Το πρόσφατο άρθρο του κυρίου πρέσβη συμπεριλαμβάνει ανοιχτή απειλή πολέμου προς την ανεξάρτητη κυβέρνηση της Ταϊβάν, η οποία πρέπει να εκλαμβάνεται μεγεθυντικά μέσα στο γενικότερο κινεζικό επικοινωνιακό πλαίσιο του τελευταίου χρόνου περί πολεμικής κίνησης της Κίνας μέχρι το 2027. Η Κίνα έχει εντείνει τις στρατιωτικές παρενοχλήσεις στα στενά της Ταϊβάν, ενώ το προπαγανδιστικό της υλικό τρέχει παράλληλα, βλ. σχετικό επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Quenching που παρουσίασε σχέδιο στρατιωτικής απόβασης.
Κύρια σημεία του άρθρου του πρέσβη αφορούν διαθλασμένους παραλληλισμούς με τον διαχωρισμό της Κύπρου, της Γερμανίας και τον αμερικανικό εμφύλιο. Η κύρια έμφαση και δικαιολογία είναι η ισχύς του δυνατού, που συνάδει με την ιστορική εξάπλωση της Κίνας ως ουσιαστικά μίας ηπειρωτικής ένωσης όπου τα εθνολογικά χαρακτηριστικά συνθλίβονται. Η βασική θέση του άρθρου, που επαναλαμβάνεται συνέχεια για εμπέδωση, είναι το πλάνο «μία χώρα, δύο συστήματα». Η Κίνα αυτοπαρουσιάζεται ως «φιλειρηνικό» κράτος το οποίο δεν έχει κηρύξει πόλεμο στα 75 χρόνια από την ίδρυση της Λαϊκής της Δημοκρατίας. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες πλευρές και συμβάντα που αξίζουν να αντιπαρατεθούν.
Το πλάνο «μία χώρα, δύο συστήματα» δεν συνδέεται φυσικά με τον ΟΗΕ, αλλά αποτελούσε συμφωνία μεταξύ Βρετανών και Κινέζων για την παράδοση του Χονγκ Κονγκ. Η σύγκριση με το Χονγκ Κονγκ έχει πολλά κενά. Οπως έχει παραδεχτεί και τονίσει επανειλημμένα ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης, Chris Patten, το Χονγκ Κονγκ διοικούνταν ως βρετανική αποικία κι όχι ως ανεξάρτητη δημοκρατία, κι επομένως οι αποικιοκράτες διόριζαν τον κυβερνήτη του. Σε αντίθεση, η Ταϊβάν λειτουργεί ως ανεξάρτητο κράτος εδώ και 75 χρόνια με πληθυσμό διπλάσιο της Ελλάδας και ως μία σύγχρονη δημοκρατία από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Επομένως, το πλάνο της «μίας χώρας» δεν αφορά αυτονομία από αποικιοκρατικό ζυγό.
Επίσης, παρ’ όλο που οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ απόκτησαν το δικαίωμα να εκλέγουν τον κυβερνήτη τους, το Πεκίνο επέβαλε το φιλτράρισμα των υποψηφίων, απόφαση που οδήγησε την περιοχή σε μαζικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις (βλ. το «Κίνημα της ομπρέλας»). Πίσω από αυτές τις κινητοποιήσεις υπάρχουν βαθιές δυσφορίες πάνω σε θέματα κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως της ελευθερίας της έκφρασης λόγω του συνεχόμενου περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών. Αυτό φάνηκε και πιο πρόσφατα, στο εκ νέου μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας, σχετικά με τον Νόμο Εθνικής Ασφαλείας του 2020, ο οποίος έχει πολύ ευρύ πλαίσιο εφαρμογής, που περιορίζει αντίστοιχα ένα μεγάλο εύρος ατομικών δικαιωμάτων στον βωμό των πανταχού συνωμοσιών, όπως η άσκηση έντονης κριτικής σε κυβερνητικά στελέχη για την υπεράσπιση της πολιτικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της περιοχής.
Η τελική καταστολή της λαϊκής αντίστασης οδήγησε σε ριζική συρρίκνωση των πολιτικών δυνάμεων και του ελεύθερου Τύπου. Γι’ αυτό και το πλάνο «μία χώρα, δύο συστήματα», α λα Χονγκ Κονγκ, φυσικά και δεν πουλάει στην Ταϊβάν κι αυτό φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές της χώρας. Επίσης, το κινεζικό πλάνο έχει «μικρά γράμματα» για ημερομηνία λήξης του, όπως με τα ευπαθή προϊόντα. Πριν από το 2020, η κοινή γνώμη στην Ταϊβάν ήταν πιο ανοιχτή σε τέτοιες προσεγγίσεις μεταξύ των δύο χωρών. Δηλαδή, υπάρχει γενικά κάποια προοπτική συνεργασίας, αλλά το Πεκίνο δεν φαίνεται να προσπαθεί σοβαρά να δημιουργήσει σιγά-σιγά κλίμα εμπιστοσύνης.
Στο γενικότερο επίπεδο συζήτησης βρίσκεται το ερώτημα αν η Κίνα είναι «φιλειρηνικό» κράτος, όπως περιγράφει το αφήγημα του πρέσβη. Σε καμία περίοδο της Ιστορίας δεν βρέθηκε χώρα η οποία θα βοηθούσε την Τουρκία να χτίσει βαριά βιομηχανία όπλων. Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι το 2007, το Πεκίνο υλοποίησε μυστικά μια τέτοια συνεργασία που έδωσε στην Τουρκία την τεχνογνωσία και τις βιομηχανικές μονάδες για την ανάπτυξη και παραγωγή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, ενώ οι πολεμοχαρείς τίτλοι τουρκικών εξωφύλλων μάς ενημέρωναν πρόσφατα ότι μπορούν να πλήξουν οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδος (βλ. Paul Iddo, «Tayfun test-firing puts spotlight on Turkey's ballistic missile program» (Forbes, 20/10/2022), και Fatih Yurtsever, «How did Turkey acquire the capability to produce ballistic missiles?» (Turkish Minute, 3/2/2023). Κινεζικές εταιρείες κάνουν συχνά περιοδείες στην Τουρκία για εξαγορές τουρκικών εταιρειών όπλων με σκοπό την ανάπτυξη και παραγωγή εξοπλισμών στη γείτονα.
Για τους Κινέζους, οι οποίοι φαίνονται να είναι ή τελείως αδιάβαστοι γεωπολιτικά ή παντελώς αδιάφοροι, τα εξοπλιστικά είναι μια βιομηχανική επιχειρηματική επένδυση όπως για όλα τα προϊόντα. Δεν έχουν κωλύματα κι ενδοιασμούς, παρ’ όλες τις έντονες κριτικές από οργανισμούς, όπως η Διεθνής Αμνηστία, για πωλήσεις όπλων σε χώρες που μαστίζονται από εμφύλιους πολέμους, όπως το Σουδάν, όπου η Κίνα και η Τουρκία πουλάνε όπλα κανονικά και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές που σκοτώνονται μεταξύ τους. Ταυτόχρονα κινητοποιούν τις πρεσβείες τους και οργανώνουν διακρατικές διπλωματικές συναντήσεις, ασκώντας άμεσα ή έμμεσα πίεση στη διεθνή κοινότητα θέτοντας τους όρους τους για τις σχέσεις μας μαζί τους ώστε να θυσιαστεί η Ταϊβάν.
*Δρ, Senior Lecturer in Law
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας