για το γενικό καλό– ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φυσική φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή».
Αυτό το δικομματικό σύστημα δεν υπάρχει τουλάχιστον ως προς τον κεντρώο πόλο που, ελλείψει Αριστεράς, εμφανίζεται ως Κεντροαριστερά. Αργά ή γρήγορα θα φτιαχτεί. Αλλά, με υπαρκτό το κενό της Αριστεράς, οτιδήποτε φτιαχτεί θα είναι πολύ δεξιότερα από ό,τι μπορεί να το φανταστεί κανείς.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας