Σύμφωνα με μια υπόθεση εργασίας, από τη μεγάλη εικόνα μπορούμε να αποκωδικοποιούμε τις μικρότερες όψεις· τα επιμέρους. Οσα βλέπουμε αλλά και αυτά που συμπεραίνουμε. Βέβαια η ίδια υπόθεση μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα: από τα μικρά, τα επιμέρους, μπορεί κάποιος να προχωρήσει στη σύνθεση της μεγάλης εικόνας. Ομως, σε κάθε περίπτωση, η θέση του Γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ για την κοινωνία της διακινδύνευσης ανοίγει ένα πεδίο στη σκέψη που θα έπρεπε να μας απασχολεί κάπως πιο δημιουργικά. Δεν μπορεί να είναι επωφελής και βιώσιμη καμία δημόσια πολιτική, εάν δεν λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους: τους φανερούς, τους λανθάνοντες, τους εξωγενείς.
Ηταν αξιοπρόσεκτη η τοποθέτηση του πρωθυπουργού στον ΟΗΕ για την «άνοδο της στάθμης των θαλασσών που απειλεί τις παράκτιες οικονομίες και κοινωνίες». Πιθανότατα να διαβλέπει τον αδύναμο κρίκο της ελληνικής οικονομίας που βασίζεται στη βιωσιμότητα της Μεσογείου, των νησιών και τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Παρά ταύτα, μετέχει σε συζητήσεις για εκμετάλλευση πόρων που θα πρέπει να βγουν από την ατζέντα της πιθανής μελλοντικής αξιοποίησης (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Θυμηθείτε, δύο χρόνια πριν, ορισμένα πρωτοσέλιδα που έδιναν την εντύπωση ότι η Ελλάδα θα γίνει μια μελλοντική Σαουδική Αραβία. Βεβαίως, έθιξε και το μεταναστευτικό. Αλλά το μεταναστευτικό δεν είναι καινούργιο κόσκινο. Είναι πανάρχαιο. Και έχει συγκεκριμένες αιτίες, οι οποίες δεν συζητούνται, ούτε θεραπεύονται. Και εάν συζητούνται, αυτό γίνεται υπό το πρίσμα ενός ογκούμενου κύματος εθνικισμού σε όλη την Ευρώπη που εκφράζεται πλέον ως απροκάλυπτος ρατσισμός σε ανελεύθερες δημοκρατίες και ως αντι-μεταναστευτικό ρεύμα στις περισσότερες χώρες. Μιλάμε για τους θεσμικούς εθνικισμούς που, καθώς ενσωματώνονται σε φοβικές δημόσιες πολιτικές, εντέλει, πλήττουν την καρδιά της Ενωμένης Ευρώπης. Το τραγικό είναι ότι οι εθνικισμοί δεν προτείνουν λύσεις. Ζουν με τα προβλήματα.
Στην Ευρώπη έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται οι μεγάλες απελπισίες στα σοβαρά κοινωνικά θέματα. Οι περισσότερες κυμαίνονται σε γκρίζες ζώνες επιχειρημάτων ορθολογικού κανόνα περί «αόρατου χεριού», σφιχτής εθνικής δημοσιονομικής διαχείρισης στην κατανομή των περιορισμένων πόρων και στοχευμένων επενδύσεων που εξαφανίζουν την εργασία από τον ορίζοντα. Ολα κινούνται στο πλαίσιο μιας βραχυπρόθεσμης πολιτικής σωτηρίας των κυβερνωσών ελίτ. Στην Ελλάδα, τα ίδια προβλήματα και απελπισίες –παρά τις προσπάθειες να κρυφτούν– εξελίσσονται στον υπερθετικό βαθμό.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για τους οποίους μιλούσε ο Ού. Μπεκ; Περιβάλλον, κλιματικές απειλές, αβεβαιότητες, εργασιακή ανασφάλεια, κόστος ζωής, ενεργειακή φτώχεια, ανισότητες, ανεργία και αποκλεισμός, υπονόμευση δημοκρατικών αρχών, ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, υποβάθμιση θεσμών (παιδεία, υγεία, ασφάλεια, δημόσιες υποδομές, πολιτισμός κ.λπ.), πόλεμοι στη γειτονιά μας (Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Παλαιστίνη κ.α.). Εδώ, η μονάδα, ο άνθρωπος, εξαφανίζεται. Υπάρχει κρυμμένος σε κάποιο στατιστικό μέτρο, δίχως σάρκα, δίχως ανάσα, ξένος από τη μοναδικότητα της ζωής του.
Στο τέλος του καταλόγου, έρχεται να προστεθεί η αντινομία μεταξύ οικονομικών και πολιτικών επιχειρημάτων. Η σημερινή οικονομική επιστήμη υποστηρίζει μια τακτοποιημένη σταθερή πολιτική και διαχείριση που ανιχνεύει μακροχρόνιες ισορροπίες. Ομως η κατεύθυνση των πόρων στην αγορά και όχι σε δημόσιους τομείς θα θεραπεύσει τα ήδη γνωστά προβλήματα; Και είναι ορθή πολιτική η κατάρρευση των δημόσιων υποδομών προς όφελος μιας ισορροπίας που πρόκειται να ανατραπεί και η οποία για ορισμένα αγαθά (παιδεία, υγεία, ασφάλεια, συγκοινωνίες, επικοινωνίες, ενέργεια, νερό) δεν εξασφαλίζεται με την αγορά; Η επωδός (και μπαμπούλας της εθνικής χρεοκοπίας) είναι οικονομικό ή πολιτικό επιχείρημα;
Το επίσημο αφήγημα πάσχει στη σύλληψή του. Οι ίδιοι οι εμπνευστές του δείχνουν απρόθυμοι να στηρίξουν με πόρους, κανόνες και θεσμούς την κοινωνία και την οικονομία. Από την άλλη, η πράσινη και αριστερή κριτική εστιάζει στις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής, δίχως κάποια διακριτή εναλλακτική πορεία. Η κριτική επικεντρώνεται μάλλον σε πρόσωπα και λιγότερο σε εφικτές και επιθυμητές πολιτικές συνθέσεις. Ο αντιπολιτευτικός λόγος είναι ελλιπής, παρότι η κυβέρνηση βαθμολογείται κάτω της βάσης. Παρότι το πολιτικό σύστημα ισχυρίζεται το αντίθετο, στην πράξη εμπεδώνεται απαξίωση, καχυποψία, αδιαφορία, ακηδία για τα προβλήματα. Υποσχέσεις αναπληρώσεων με… μελλοντικές πολιτικές διορθώσεις και υπερ-διαχειρίσεις σε ένα κλίμα παγκόσμιων αναταράξεων που ήρθαν για να μείνουν.
Για μία ακόμα φορά, η εννόηση του κόσμου και της κοινωνίας μας θα πρέπει να ακουμπάει τους ανθρώπους. Κυρίως τους ανθρώπους. Και, μονίμως, δεν το κάνει. Ούτε αναιρεί τις κανονιστικές υπερβολές του εμπεδωμένου ανορθολογισμού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενδιαφέρεται για το δικό της πολιτικό αφήγημα «εμείς μπορούμε καλύτερα» και η αντιπολίτευση για το αφήγημα αντι-Μητσοτάκη. Κι όλα, σε οργουελιανό κλίμα επιτήρησης και πειθαρχίας για τους πολλούς και ασυδοσίας για τους ημέτερους: διαφθορά, διαπλοκή, εθελοδουλία, φουσκωμένα «εγώ».
Ορισμένες καταρρεύσεις γίνονται σε δημόσια θέα. Οι περισσότερες, όμως, συντελούνται σιωπηρά, σχεδόν συναινετικά, ύπουλα. Κρύβονται επιμελώς, και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό· το μαύρο κουτί, η σκοτεινή πλευρά της διακινδύνευσης.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας