Ετριβε τα πόδια της στο χοντρό χορτάρινο πατάκι μπροστά στην πόρτα. Φορούσε γόβες - ένα κομψό ζευγάρι παπούτσια με λεπτό ψηλό τακούνι, από μαύρο δέρμα καλής ποιότητας. Παρά τη λάσπη, που με τόση σπουδή προσπαθούσε να αφαιρέσει, φαινόταν καθαρά η καλή ποιότητα των υποδημάτων, απόλυτα ταιριαστή με τη λοιπή αστική κομψότητα της περιβολής της.
Ναι, αυτό ήταν, μόνο έτσι μπορούσε να την περιγράψει κανείς. Μια κομψή γυναίκα με αστική περιβολή: όλα συνταιριασμένα στην εντέλεια, χρώματα, υλικά, ρούχα. Ομορφη μάλλον, αν και κάπως βαριά μακιγιαρισμένη, με μαλλιά περιποιημένα και καλοχτενισμένα. Τίποτα δεν ξέφευγε από το επιτηδευμένα τακτοποιημένο κεφάλι της.
Την παρατηρούσα ενώ καθάριζε προσεκτικά τα παπούτσια της στο πατάκι. Οταν έφυγαν τα πολλά, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της και τα σκούπισε, σχεδόν τα γυάλισε.
Υστερα έβγαλε ένα καθρεφτάκι, κοιτάχτηκε προσεκτικά, έβαλε ξανά κραγιόν, έστρωσε τα καλοστρωμένα μαλλιά της και χτύπησε το κουδούνι. Χάθηκε πίσω από μια βαριά πόρτα ασφαλείας.
Αν και από σχετική απόσταση, κάτω από ένα υπόστεγο, προφυλαγμένη από το μετέωρο και την αφηρημάδα που με άφησε χωρίς ομπρέλα, φαντάστηκα ότι φορούσε και κάποιο βαρύ άρωμα, από αυτά με τις βαριές υπογραφές, που, όπως λένε, όταν περνάς αφήνουν το σημάδι τους – αυτό που γίνεται δικό σου και όλοι μετά σε θυμούνται.
Κοίταξα γύρω. Εβρεχε, έβρεχε πολύ, χωρίς να φυσάει, αλλά το νερό έπεφτε με ορμή πάνω σε πλάκες και πεζοδρόμια και στην άσφαλτο που γυάλιζε από το λεπτό στρώμα του νερού που κυλούσε προς τους αγωγούς των ομβρίων.
Και τότε αναρωτήθηκα, πού στην ευχή είχε βρεθεί το χώμα ώστε αυτή η άγνωστη γυναίκα να λερώσει τις γόβες της; Πού μέσα στην πόλη, την τσιμεντένια πρωτεύουσα, βρέθηκε χώμα ώστε να αναγκαστεί να το πατήσει και να λασπωθεί; Υπάρχει πουθενά τέτοια γωνιά που να μπορείς να περπατήσεις και, εκτός από το να χαλάσεις τα παπούτσια σου, να μπορείς να μυρίσεις τη γη;
Πόσες φορές διάβασα γι’ αυτό… Στην ποίηση και την πεζογραφία. Για τη μυρωδιά του χώματος την ώρα που πέφτει η βροχή ή λίγο αργότερα. Για τις σταγόνες του νερού που το διαπερνούν και φτάνουν βαθιά, στις ρίζες των φυτών και των δέντρων, που γεμίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα.
Πετριχώρ. Ετσι ονομάζεται η μυρωδιά αυτή και, ενώ η λέξη μοιάζει αρχαία ελληνική, δεν είναι ακριβώς. Ο πετριχώρ (petrichor στα αγγλικά) είναι η σύνθεση των λέξεων πέτρα και ιχώρ, που σημαίνει «αίμα των θεών». Λέξη που δημιουργήθηκε από δύο Αυστραλούς επιστήμονες, τους Ιζαμπελ Τζόι Μπελ και Ρίτσαρντ Τζ. Τόμας, μόλις το 1964, για να περιγράψουν την οσμή που παράγεται όταν η βροχή πέφτει σε ξηρό έδαφος. Οπως έμαθα μετά, οφείλεται σε έλαια που εκλύουν τα φυτά και οι μικροοργανισμοί που ζουν στη γη.
Πετριχώρ. Τι όμορφο όνομα για έναν επιστημονικό όρο… Θα μπορούσε πραγματικά να ανήκει σε ήρωα της μυθολογίας, σε έναν γίγαντα όπως ο Τάλως.
Η βροχή σταμάτησε κι άρχισα να περπατάω. Αναζήτησα τις οσμές της βρεγμένης μέχρι το κόκαλο πόλης: βαριά μυρωδιά υπολειμμάτων καυσίμων, σύννεφα από καυσαέριο και μείγμα αρωμάτων ανθρώπων που περπατούσαν γύρω.
Δυνατός καφές στο χέρι και, σε ένα ευτυχές σημείο, νεραντζιές, γεμάτες πορτοκαλί καρπούς – αντίσταση στο μουντό γκρίζο του περιβάλλοντος χώρου.
Ξανασκέφτηκα τη γυναίκα όταν έφτασα στον προορισμό μου. Σκούπισα κι εγώ τα πόδια μου πριν μπω στο κτίριο, από συνήθεια, για να μη μεταφέρω το βρόμικο νερό του δρόμου. Κοίταξα τις μπότες μου: ούτε ίχνος χώματος.
Και τότε τη ζήλεψα λίγο. Κάπως παράλογο συναίσθημα, μάλλον δεν της άρεσε καθόλου αυτό που της συνέβη. Αλλά να, ίσως εκεί που βρέθηκε και λερώθηκε να είχε την ευκαιρία να αισθανθεί το άρωμα της γης.
– Αν της το επέτρεψε το ακριβό και βαρύ άρωμά της, μου ψιθύρισε στο αυτί ένα διαβολάκι.