Η συγχώρεση έχει εννοιολογηθεί ως η μείωση του κινήτρου ενός θύματος να επιδιώξει εκδίκηση για τον δράστη. Έχει συνδεθεί πρωτίστως με τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις επιπτώσεις της στον ανθρώπινο ψυχισμό. Πλήθος ερευνητικών δεδομένων από την επιστήμη της ψυχολογίας συνηγορούν στα οφέλη της συγχώρεσης. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι συμβάλλει στη μείωση του άγχους και της κατάθλιψης και στην αύξηση της συναισθηματικής ευεξίας, προάγει υγιείς και λειτουργικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και βελτιώνει την ποιότητα ζωής.
Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες επισημαίνουν ότι η συγχώρεση δεν είναι πάντα επωφελής, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε διαιώνιση καταχρηστικών ή ανισότιμων σχέσεων, αυξάνοντας την πιθανότητα εκμετάλλευσης του ατόμου που συγχωρεί, καθώς οι δράστες απαλλάσσονται από ανεπιθύμητες συνέπειες (π.χ. θυμό, κριτική, απόρριψη, μοναξιά) που σε διαφορετική περίπτωση θα τους απέτρεπαν από το να επαναλάβουν την ίδια συμπεριφορά. Το 2011 δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Personality and Social Psychology Bulletin τα αποτελέσματα μιας διαχρονικής μελέτης υπό τον τίτλο «Η σκοτεινή πλευρά της συγχώρεσης: Η τάση προς συγχώρεση προβλέπει τη συνεχιζόμενη ψυχολογική και σωματική επιθετικότητα στον γάμο». Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα, οι σύζυγοι που ανέφεραν ότι ήταν πιο συγχωρητικοί βίωσαν ψυχολογική και σωματική επιθετικότητα που παρέμεινε σταθερή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του γάμου, ενώ οι σύζυγοι που ανέφεραν ότι ήταν λιγότερο συγχωρητικοί παρουσίασαν μείωση και στις δύο μορφές επιθετικότητας με την πάροδο του χρόνου. Τα δεδομένα αυτά έρχονται να αναδείξουν τα σκοτεινά σημεία της συγχώρεσης, καθιστώντας την μια υπό όρους θετική συνθήκη.
Όλο και περισσότερο εμφανίζεται στις ακαδημαϊκές συζητήσεις και τον δημόσιο διάλογο ο όρος «τοξική συγχώρεση», ο οποίος αναφέρεται στην υπό πίεση συγχώρεση, συχνά χωρίς να έχει υπάρξει πραγματική επίλυση των υποκείμενων ζητημάτων. Αυτή η μορφή συγχώρεσης μπορεί να προκύπτει από κοινωνικές πιέσεις, εσωτερικευμένη ενοχή ή την επιθυμία διατήρησης της ευημερίας των άλλων εις βάρος της προσωπικής. Και πάλι, το πλαίσιο αναφοράς είναι το πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Τι συμβαίνει όμως όταν η συγχώρεση αφορά τη σχέση κράτους-πολίτη; Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της συγχώρεσης στην πολιτική έχει προσελκύσει αυξημένο ενδιαφέρον τόσο από τους πολιτικούς θεωρητικούς όσο και από τα κινήματα πολιτών. Από τη στιγμή που η Γερμανοαμερικανίδα, εβραϊκής καταγωγής, ιστορικός και φιλόσοφος Χάνα Άρεντ ανέδειξε τη χαρακτηριστική απουσία της συγχώρεσης στις πολιτικές παραδόσεις, έχει διαμορφωθεί ένα εκτενές διεπιστημονικό σώμα βιβλιογραφίας που διερευνά τη δυναμική της πολιτικής συγγνώμης και της συγχώρεσης. Η Άρεντ αντιλαμβάνεται τη συγχώρεση ως ένα αμιγώς πολιτικό φαινόμενο που χρησιμεύει για να μετριάσει την αμετάκλητη φύση των πράξεων. Για εκείνη, η συγχώρεση είναι απαραίτητη επειδή οι πράξεις, μόλις πραγματοποιηθούν, δεν μπορούν να αναιρεθούν· επιβιώνουν όχι μόνο μέσα από τις συνέπειές τους, αλλά και μέσω των αφηγήσεων που δημιουργούνται γύρω από αυτές. Η Χάνα Άρεντ προβαίνει στη διάκριση μεταξύ παραπτωμάτων, τα οποία μπορούν να συγχωρεθούν, και εγκλημάτων, τα οποία αποτελούν πράξεις εκούσιου κακού και ανήκουν στη σφαίρα της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Ακόμα πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως το «ριζικό κακό» (π.χ. το Ολοκαύτωμα), δεν μπορούν ούτε να συγχωρεθούν ούτε να τιμωρηθούν, παρά μόνο να εξαλειφθούν.
Στο πολιτικό πλαίσιο, η συγχώρεση συχνά χρησιμοποιείται ως μέσο για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής ειρήνης. Παρόλο που αυτός ο στόχος μπορεί να φαίνεται ευγενής, εγείρει σοβαρά ηθικά ζητήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την αυθεντικότητα και τη νομιμοποίηση της πολιτικής συγχώρεσης.
Μία από τις κύριες κριτικές προς την πολιτική συγχώρεση είναι ότι μπορεί να μην προέρχεται από μια ειλικρινή ηθική αλλαγή ή μεταμέλεια, αλλά να υπαγορεύεται από σκοπιμότητες. Στο πεδίο της πολιτικής αρένας, τα κόμματα, οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες τους ενδέχεται να προωθούν δημοσίως τη συγχώρεση για να προβάλλουν μια εικόνα κοινωνικής σταθεροποίησης και ηθικής ανωτερότητας, ακόμα και όταν οι υποκείμενες αδικίες παραμένουν άλυτες. Σε πολλές περιπτώσεις, η κρατική συγγνώμη για πολιτικά «λάθη», τα οποία έχουν σοβαρές συνέπειες για τον λαό ή για κάποια κοινωνική ομάδα, λειτουργεί περισσότερο ως συμβολική χειρονομία παρά ως ουσιαστική προσπάθεια αντιμετώπισης των θεσμικών στρεβλώσεων. Οι ηγέτες μπορεί να πιέζουν για συγχώρεση, χωρίς ωστόσο αυτή η επίκληση να συνοδεύεται από ουσιαστικές επανορθωτικές πράξεις, γεγονός που υπονομεύει τη βαθύτερη ηθική αξία της.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι ότι η πολιτική χρήση της συγχώρεσης μπορεί να οδηγήσει στη φίμωση των θυμάτων και στην παράκαμψη της δικαιοσύνης. Η επιβολή πολιτικής συγχώρεσης από τα πάνω, χωρίς τη φωνή των θυμάτων, μπορεί να μετατρέψει τη συγχώρεση σε καταναγκασμό, ιδιαίτερα όταν απουσιάζει η μεταμέλεια των δραστών.
Πολιτικοί ηγέτες που κατηγορούνται για σοβαρά παραπτώματα μπορεί να χρησιμοποιούν τη ρητορική της συγχώρεσης ως στρατηγική αποφυγής ευθύνης, αποκατάστασης της δημόσιας εικόνας τους και διατήρησης της εξουσίας, χωρίς να υπόκεινται σε ουσιαστική λογοδοσία. Αυτός ο τύπος συγχώρεσης μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός συγκάλυψης των εγκλημάτων αντί για την αντιμετώπισή τους.
Το ζήτημα καθίσταται ιδιαίτερα σοβαρό όταν η συγχώρεση προς έναν ηγέτη παρέχεται χωρίς να έχει προηγηθεί απολογία, έκφραση συγγνώμης ή ανάληψης ευθύνης εκ μέρους του. Η «πολιτική μη-απολογία» (The Political Non-Apology) στερείται βασικών στοιχείων μιας γνήσιας συγγνώμης, όπως η ειλικρινής μεταμέλεια, η αναγνώριση του σφάλματος και η δέσμευση για αλλαγή. Αντ’ αυτού, περιλαμβάνει ασαφείς αναφορές («Λυπάμαι αν κάποιοι αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από τα γεγονότα που συνέβησαν»), χρήση παθητικής φωνής («Έγιναν λάθη που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση»), υπό όρους διατύπωση («Αν τυχόν υπήρξαν προβλήματα στη διαχείριση της κατάστασης, θα πρέπει να τα εξετάσουμε»), υποβάθμιση του παραπτώματος («Ήταν μια παρεξήγηση που οδήγησε σε δυσάρεστες καταστάσεις») και μετατόπιση ευθυνών («Η αντιπολίτευση εκμεταλλεύεται το ζήτημα αυτό για πολιτικούς λόγους»). Τέτοιου είδους διατυπώσεις καθιστούν τη συγγνώμη ένα ρητορικό εργαλείο χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς δεν συνοδεύονται από έμπρακτη ανάληψη ευθύνης ή δέσμευση για αλλαγή, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση. Η αυξανόμενη χρήση της «μη-απολογίας» στη δημόσια σφαίρα ενισχύει τον κυνισμό και την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική. Όταν οι πολιτικοί αποφεύγουν συστηματικά την ανάληψη ευθύνης, υπονομεύουν τις διαδικασίες λογοδοσίας και, κατ’ επέκταση, αποδυναμώνουν τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Επίσης, η πολιτική συγγνώμη προσφέρεται συχνά ως αντάλλαγμα για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας. Οι πολιτικές συγχώρεσης που εκπορεύονται από τις κυβερνήσεις συχνά είναι επιλεκτικές, ευνοώντας συγκεκριμένες ομάδες έναντι άλλων και διαιωνίζοντας τις ασυμμετρίες ισχύος στην κοινωνία. Η επιλεκτική φύση της πολιτικής συγχώρεσης εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη δικαιοσύνη και την ισότητα, καθώς συχνά εργαλειοποιείται προς όφελος των ελίτ, αντί να προάγει μια ουσιαστική και αυθεντική διαδικασία συμφιλίωσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται σε σύγκρουση ή αντιπαράθεση.
Για να είναι η πολιτική συγχώρεση ηθικά ουσιαστική, πρέπει να βασίζεται σε μια ειλικρινή αναγνώριση του αδικήματος και να συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα λογοδοσίας. Η πρόκληση είναι να εξισορροπηθεί η επιθυμία για κοινωνική σταθερότητα με την αδιαπραγμάτευτη απαίτηση για δικαιοσύνη, διασφαλίζοντας ότι η συγχώρεση δεν θα λειτουργήσει ως επικοινωνιακό τέχνασμα για τη διατήρηση της εξουσίας, αλλά ως ουσιαστικό εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού και δημοκρατικής ανασυγκρότησης.
*Διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Aix-Marseille (Γαλλία)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας