Από την αρχή της ύπαρξής του ο καπιταλισμός χαρακτηρίστηκε από ένα επίμονο, αμετακίνητο φαινόμενο που δεν υπήρχε στους προηγούμενους εκμεταλλευτικούς σχηματισμούς: τις οικονομικές κρίσεις. Σε τακτά διαστήματα, εκεί που φαινόταν ότι όλα πήγαιναν ρολόι, εμφανιζόταν αιφνίδια το φαινόμενο της «υπερπαραγωγής»: τα εμπορεύματα έμεναν απούλητα, οι επιχειρήσεις χρεοκοπούσαν, οι εργάτες πετιούνταν στην ανεργία, τα κεφάλαια έμεναν άπραγα, οι τράπεζες κατέρρεαν και οι πηγές της χρηματοδότησης στέρευαν. Η κρίση έριχνε την οικονομία στο χάος και τους εργαζόμενους στη φτώχεια, μεγάλες μάζες προϊόντων, μέσων παραγωγής και επιχειρήσεις καταστρέφονταν, ώσπου να ξεκινήσει δειλά μια νέα άνοδος και η κοινωνία να βγει προσωρινά από την κρίση.
Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η Βρετανία, η κλασική τότε καπιταλιστική χώρα, ριχνόταν στη δίνη μιας τέτοιας κρίσης κάθε 5 ως 7 χρόνια. Αργότερα, ενόσω ζούσε ακόμη ο Μαρξ, η χρονική διάρκεια του κύκλου, κραχ-ύφεση-ανάκαμψη-άνθιση-νέο κραχ, αυξήθηκε σε περίπου 10 χρόνια. Ο Ένγκελς περιέγραψε αυτή τη διαδικασία και σημείωσε τη μετάλλαξή της από τη δεκαετία του 1870, όταν η οξεία κρίση αντικαταστάθηκε για πρώτη φορά από μια χρόνια ύφεση και βάλτωμα των παραγωγικών δυνάμεων. Ο ίδιος και ο Μαρξ είδαν στις κρίσεις το ανοικτό ξέσπασμα των αντιφάσεων του καπιταλισμού. Διαπίστωσαν το αναπόφευκτό τους για όσο διαρκεί το καπιταλιστικό σύστημα και πρόβλεψαν ότι μελλοντικά ο καπιταλισμός θα μπορούσε να ελέγξει και να αναβάλει κάπως το συνεχές ξέσπασμά τους, με το τίμημα όμως της αναπαραγωγής τους σε μια ευρύτερη και πιο καταστροφική, παγκόσμια συστημική κλίμακα1.
Η συνύφανση του καπιταλισμού με τις κρίσεις σε όλη την ιστορική του διαδρομή θέτει εύλογα το ερώτημα για την αιτία των κρίσεων. Ποιοι παράγοντες βρίσκονται πίσω από τις κρίσεις; Είναι ένας ή πολλοί; Και αν αληθεύει το δεύτερο, ποιος είναι ο καθοριστικός;
Θα σκιαγραφήσουμε την απάντηση του Μαρξ μέσα από μια μεταφορά.
Φανταστείτε έναν άνθρωπο που ταξιδεύει σε ένα ορμητικό ποτάμι με τα πόδια πάνω σε δυο βάρκες, το καθένα δεμένο στέρεα και αχώριστα στη μια. Στην αρχή, όσο η διαδρομή είναι ομαλή, οι βάρκες προχωρούν μαζί, κολλημένες η μια στην άλλη, ώστε ο ταξιδιώτης μας δεν δοκιμάζει σοβαρές δυσκολίες. Σύντομα όμως, φτάνοντας σε πιο ορμητικά, ταραγμένα νερά, αρχίζουν να αποκλίνουν και να χωρίζουν. Στο μεταξύ χτυπούν σε πέτρες και βράχια, κλυδωνίζονται και κινδυνεύουν να ανατραπούν. Ο επιβάτης μας τεντώνεται, βάζει όλες τις δυνάμεις του και κατορθώνει να τις κρατήσει κοντά και να ισορροπήσει. Κάποια στιγμή νιώθει ότι τα κατάφερε και, με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, απολαμβάνει τη συναρπαστική, φρενήρη του κάθοδο. Ακολουθεί ένα απότομο τράνταγμα και μπαμ – οι βάρκες στραπατσάρονται στα κοντινά βράχια και ο ίδιος πετιέται τραυματισμένος στα νερά. Λίγο πιο κάτω το ποτάμι ηρεμεί κάπως και ο επιβάτης μας κατορθώνει, με τα πόδια πάντα δεμένα, να σταθεί πάλι στις βάρκες. Τους κάνει μια πρόχειρη επισκευή, ενισχύοντας τα πλευρά τους για να αντέχουν περισσότερο, και η ιστορία επαναλαμβάνεται σε νέα τμήματα του ποταμιού.
Ο καπιταλισμός είναι μια τέτοια κατασκευή όπως οι βάρκες και το ποτάμι της ιστορίας μας. Η μια του βάρκα είναι η κοινωνικοποίηση της παραγωγής· η άλλη η ιδιωτική νομή των μέσων της παραγωγής και των αποτελεσμάτων της. Η βαθύτερη αιτία που η καπιταλιστική συσσώρευση δεν μπορεί να προχωρά αδιατάρακτα και σημαδεύεται αναγκαία από κρίσεις είναι η αντικειμενική αδυναμία των δυο βαρκών να συμβαδίσουν. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενους εκμεταλλευτικούς σχηματισμούς, ο καπιταλισμός είναι ένα γρήγορο, ορμητικό ποτάμι, ώστε ακόμη και αν αληθεύει ότι οι δυο βάρκες ήταν ίδιο όλων, η αδυναμία να συγκρατηθούν μαζί χωρίς κρίσεις είναι γνώρισμα μόνο του καπιταλισμού. Με αυτή την έννοια, η βαθύτερη, γενική αιτία των κρίσεων είναι μία. Ταυτόχρονα, όμως, το πώς και πότε θα συμβεί η ανατροπή της βάρκας εξαρτάται από τη μορφολογία του ποταμιού, τη δύναμη των ρευμάτων και την κατάσταση της βάρκας μετά από κάθε επισκευή. Με αυτή τη δεύτερη έννοια, οι αιτίες των κρίσεων, δηλαδή οι αφορμές και οι ιδιαίτερες ωθήσεις της κάθε συγκεκριμένης κρίσης, είναι ταυτόχρονα πολλές.
Οι αναλύσεις του Μαρξ για τις κρίσεις ταιριάζουν αρκετά πιστά με την παραπάνω εικόνα. Επιχειρηματολογεί συχνά για το ότι ενώ οι διάφορες όψεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής εμφανίζονται ως ανεξάρτητες, διαχωρισμένες μεταξύ τους στιγμές δεν παύουν να αποτελούν μέρη ενός ενιαίου όλου και ότι ο καπιταλισμός τις φέρνει αναγκαία σε διάσταση, υπερεκτείνοντας τη μια έναντι της άλλης· όταν αυτό φτάνει στα άκρα, ξεσπά η κρίση που αποκαθιστά τη διαταραγμένη ισορροπία. Συζητά αυτή την πορεία αναφορικά με την αγορά και την πώληση, δείχνοντας πώς η προπόρευση της πρώτης έναντι της δεύτερης μπορεί να πυροδοτεί ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Ο Μαρξ αναφέρεται ιδιαίτερα εδώ στο διαχωρισμό της αγοράς από την πώληση ως το διακριτικό γνώρισμα της καπιταλιστικής οικονομίας, στο οποίο θεμελιώνεται η δυνατότητα των κρίσεων. Εμβρυωδώς, αυτός ο χωρισμός υπήρχε και στους προγενέστερους εκμεταλλευτικούς σχηματισμούς, με την καθολίκευση όμως των εμπορικών και χρηματικών σχέσεων παγιώνεται και δημιουργείται μια κατάσταση όπου μπορεί να μετατραπεί σε ρήξη. «Ο διαχωρισμός της ανταλλαγής σε δύο πράξεις, περιέχει ήδη το φύτρο των κρίσεων, τουλάχιστον τη δυνατότητά τους, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο όταν υπάρχουν οι βασικές συνθήκες της κλασικά και πλήρως ανεπτυγμένης κυκλοφορίας». Ο Μαρξ αναφέρει διάφορες δυνατότητες που μπορεί να σπάσουν την αλυσίδα των αγορών και των πωλήσεων. Αν η αξία ενός εμπορεύματος αλλάξει στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην αγορά και την πώληση ή αν μείνει απούλητο για ένα δεδομένο χρόνο, τότε μια σειρά συναλλαγών που εξαρτώνται από την πώλησή του δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί. Φυσικά κάθε τέτοια μεμονωμένη διακοπή δεν οδηγεί σε κρίση· ο Μαρξ αναγνωρίζει πλήρως το ρόλο της πίστης στο να λειαίνονται αυτές οι δυσχέρειες. Ωστόσο, όταν συσσωρεύονται αρκετές τέτοιες ανισορροπίες, τότε η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα: «η αδυναμία πληρωμής δεν συμβαίνει μόνο σε ένα, αλλά σε πολλά σημεία, επομένως, δημιουργείται μια κρίση (…) Η ανεξάρτητη μορφή» της αγοράς και της πώλησης «διαλύεται και η εσωτερική ενότητά τους εγκαθιδρύεται εξωτερικά από μια βίαιη έκρηξη»2.
Ο Μαρξ δεν αφιερώνει κάποιο έργο ή μέρος έργου σε μια ειδική συζήτηση των κρίσεων, που να φέρνει όλες τις ενοράσεις του μαζί. Οι έρευνές του όμως τον επαναφέρουν διαρκώς στο ζήτημα και οι παρατηρήσεις του μαρτυρούν τη μέριμνα να αναδειχτεί η γενική αιτία των κρίσεων και να φωτιστούν οι συγκεκριμένες μορφές τους.
Ο Μαρξ δίνει έμφαση στις αποκλίνουσες τάσεις και τις δυσαναλογίες του καπιταλισμού, όπως η αδυναμία της αγοράς να ακολουθήσει την παραγωγή, η οποία στο κορύφωμά της οδηγεί σε κρίσεις «υπερπαραγωγής»:
«Η αγορά επεκτείνεται πιο αργά από την παραγωγή· ή στον κύκλο μέσω του οποίου περνά το κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής του –ένας κύκλος στον οποίο δεν αναπαράγεται απλά αλλά αναπαράγεται σε διευρυμένη κλίμακα, στον οποίο διανύει όχι ένα κύκλο, αλλά μια σπείρα– έρχεται μια στιγμή κατά την οποία η αγορά εκδηλώνεται ως πολύ στενή για την παραγωγή. Αυτό συμβαίνει στο τέλος του κύκλου. Αλλά αυτό σημαίνει απλά: η αγορά είναι κορεσμένη. Η υπερπαραγωγή είναι έκδηλη. Αν η επέκταση της αγοράς συμβάδιζε με την επέκταση της παραγωγής, δεν θα υπήρχε κορεσμός στην αγορά, ούτε υπερπαραγωγή»3.
Και σε ένα άλλο σημείο: «Η υπερπαραγωγή εξαρτάται συγκεκριμένα από το γενικό νόμο της παραγωγής του κεφαλαίου: να παράγει στο όριο που θέτουν οι παραγωγικές δυνάμεις (δηλαδή, να εκμεταλλεύεται το μέγιστο ποσό εργασίας με το δεδομένο ποσό κεφαλαίου), χωρίς κανένα υπολογισμό για τα πραγματικά όρια της αγοράς ή τις ανάγκες που υποστηρίζονται από την ικανότητα πληρωμής· και αυτό γίνεται με τη συνεχή επέκταση της αναπαραγωγής και της συσσώρευσης και επομένως με τη συνεχή επαναμετατροπή του εισοδήματος σε κεφάλαιο, ενώ από την άλλη, η μάζα των παραγωγών παραμένει προσδεμένη στο μέσο επίπεδο αναγκών και πρέπει να παραμείνει προσδεμένη σε αυτό σύμφωνα με τη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής»4.
Διατυπώσεις όπως οι παραπάνω αξιοποιούνται συχνά για να στηριχτεί η θέση για την υποκατανάλωση ως τελική αιτία των κρίσεων. Ο λόγος που η αγορά δεν μπορεί να ακολουθήσει την παραγωγή είναι η υποκατανάλωση της εργατικής τάξης και, τελικά, η ίδια η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Οι ήδη συζητημένες απόψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ για την αδυναμία πραγματοποίησης της υπεραξίας στην εσωτερική αγορά οδηγούν αναγκαία σε αυτή τη θέση. Ωστόσο, η σκέψη του Μαρξ είναι πιο σύνθετη.
Αν δούμε στην υποκατανάλωση τη βασική αιτία των κρίσεων, τότε προκύπτει ότι ο καπιταλισμός είναι σε θέση να τη διαχειριστεί ενισχύοντας την κατανάλωση των παρασιτικών μεσοστρωμάτων, με τρόπο ώστε η λαϊκή υποκατανάλωση να μην ξεσπά σε καταστροφικές κρίσεις. Για να καταρρίψει αυτό το ενδεχόμενο η Λούξεμπουργκ αρνήθηκε κάθε ρόλο αυτών των στρωμάτων στην κατανάλωση, πέφτοντας σε μια πρόδηλη αυθαιρεσία. Ο Μαρξ, όπως είδαμε, δεν ακολουθεί αυτό το δρόμο. Αναγνωρίζει ότι η επέκταση της παραγωγής σημαίνει και επέκταση της αγοράς, καθώς οι καπιταλιστές προσλαμβάνουν νέους εργάτες στις επιχειρήσεις τους. Αναγνωρίζει επίσης ότι τα μεσοστρώματα συνεισφέρουν στην κατανάλωση της υπεραξίας και στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού. Αλλά η αναρχία και οι δυσαναλογίες ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής, και ακόμη στο εσωτερικό κάθε κλάδου –τα αναγκαία αποτελέσματα της καπιταλιστικής «παραγωγής για την παραγωγή»– επεμβαίνουν καθοριστικά στο να αποκλίνει η παραγωγή από τις κοινωνικές ανάγκες, με τρόπο μη υποκείμενο σε ρύθμιση.
Ακόμη και σε μια σοσιαλιστική οικονομία δεν θα μπορεί φυσικά να αποκλειστεί διόλου η αποτυχία μιας επιχείρησης ή ενός παραγωγικού εγχειρήματος. Η κλιματική αλλαγή, μέχρι να μπορέσει να ελεγχθεί, θα προκαλεί στα αρχικά στάδια της σοσιαλιστικής μετάβασης πολυάριθμες καταστροφές, και οι τέτοιου είδους δυσχέρειες δεν θα εκλείψουν εντελώς και σε επόμενα στάδια. Αλλά η σοσιαλιστική οικονομία θα είναι σε θέση να τις αντιμετωπίζει ανακατανέμοντας τις συνέπειες: όλοι θα θίγονται λίγο και έτσι κανείς δεν θα καταστρέφεται. Ο καπιταλισμός είναι ανελαστικός σε αυτό το πεδίο· δεν έχει πρόσβαση σε τέτοιες προσαρμογές. Κάθε κρίση, καταστρέφοντας τις μικρές επιχειρήσεις, ενισχύει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και τον ανταγωνισμό, κάνοντας την αστική τάξη να φορτώνει όλα τα βάρη στις μάζες.
Η καταστροφή των μικροαστών και των μικρών καπιταλιστών από τους μεγάλους δεν είναι ποτέ πλήρης. Ωστόσο ο καπιταλισμός τούς προκαλεί τέτοιες δυσχέρειες που η κατάστασή τους μακροχρόνια είναι μη βιώσιμη: για κάθε προσφερόμενη ελάφρυνση, τους φορτώνει δυο νέα βάρη. Στην πορεία η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους κάνει τις δυσχέρειες ανυπόφορες και ο καπιταλισμός αρχίζει ο ίδιος να τρώει τις σάρκες του. Η υποκατανάλωση είναι μόνο ένα αποτέλεσμα του συνόλου των παραπάνω δυσαρμονιών που με τη σειρά του γίνεται νέα αιτία σε ένα παγόβουνο αντιθέσεων, του οποίου οι θεωρητικοί της υποκατανάλωσης βλέπουν μόνο την πιο περίοπτη κορυφή.
Ο Μαρξ δεν αρνείται ότι το κεφάλαιο διαθέτει ορισμένα μέσα, μάλιστα υπολογίσιμα μετριασμού και ελέγχου των δυσαναλογιών και των αντιθέσεων που το ίδιο δημιουργεί. Αναφέρεται στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές επιχειρούν να συνδέσουν την προσφορά με τη ζήτηση μέσω της μεταξύ τους επικοινωνίας, των καταλόγων τιμών και ανταλλακτικών ισοδυναμιών, ως μια προσπάθεια να καταργηθούν οι δυσαναλογίες πάνω στο δικό τους έδαφος, που προετοιμάζει τις βάσεις της μελλοντικής κοινωνίας, τη γενική στατιστική, κοκ. Ο κρατικός παρεμβατισμός που αναπτύχθηκε στον 20ό αιώνα δεν είναι παρά μια συστηματική υλοποίηση αυτών των δυνατοτήτων. Αλλά ο Μαρξ σπεύδει να προσθέσει ότι οι αντίρροπες τάσεις είναι ισχυρότερες:
«Αν είναι η τάση του κεφαλαίου να κατανέμει τον εαυτό του στις σωστές αναλογίες, είναι εξίσου αναγκαία η τάση του να οδηγεί πέρα από τη σωστή αναλογία, επειδή αγωνίζεται απεριόριστα για πρόσθετη εργασία, πρόσθετη παραγωγικότητα, πρόσθετη κατανάλωση κ.λπ. (Στον ανταγωνισμό, αυτή η έμφυτη τάση του κεφαλαίου εμφανίζεται ως ένας καταναγκασμός που του επιβάλλεται από το άλλο κεφάλαιο και το οδηγεί πέρα από τη σωστή αναλογία με ένα συνεχές Προχώρα, Προχώρα!)»5.
Ο Μαρξ θεωρούσε τις κρίσεις ως αποφασιστικό παράγοντα της πτώσης του καπιταλισμού, με μια διπλή έννοια. Κατά πρώτο, οι ίδιες οι κρίσεις αποτελούν ένα περίοπτο δείκτη της αναντιστοιχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και η αυξανόμενη έντασή τους καθρεφτίζει το βάθεμα αυτής της αναντιστοιχίας. Και κατά δεύτερο, οι συμφορές που προκαλούν στις πλατιές μάζες του λαού εντείνουν τη δυσαρέσκειά τους και τις ωθούν αναγκαία στη σοσιαλιστική επανάσταση. Στο παρακάτω απόσπασμα συνδέει τις κρίσεις με την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, τονίζοντας ότι εξαιτίας της θα πρέπει μακροχρόνια να επαναλαμβάνονται σε διαρκώς ευρύτερη και πιο καταστροφική κλίμακα:
«Αφού η πτώση του κέρδους είναι συνώνυμη με μια πτώση στο λόγο της άμεσης εργασίας προς την ποσότητα της αντικειμενοποιημένης εργασίας την οποία αναπαράγει και θέτει εκ νέου, το κεφάλαιο θα δοκιμάσει τα πάντα για να αντισταθμίσει τη σμίκρυνση της αναλογίας της ζωντανής εργασίας προς το μέγεθος του κεφαλαίου γενικά, και συνεπώς τη σμίκρυνση της αναλογίας που έχει η υπεραξία, όταν εκφράζεται σαν κέρδος, προς το προκαταβλημένο κεφάλαιο. Θα επιδιώξει να το κάνει αυτό μειώνοντας το μερίδιο που πάει στην αναγκαία εργασία και ακόμη περισσότερο διευρύνοντας την ποσότητα της υπεραξίας σε σύγκριση με τη συνολική απασχολούμενη εργασία. Συνεπώς η ύψιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μαζί με τη μέγιστη επέκταση του υπάρχοντος πλούτου θα συμπίπτει με την απαξίωση του κεφαλαίου, την υποβάθμιση του εργάτη και μια πιο έντονη εξάντληση των ζωτικών δυνάμεών του. Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν σε εκρήξεις, κατακλυσμούς, κρίσεις, στις οποίες με τη στιγμιαία αναστολή της εργασίας και την εκμηδένιση ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου το τελευταίο περιορίζεται βίαια στο σημείο που μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί πλήρως τις παραγωγικές δυνάμεις του χωρίς να αυτοκτονήσει. Όμως αυτές οι τακτικά επαναλαμβανόμενες καταστροφές οδηγούν στην επανάληψή τους σε μια ανώτερη κλίμακα, και τελικά στη βίαιη ανατροπή του (…) Οι κρίσεις είναι έτσι ο γενικός δείκτης πέρα από την προϋπόθεση [την παγκόσμια αγορά], και η ώθηση να υιοθετηθεί μια νέα ιστορική μορφή»6.
Και ο Μαρξ επεξηγεί παραπέρα την επίδραση του πτωτικού ποσοστού του κέρ-δους στις κρίσεις: «Η πτώση του ποσοστού του κέρδους οδηγεί σε αύξηση του ελάχιστου ποσού κεφαλαίου –ή αύξηση του επιπέδου συγκέντρωσης των μέσων παραγωγής στα χέρια των καπιταλιστών– που απαιτείται γενικά για την παραγωγική απασχόληση της εργασίας, τόσο για την εκμετάλλευσή της, όσο και για να απασχολείται όχι περισσότερο από τον κοινωνικά απαιτούμενο χρόνο εργασίας για την κατασκευή ενός προϊόντος. Και υπάρχει μια ταυτόχρονη αύξηση της συσσώρευσης, δηλαδή της συγκέντρωσης, αφού το μεγάλο κεφάλαιο συσσωρεύεται πιο γρήγορα με ένα μικρό ποσοστό κέρδους από το μικρό κεφάλαιο με ένα μεγάλο ποσοστό κέρδους. Μόλις φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση επιφέρει με τη σειρά της μια νέα πτώση του ποσοστού του κέρδους. Η μάζα των μικρότερων, κατακερματισμένων κεφαλαίων είναι επομένως έτοιμη να αναλάβει ρίσκα. Από δω η κρίση»7 […]
Σημειώσεις
1. Βλέπε, π.χ., Φ. Ένγκελς, «Η Αγγλία το 1845 και το 1885, στα Διαλεκτά Κείμενα, σελ. 339-341 και «Πρόλογος στην αγγλική έκδοση» στο The Condition of the Working Class in England, Progress Publishers, Μόσχα 1977, σελ. 30 κ.ε. και Μαρξ, εδώ, σελ. 395: «Η καπιταλιστική παραγωγή», σημειώνει ο Μαρξ, αναφερόμενος στα όρια που θέτει στην «παραγωγή ως αυτοσκοπό» η ίδια η κεφαλαιοκρατική σχέση, «επιδιώκει διαρκώς να ξεπεράσει αυτά τα έμφυτα όρια, αλλά τα ξεπερνά μόνο με μέσα που θέτουν και πάλι αυτά τα όρια στο δρόμο της και σε πιο τρομερή κλίμακα».
2. Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Collected Works, Progress Publishers, τόμ. 32, σελ. 144-145 και τόμ. 28, σελ. 133.
3. Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Collected Works, τόμ. 32, σελ. 153-154.
4. Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Collected Works, τόμ. 32, σελ. 163-164. Βλέπε επίσης στο ίδιο, σελ. 144, 156 για τα προηγούμενα σημεία.
5. Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Collected Works, τόμ. 28, σελ. 98, 340.
6. Κ. Μαρξ, Collected Works, τόμ. 29, σελ. 134 και τόμ. 28, σελ. 160.
7. Κ. Μαρξ, Collected Works, τόμ. 33, σελ. 112. Για ένα παρόμοιο επιχείρημα, βλέπε επίσης Κ. Μαρξ, Capital, τόμ. ΙΙΙ, «Πλεονάζον κεφάλαιο και πλεονάζων πληθυσμός», εδώ σελ. 397 κ.ε.
*Συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας