Η εγκατάλειψη των σπουδών και η επιμήκυνση του χρόνου φοίτησης αποτελούν φαινόμενα με διαρκή παρουσία στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ενα ποσοστό φοιτητών, το οποίο για τις χώρες του ΟΟΣΑ εκτιμάται ώς και 30%, εγκαταλείπει τις σπουδές, γεγονός που αποτελεί αντικείμενο μελετών εδώ και δεκαετίες στη διεθνή βιβλιογραφία. Στην Ελλάδα, η επικείμενη (;) μαζική διαγραφή των φοιτητών που έχουν υπερβεί τον προβλεπόμενο χρόνο φοίτησης αναζωπύρωσε, τελευταία, τον διάλογο για τους πέραν των κανονικών εξαμήνων φοιτητές (ΠΚΕΦ) και έχουν πυκνώσει οι σχετικές αναφορές στα μέσα ενημέρωσης.
Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας, έως σήμερα, το ζήτημα στον δημόσιο διάλογο προσεγγίζεται ως διαχρονική παθολογία του εκπαιδευτικού συστήματος και με αρνητικούς όρους («αιώνιοι» φοιτητές, «λιμνάζουσα» φοίτηση). Υπό αυτήν την οπτική, ο διάλογος στα μέσα ενημέρωσης «ακροβατεί» μεταξύ προσωπικών εκτιμήσεων ή παραδοχών και επιλεκτικής χρήσης αριθμητικών δεδομένων.
Σύμφωνα με το ισχύον ώς το 2021 θεσμικό πλαίσιο, η φοιτητική ιδιότητα αποκτιόταν με την εγγραφή στα ΑΕΙ και εξέλειπε με την ολοκλήρωση των σπουδών ή την εκούσια διαγραφή. Το πανεπιστήμιο δεν διέθετε μηχανισμό αποπομπής φοιτητών για λόγους ελλιπούς φοίτησης ή ακαδημαϊκής αποτυχίας. Στο υπάρχον πλαίσιο, η ρεαλιστική «χαρτογράφηση» του πραγματικού φοιτητικού πληθυσμού και η διαμόρφωση πολιτικής διαχείρισης του ζητήματος είναι έωλη και επηρεάζεται από υπαρκτές στρεβλώσεις ως προς την έκταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φαινομένου.
Το Πανεπιστήμιο Πατρών, στην προσπάθειά του να εμπλουτίσει την πολιτική υποστήριξης της φοίτησης και μεγιστοποίησης των ποσοστών αποφοίτησης, εκπόνησε, το 2023, έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Η έρευνα έγινε από τον ομότιμο καθηγητή Δ. Βεργίδη (σύμβουλος ερευνητικού σχεδιασμού), τον καθηγητή Θ. Καραλή (επιστημονικός υπεύθυνος) και τον υπογράφοντα. Η έρευνα (διαθέσιμη εδώ: https://ctl.upatras.gr/repository/node/36) θεωρούμε ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επιχειρεί να «επανατοποθετήσει» τη σχετική συζήτηση και να θέσει επιπρόσθετα αφετηριακά σημεία διαλόγου.
Ειδικότερα, ως προς την έκταση του φαινομένου, καταδεικνύεται ότι η εγκατάλειψη και η επιμήκυνση των σπουδών είναι φαινόμενα σύμφυτα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα οποία εξαρτώνται από το εκάστοτε ιστορικό συγκείμενο και τις εκπαιδευτικές, πολιτικές και κοινωνικές εκδοχές του. Η έκτασή του διαφοροποιείται στον χρόνο, ποικίλλει από ίδρυμα σε ίδρυμα και από τμήμα σε τμήμα. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ΠΚΕΦ αυξάνονται προοδευτικά και το ποσοστό τους, ως προς τους τακτικούς φοιτητές, έχει ξεπεράσει το 100%. Εντούτοις το 70% – 75% των φοιτητών μας ολοκληρώνει τις σπουδές του, παρατείνοντάς τες για σύντομο ή μεγαλύτερο διάστημα. Η απουσία κεντρικού μηχανισμού καταγραφής του φαινομένου δεν επιτρέπει τον ακριβή υπολογισμό των ενεργών φοιτητών.
Το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα αλληλουχίας παραγόντων, των οποίων ο βαθμός επιρροής εξαρτάται από επιμέρους στοιχεία του εκάστοτε πανεπιστημιακού πεδίου και διακριτά ατομικά χαρακτηριστικά των φοιτητών. Οι παράγοντες που οδηγούν σε διακοπή ή επιμήκυνση των σπουδών είναι, σύμφωνα με την έρευνα, κατά φθίνουσα σειρά:
● ακαδημαϊκοί λόγοι (διδακτικό προσωπικό, δυσκολία των μαθημάτων, έλλειψη ενδιαφέροντος για το αντικείμενο σπουδών, δυσκολίες προσαρμογής)
● προσωπικοί λόγοι (οικογενειακά προβλήματα, προβλήματα υγείας, ψυχολογικά προβλήματα, στράτευση)
● παράλληλη εργασία (πλήρης, μερική ή περιστασιακή απασχόληση)
● οικονομικοί λόγοι (αδυναμία κάλυψης του κόστους των σπουδών)
● απρόβλεπτοι συγκυριακοί λόγοι, όπως η πανδημία.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρονται σε «συναυτουργία» παραγόντων, ταυτόχρονη εμφάνιση περισσοτέρων του ενός, που καθιστά δυσχερή την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών. Το ζήτημα, όπως εμφανίζεται, χαρακτηρίζουν «αιώνιοι μύθοι» και «λιμνάζοντα προβλήματα». «Αιώνιοι μύθοι», απόψεις που διατυπώνονται στον δημόσιο διάλογο και δεν στηρίζονται σε ερευνητικά δεδομένα, είναι:
α) «Το φαινόμενο παρατηρείται μόνο στο ελληνικό πανεπιστήμιο»: το φαινόμενο δεν είναι ελληνική ιδιομορφία, απαντάται και σε άλλες χώρες. Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στην απουσία ενδιάμεσων διαδικασιών αναγκαστικής εξόδου, με αποτέλεσμα τη σωρευτική επίδραση, η οποία στρεβλώνει την εικόνα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
β) «Η διαγραφή των ΠΚΕΦ θα λύσει το πρόβλημα»: η διαγραφή δεν είναι λύση αλλά παράκαμψη του προβλήματος. Τα χαμηλά ποσοστά λιμνάζουσας φοίτησης που θα διαμορφώσει δεν διασφαλίζουν ότι θα έχουμε μεγαλύτερα ποσοστά αποφοίτησης.
γ) «Η αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου θα λύσει το πρόβλημα»: το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο εξασφαλίζει την «έγκαιρη» διαγραφή όλων όσοι καθυστερούν αλλά δεν διασφαλίζει την εξάλειψη των γενεσιουργών αιτίων.
δ) «Οι οικονομικές δυσχέρειες εμποδίζουν την ολοκλήρωση των σπουδών»: οι οικονομικοί λόγοι δεν είναι η επικρατέστερη αιτία, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα.
ε) «Το φαινόμενο συνδέεται με το επίπεδο των φοιτητών/χαμηλή βάση εισαγωγής»: η άποψη δεν επαληθεύεται, τμήματα με υψηλές βάσεις εισαγωγής εμφανίζουν υψηλά ποσοστά ΠΚΕΦ.
Επιπρόσθετα, η ενδελεχής μελέτη αναδεικνύει «λιμνάζοντα προβλήματα», καταστάσεις δηλαδή που δεν τυγχάνουν της ανάλογης προσοχής από την πολιτεία και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και αποτελούν τις γενεσιουργούς αιτίες.
Συγκεκριμένα, η ακαδημαϊκή και η ψυχολογική ετοιμότητα, καθώς και η ωριμότητα των φοιτητών συχνά είναι ζητούμενο. Σε ένα σύστημα σχεδόν ακώλυτης προαγωγής, με μόνο σημείο «στένωσης» τις πανελλαδικές εξετάσεις, οι πιθανές ανεπάρκειες και οι δυσλειτουργίες των προηγούμενων βαθμίδων εμφανίζονται στο πανεπιστήμιο. Ο θεσμός των πανελλαδικών, αδιάβλητος από εξωτερικές παρεμβάσεις, δεν διασφαλίζει ότι «εισάγονται οι άριστοι». Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τον ελλιπή επαγγελματικό προσανατολισμό οδηγεί σε λανθασμένες επιλογές σπουδών.
Επίσης, η παραδοχή ότι οι ακαδημαϊκές επιδόσεις της προηγούμενης βαθμίδας είναι ασφαλής προγνωστικός δείκτης για τις επιδόσεις της επόμενης είναι παρωχημένη και συχνά είναι αναγκαία η ενδυνάμωση των φοιτητών κατά την είσοδο στο πανεπιστήμιο. Τέλος, το πλέγμα των ακαδημαϊκών λόγων που προαναφέρθηκαν και η απουσία ή η αναποτελεσματικότητα των θεσμικών αντίβαρων καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση των ενδοϊδρυματικών υποστηρικτικών δομών, σε ένα πλαίσιο όπου η αναλογία φοιτητών / διδακτικού προσωπικού όχι απλώς χωλαίνει αλλά είναι η τελευταία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η λήψη μέτρων εθνικής και ιδρυματικής πολιτικής, τα οποία θα εκπηγάζουν από τη συναίνεση και την ενεργό εμπλοκή της πολιτείας, των ακαδημαϊκών μονάδων και των φοιτητών, είναι επιτακτική. Σχετικά προτείνεται:
● η τροποποίηση της αναλογίας φοιτητών/μελών ΔΕΠ,
● η σύσταση «Παρατηρητηρίου φοίτησης» ανά ίδρυμα,
● η δημιουργία ισχυρού οικοσυστήματος υποστηρικτικών υπηρεσιών ανά πανεπιστήμιο,
● η ενδυνάμωση των Κέντρων Διδασκαλίας και Μάθησης,
● η θέσπιση διαγνωστικών τεστ και η αναδιαμόρφωση του προγράμματος μαθημάτων στο πρώτο έτος,
● η θέσπιση οριζόντιου «κατωφλιού επιτυχίας» για τα μαθήματα και η ενεργοποίηση μηχανισμού παρέμβασης όταν δεν επιτυγχάνεται,
● η διαμόρφωση συνθηκών «ήπιας» ή συμβατής με τη φοιτητική ιδιότητα εργασίας σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς
● η διεύρυνση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου αναστολής των σπουδών.
* Εκπαιδευτικός - ερευνητής, διδάκτορας Πανεπιστημίου Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας