Αθήνα, 25°C
Αθήνα
Αίθριος καιρός
25°C
25.7° 23.2°
2 BF
48%
Θεσσαλονίκη
Αίθριος καιρός
22°C
23.2° 20.3°
2 BF
55%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
23°C
23.3° 23.0°
2 BF
71%
Ιωάννινα
Αίθριος καιρός
16°C
15.9° 15.9°
2 BF
80%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
20°C
19.9° 19.9°
2 BF
60%
Βέροια
Αίθριος καιρός
21°C
21.5° 21.5°
0 BF
48%
Κοζάνη
Αίθριος καιρός
17°C
17.4° 17.4°
3 BF
42%
Αγρίνιο
Αίθριος καιρός
20°C
20.3° 20.3°
2 BF
73%
Ηράκλειο
Αίθριος καιρός
24°C
24.7° 23.8°
4 BF
60%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
23°C
22.7° 22.7°
4 BF
56%
Ερμούπολη
Αίθριος καιρός
23°C
23.4° 23.4°
4 BF
53%
Σκόπελος
Αίθριος καιρός
23°C
23.2° 23.2°
2 BF
61%
Κεφαλονιά
Αίθριος καιρός
24°C
24.2° 24.2°
1 BF
37%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
20.5° 20.5°
1 BF
69%
Λαμία
Σποραδικές νεφώσεις
24°C
24.0° 23.8°
0 BF
56%
Ρόδος
Αίθριος καιρός
24°C
23.8° 23.8°
4 BF
76%
Χαλκίδα
Αίθριος καιρός
18°C
20.0° 17.8°
0 BF
67%
Καβάλα
Αίθριος καιρός
19°C
19.3° 19.3°
2 BF
68%
Κατερίνη
Αίθριος καιρός
19°C
19.2° 19.2°
2 BF
87%
Καστοριά
Αίθριος καιρός
15°C
15.1° 15.1°
2 BF
60%
ΜΕΝΟΥ
Σάββατο, 14 Ιουνίου, 2025
trump reigan
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος του νεοφιλελευθερισμού όπως διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ υπό τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και συνεχίστηκε έως περίπου το 2007. Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ αποστασιοποιείται ανοιχτά από την παραδοσιακή, αλλά αφελή, αντίληψη ότι το διεθνές εμπόριο ωφελεί όλους | AP Photo/Mark Schiefelbein

Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και το κόστος της μετάβασης

Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί οι ΗΠΑ χάνουν στον διεθνή ανταγωνισμό και ιδίως από την Κίνα;» δεν εξαντλείται στα χαμηλά εργατικά κόστη, αλλά εστιάζει κυρίως στην τεχνολογική υπεροχή που η Κίνα καλλιέργησε με μακροπρόθεσμο κεντρικό σχεδιασμό.

Σε προηγούμενη ανάλυσή μας είχαμε εξετάσει τις δασμολογικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίες αντανακλούν βαθύτερες δομικές μεταβολές στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία. Οι πολιτικές αυτές εδράζονται στην επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης, μιας διαδικασίας που υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος του νεοφιλελευθερισμού όπως διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ υπό τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και συνεχίστηκε έως περίπου το 2007, όταν εκδηλώθηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση. Στο μεσοδιάστημα ο νεοφιλελευθερισμός προσέλαβε νέα χαρακτηριστικά, που συνοψίζονται στη λεγόμενη «Νέα Οικονομία» βασισμένη στην τεχνολογική καινοτομία ιδίως στους τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Αυτό οδήγησε στην ιδέα ότι οι οικονομίες εισέρχονταν σε μια φάση σταθερής και αδιάλειπτης ανάπτυξης απαλλαγμένης από τις περιοδικές κρίσεις του παρελθόντος. Πολλοί αναλυτές υποστήριξαν τότε ότι η «Νέα Οικονομία» ήταν ικανή όχι μόνο να απορροφά εξωγενείς κραδασμούς, αλλά και να επικρατήσει διεθνώς ακόμη και έναντι των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών. Ωστόσο η πραγματικότητα διέψευσε αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις.

Το πρώτο σοβαρό πλήγμα ήρθε με την έκρηξη της «φούσκας» των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας (2000-2002). Ακολούθησε η ακόμη πιο σοβαρή φούσκα στην αγορά ακινήτων (2006-2007), η οποία αποτέλεσε την απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008-2009), που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση των τραπεζικών κολοσσών Bear Stearns και Lehman Brothers, τη σχεδόν βέβαιη χρεοκοπία της διεθνώς και εξαιρετικά διασυνδεδεμένης ασφαλιστικής εταιρείας AIG καθώς και της General Motors, οι οποίες χρειάστηκαν κρατική παρέμβαση για τη διάσωσή τους. Ολα τα ανωτέρω υποδηλώνουν ότι ακόμη και οι πιο τεχνολογικά προηγμένες μορφές καπιταλισμού δεν είναι απαλλαγμένες από τις εγγενείς αντιφάσεις τους.

Η χρηματοπιστωτική κρίση δεν περιορίστηκε στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε και στην ευρωζώνη, όπου αναδείχτηκαν έντονες δημοσιονομικές ανισορροπίες ιδίως στα κράτη-μέλη γνωστά και ως PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία). Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κατέφυγαν σε διεθνείς μηχανισμούς στήριξης προκειμένου να αποτρέψουν την άτακτη χρεοκοπία, γεγονός που ανέδειξε τις δομικές αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικονομικού οικοδομήματος και των χωρών που το απαρτίζουν.

Στη μεταγενέστερη υφεσιακή περίοδο η πανδημία COVID-19 (2020-2022), οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Γάζα, σε συνδυασμό με πλήθος άλλων γεωπολιτικών εστιών ανάφλεξης, ενίσχυσαν το κλίμα παγκόσμιας αβεβαιότητας, που αν μη τι άλλο αντανακλά τους χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνση και τη συνεχιζόμενη κάμψη του διεθνούς εμπορίου. Πράγματι η παγκοσμιοποίηση, η οποία γνώρισε «ημέρες δόξας» κατά την περίοδο 1982-2007, από το 2008 εισέρχεται σε φάση κάμψης υποδηλώνοντας βαθύτερες μετατοπίσεις στο υπόδειγμα της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης.

Η παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ αποστασιοποιείται πλέον ανοιχτά από την παραδοσιακή, αλλά αφελή, αντίληψη ότι το διεθνές εμπόριο ωφελεί όλους. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι το εμπόριο, αν και αναγκαίο, γεννά σοβαρές ανισότητες τόσο μεταξύ κρατών όσο και εντός αυτών. Το ελεύθερο εμπόριο ευνοεί κυρίως τους ισχυρούς. Γι’ αυτό τα κλασικά εγχειρίδια Διεθνούς Εμπορίου χρειάζονται ριζική αναθεώρηση. Η παγκόσμια αγορά λειτουργεί ως ανταγωνιστικό πεδίο σύγκρουσης όπου οι επιχειρήσεις κυριολεκτικά «μάχονται υπέρ τιμών και αγορών», η μείωση των τιμών είναι εφικτή μόνο αν η τεχνολογική υπεροχή οδηγεί σε χαμηλότερο κόστος. Επομένως ο ανταγωνισμός, αντί για αμοιβαίο όφελος, οδηγεί συχνά σε συγκέντρωση ισχύος και περιθωριοποίηση των αντιπάλων.

Το εξεταζόμενο μοτίβο επιβεβαιώνει τις μαρξιστικές αναλύσεις για τη δυναμική του καπιταλισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από φθίνουσα κερδοφορία, όξυνση του ανταγωνισμού και συγκέντρωση-συγκεντροποίηση κεφαλαίου, διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Τα ανωτέρω αντιστρατεύονται τον μύθο του «ελεύθερου εμπορίου» αναδεικνύοντάς το ως πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ άνισων κεφαλαιακών συμφερόντων. Οι ηγεμονικές δυνάμεις επιδιώκουν την επέκταση της κυριαρχίας τους μέσω οικονομικού ελέγχου, καταναγκαστικών μηχανισμών και γεωπολιτικών παρεμβάσεων. Ετσι η αγορά δεν λειτουργεί ως ουδέτερος μηχανισμός, αλλά ως δομημένο πεδίο εξουσίας όπου η οικονομία αποκτά πολιτική διάσταση και το εμπόριο μετατρέπεται σε εργαλείο γεωστρατηγικής επιβολής. Βάσει των ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν απολέσει σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητάς τους, γεγονός που επιχειρείται να αντιστραφεί μέσω ενισχυμένης κρατικής παρέμβασης. 

Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί οι ΗΠΑ χάνουν στον διεθνή ανταγωνισμό και ιδίως από την Κίνα;» δεν εξαντλείται στα χαμηλά εργατικά κόστη, αλλά εστιάζει κυρίως στην τεχνολογική υπεροχή που η Κίνα καλλιέργησε με μακροπρόθεσμο κεντρικό σχεδιασμό. Υπό αυτό το πρίσμα παρατηρείται στροφή από τον νεοφιλελευθερισμό σε νέο παρεμβατισμό. Ο Μπάιντεν εγκαινίασε τη νέα στρατηγική με νομοθετικές πρωτοβουλίες και επιδοτήσεις για την αναβίωση της βιομηχανίας, τις οποίες ο Τραμπ συνεχίζει και ενισχύει. Αφετηρία της μεταστροφής αποτελεί η παραδοχή απώλειας του απόλυτου πλεονεκτήματος σε κρίσιμους τομείς, γεγονός που οδηγεί σε στοχευμένες δημόσιες πολιτικές για την ανάκτησή του. Παράλληλα η αμερικανική κυβέρνηση, ιδίως η τραμπική, ερμηνεύει τα εμπορικά της ελλείμματα ως αποτέλεσμα αθέμιτων πρακτικών και υποστηρίζει αφελώς ότι ισορροπημένα ισοζύγια με κάθε χώρα μπορούν να επιτευχθούν μέσω κατάλληλων δασμολογικών παρεμβάσεων.

Οικονομολόγοι με αντι-νεοφιλελεύθερες θέσεις, εμπνεόμενοι από τα παραδείγματα της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και εσχάτως της Κίνας, φαίνεται να επηρεάζουν τον νέο σχεδιασμό. Ωστόσο η Κίνα δεν είναι πλέον το «εργοστάσιο του κόσμου», αλλά ελέγχει κρίσιμα τμήματα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, ενώ παράγει το 58% των ηλεκτρικών οχημάτων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών τεχνολογιών όπως οι μπαταρίες. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές σπάνιων γαιών καταδεικνύουν την όξυνση του ανταγωνισμού και την είσοδο σε μια νέα φάση οικονομικού εξαναγκασμού και εμπορικού πολέμου.

Δύο αλληλένδετα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά: πρώτον, η κυρίαρχη θέση του δολαρίου ως του κατεξοχήν νομίσματος των διεθνών συναλλαγών αμφισβητείται από την πιθανή δημιουργία ενός εναλλακτικού, ψηφιακού διεθνούς νομίσματος στους κόλπους των χωρών BRICS. Δεύτερον, η ραγδαία αύξηση του δημόσιου χρέους, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Η Ουάσινγκτον φαίνεται να θεωρεί τη γεωπολιτική και στρατιωτική υπεροχή της αναγκαία, αν και όχι ικανή, προϋπόθεση για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου. Οσον αφορά το χρέος, η επίσημη γραμμή φαίνεται να υποστηρίζει πως η επιβολή δασμών μπορεί να αντισταθμίσει, αν όχι να εξαλείψει, τις αρνητικές του επιπτώσεις. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη επισημάνει σε προηγούμενη αρθρογραφία, μια τέτοια δασμολογική πολιτική ενέχει σοβαρούς κινδύνους καθώς εντείνει τον πληθωρισμό και το κόστος διαβίωσης, οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων και απειλεί τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι αγορές μάλιστα έχουν ήδη αντιδράσει με προληπτικές διορθώσεις στα χρηματιστήρια μόνο και μόνο από την προοπτική υιοθέτησης αυτών των μέτρων. Το μήνυμα είναι σαφές: (α) δεν διαφαίνεται εύκολη λύση και (β) ενισχύεται ο ρόλος του κράτους και του οικονομικού σχεδιασμού.

*(Αφ.) Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑΜΑ

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και το κόστος της μετάβασης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας