Κοιτώ την παλιά, πράσινη γυάλινη λάμπα πετρελαίου. Μόλις την καθάρισα απ’ τη σκόνη χρόνων, τρίβοντάς την με μια παλιά οδοντόβουρτσα. Οι ακτίνες του ήλιου που πέφτουν πάνω της αντανακλώνται και διαχέονται ταυτόχρονα. Τα ανάγλυφα σχέδιά της σχηματίζουν παράξενα σχήματα. Νιώθω ότι μου μιλά, μου αποκαλύπτει τη ζωή, τις ιστορίες που έζησε, που είδε και φώτισε. Πόσο χρόνων να είναι; Τουλάχιστον εξήντα, εβδομήντα.
Για χρόνια ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του νταμιού. Στο αγροτόσπιτο του ελαιώνα, όπου έμενε ο παππούς κι η οικογένειά του για πολλούς μήνες τον χρόνο, μέχρι να τελειώσει το μάζεμα των ελιών. Ετσι έκαναν όλες οι φαμίλιες· πώς να πάνε και να ’ρθουνε απ’ το χωριό στο κτήμα; Ετσι, στα λίγα τετραγωνικά του ταπεινού κτίσματος στέγαζαν όλο το νοικοκυριό τους. Δίπλα ήταν η αποθήκη με τα ζώα, ο γάιδαρος για τις μεταφορές, οι κατσίκες για το γάλα κι οι κότες για τα αυγά. Απ’ την άλλη μεριά ο φούρνος. Τι ισορροπημένο, λειτουργικό σχέδιο! Δημιουργία του ανώνυμου, λαϊκού μάστορα.
Δύσκολη η καθημερινότητα και η διαβίωση. Ολη μέρα, απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, μάζευαν ελιές, τον ευλογημένο καρπό που έθρεψε γενιές και γενιές. Ενδιάμεσα έπρεπε να γίνουν οι δουλειές της καθημερινότητας. Να κοπούν τα ξύλα για το τζάκι, να ετοιμαστεί το φαγητό, να ανασυρθεί νερό απ’ το πηγάδι, να φροντιστούν τα ζώα και τα κηπευτικά της εποχής. Μια φορά τη βδομάδα άναβε ο φούρνος για να ψήσουν το ψωμί. Την ίδια μέρα φτιαχνόταν φουρνιστό φαγητό. Κατά διαστήματα πήγαινε ο παππούς στο χωριό για τις απαραίτητες προμήθειες· αλεύρι, όσπρια, φωτιστικό πετρέλαιο, πελτές, βούτυρο, άλλα χρειώδη κι οπωσδήποτε μια νταμιτζάνα ρακί και τσιγάρα.
Το βράδυ, όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί, όπως κάθε μέρα, άναβαν τη λάμπα και καθόταν η οικογένεια στον σοφά γύρω από το τζάκι. Ιστορούσαν τα γεγονότα της μέρας, λέγαν παραμύθια κι ιστορίες, συδαύλιζαν τη φωτιά, στο τσουκάλι έβραζε το φαγητό και συλλογίζονταν την αυριανή μέρα· έστω κι αν γνώριζαν πως θα ’ταν απαράλλαχτη σαν κάθε μέρα στο κτήμα. Ο παππούς διάβαζε κάποιο βιβλίο, φύλλα απ’ την εγκυκλοπαίδεια του «Ηλιου» και την εφημεριδούλα «Αστήρ Κυδωνιών» που του έστελναν από τον σύλλογο «Ενωσις Κυδωνιατών». Αγαπημένο του βιβλίο τα Ιστορικά-Χρονικά των Κυδωνιών.
Οταν κάποια βράδια τον έπιανε η νοσταλγία για την πατρίδα του, το Αϊβαλί, που άφησε παλικαρόπουλο το 1914, ιστορούσε την τότε ζωή. Ακουγαν τα μικρά παιδιά για την όμορφη πολιτεία, τα μπερεκέτια της Ανατολής, την όμορφη ζωή και τα καλά που άφησε πίσω ο κύρης τους. Τότε τρεμόπαιζε η φλόγα της λάμπας, σχημάτιζε παράξενες σκιές στους τοίχους του νταμιού, σαν να ζούσε και κείνη το παρελθόν.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας