Μια από τις δυσκολότερες περιόδους που έζησε ο Κ. Σημίτης ως πρωθυπουργός της χώρας υπήρξε η ιταμή πρόκληση το 2000, του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με πρόσχημα τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το 1982 επίσης επήλθε ρήξη με την Εκκλησία για τη μεταρρύθμιση με την οποία θεσμοθετήθηκαν: α) Η αναγνώριση της ανύπαντρης μητέρας και των εκτός γάμου παιδιών, η ονοματοδοσία των παιδιών χωρίς την προϋπόθεση της χριστιανικής βάπτισης, η αποποινικοποίηση της μοιχείας κ.ά. β) Ο «Διαχωρισμός Κράτους - Εκκλησίας» και ο υποχρεωτικός πολιτικός γάμος. Τελικά ο Α. Παπανδρέου υποχώρησε και αποδέχθηκε την ισοτιμία πολιτικού και θρησκευτικού.
Δέκα χρόνια μετά, ο φέρελπις Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προέταξε τον χριστιανικό φονταμενταλισμό και διεκδίκησε πολιτική εξουσία. Αφορμή, συνέντευξη του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν απαιτείται η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το αρχιεπισκοπικό προνουντσιαμέντο του Χριστόδουλου ήταν πολιτική πράξη που η χώρα είχε βιώσει μόνο στα χρόνια του Διχασμού 1915-1917, από τον επίσης τότε ακροδεξιό Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Μηνόπουλο. Η Νέα Δημοκρατία συντάχθηκε μαζί του, ζητώντας δημοψήφισμα και μετατρέποντας τους ιερούς ναούς σε εκλογικά τμήματα.
Για τη λαοσύναξη της Αθήνας προανήγγειλαν ότι όλοι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ θα έδιναν το «παρών». Ο δημοκρατικός κόσμος ήταν πράγματι μουδιασμένος. Προσωπικά, είχα κατανοήσει ότι επιδίωκε πολιτική εξουσία όταν το 1998 συνέταξα τροπολογία ενόψει της τότε Διαδικασίας Αναθεώρησης του Συντάγματος για την «κατάργηση του θρησκευτικού όρκου». Ο Χριστόδουλος εξέδωσε χυδαία ανακοίνωση, αποκαλώντας όσους υπογράψαμε την τροπολογία «Γραικύλους και ευρωλιγούρηδες». Στην Επιτροπή Αναθεώρησης ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Β. Γιαννόπουλος και ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ με κάλεσαν στην παράπλευρη αίθουσα της Γερουσίας και μου ζήτησαν να μη συνεχίσω, διότι θα έχει μεγάλο κόστος στο κόμμα μας. Τους γνώρισα ότι είχαν υπογράψει ήδη την τροπολογία 53 βουλευτές, 52 από το ΠΑΣΟΚ και ένας ηρωικός βουλευτής της Ν.Δ., ο Πάνος Λουκάκος.
Αίφνης, ο Χριστόδουλος άλλαξε στρατηγική και άρχισε να εκθειάζει τον Α. Παπανδρέου ως πατριώτη, για να νομιμοποιηθεί η επίθεσή του στον Κ. Σημίτη, αλλά και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος είχε δηλώσει: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν απειθαρχεί προς τους νόμους των κρατών και οφείλει να τους σέβεται».
Συνέταξα δήλωση βασιζόμενος στα λεγόμενα του Χριστόδουλου που ως Μητροπολίτης Δημητριάδος αρθρογραφούσε επιτιθέμενος χυδαία ενάντια στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ειδικά στον Α. Παπανδρέου, για τον οποίο έλεγε ότι «νιώθει ντροπή που είναι πρωθυπουργός της χώρας ένας μοιχός».
Η δήλωσή μου μεταξύ άλλων έλεγε: «Ο κ. Χριστόδουλος προκαλεί και επιθυμώ να θέσω τρία ερωτήματα, και να δώσω τρεις απαντήσεις βάσει των λεγομένων του:
Ερώτηση πρώτη: Πώς θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός που ισχυρίζεται ότι δεν αντελήφθη ότι υπήρξε χούντα η οποία βασάνιζε και εξόριζε δημοκρατικούς πολίτες, διότι μελετούσε;
Απάντηση: Οτι υποκρίνεται δόλια.
Ερώτηση δεύτερη: Πώς θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός που μάχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο και μηχανεύεται τρόπους μείωσης του Πατριάρχη;
Απάντηση: Οτι είναι θεομπαίχτης και αγύρτης.
Ερώτηση τρίτη: Πώς θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός που υπήρξε επί χρόνια υβριστής του Ανδρέα Παπανδρέου και σήμερα για λόγους ιδιοτελείς τον επαινεί;
Απάντηση: Οτι έχει απύθμενο θράσος και για ίδιον όφελος καπηλεύεται τη θρησκεία».
Το γραφείο μου κατακλύστηκε από ενθουσιώδη μηνύματα δημοκρατικών πολιτών, αλλά και εκείνων που βωμολοχούσαν.
Ακολούθησαν καταγγελίες μητροπολιτών ότι είμαι άθεος και άλλα πολλά. Ο Σύλλογος Ιερέων της εκλογικής μου περιφέρειας της Λέσβου «απαγόρευσε την είσοδο μου στους Ναούς», τονίζοντας «οψόμεθα εις τας εκλογάς, κύριε Υπουργέ».
Στις 21.6.2000 πραγματοποιήθηκε η περιλάλητη λαοσύναξη στο Σύνταγμα, με παρόντες τους βουλευτές και την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ενώ από το ΠΑΣΟΚ παρευρέθησαν μόλις δύο. Στις εκλογές που ακολούθησαν, έλαβα μεγαλύτερο αριθμό ψήφων και το κόστος για το κόμμα ήταν ελάχιστο. Ο στόχος επετεύχθη, το θέμα πολιτικοποιήθηκε και η μάχη κλιμακώθηκε και κερδήθηκε.
«Συνελέγησαν» διαλαλούσαν τρία εκατομμύρια υπογραφές, τις οποίες ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος δεν αναγνώρισε, δηλώνοντας ότι «Οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος». Του έκλεισε, όπως λέει ο λαός, την πόρτα κατάμουτρα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε το νόμιμο της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Τον Ιούλιο του 2001, έπειτα από τρία χρόνια αγώνα, ο Κ. Σημίτης παρέθεσε στο Ζάππειο δεξίωση με την ευκαιρία της Επίσημης Ανακοίνωσης Ενταξης της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ, στην οποία παρευρέθησαν υπουργοί, οι αρχηγοί των κομμάτων και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής. Συνέπεσε να φτάσω την ίδια στιγμή με τον Λεωνίδα Κύρκο, ο οποίος με ασπάστηκε. Χαιρετήσαμε τον πρωθυπουργό, ο οποίος με κράτησε από το χέρι, κάνοντας δύο βήματα πίσω και μου είπε χαμηλοφώνως: «Νίκο, σε ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια που προσέφερες σε μια δύσκολη εθνική στιγμή».
Ο Κ. Σημίτης προχώρησε αυτό που πίστευε σωστό ώς το τέλος, βίωσε τη μοναξιά του αγώνα τον οποίο κέρδισε και αισθάνομαι ευτυχής που συμπορεύθηκα μαζί του σε εκείνη τη μεγάλη νίκη.
*Αρχιτέκτονας, π. βουλευτής - υπουργός
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας