Διαβάζω τελευταία το καλό βιβλίο του Κώστα Ελευθερίου («Κρίση, κομματικό σύστημα, Αριστερά», εκδόσεις ΕΝΑ), μια καίρια ανάλυση του κομματικού συστήματος από την κρίση μέχρι σήμερα. Θυμήθηκα, λοιπόν, τον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό, ως τελευταίο συνεκτικό παράδειγμα της «Κεντροαριστεράς» στην Ελλάδα. Ακόμη και σήμερα, η εικόνα που φιλοτεχνήθηκε για τον Σημίτη διατηρεί μέρος της επιρροής της. Τεχνοκράτης, σοβαρός, ευρωπαϊστής, κυρίως, και «με όραμα», μεταρρυθμιστικό και προωθητικό.
Προβάλλεται συνεχώς, άλλωστε, ότι ήταν οι συντεχνίες, οι οποίες, εμποδίζοντας την ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση, συνέβαλαν καθοριστικά στην πτώχευση της χώρας, λίγα χρόνια μετά.
Ο «εκσυγχρονισμός» πράγματι διακήρυσσε διαρκώς την ανάγκη σύγκρουσης με το πελατειακό και το παρωχημένο. Με τα λόγια του Σημίτη, μείζον πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία αποτελούν «οι συντεχνίες […] και οι μονίμως απεργούντες». Ο ίδιος, βέβαια, στήριξε την επικράτησή του στη χειρότερη εκδοχή παλαιοπασοκικού συνδικαλισμού. Επ’ ουδενί θα εκλεγόταν πρόεδρος χωρίς τη μαχητική υποστήριξή του από τη «βαθιά» συνδικαλιστική γραφειοκρατία της εποχής. Από την άλλη, όπως θυμίζει ο Ελευθερίου, «τα πελατειακά δίκτυα όχι μόνο δεν περιορίστηκαν τη δεκαετία του 1990, αλλά, αντίθετα, μετασχηματίστηκαν σε πιο σύνθετα δίκτυα διανομής πόρων, που πλέον δεν αποτελούσαν πολιτική πρακτική νομιμοποίησης μιας διευθέτησης, αλλά βασικό όρο για την αναπαραγωγή της». Το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των «δυναμικών στρωμάτων» της ελληνικής κοινωνίας σε αντίστιξη με τους υστερούντες, οικονομικά και πολιτισμικά. Ηταν μια παράταξη των νικητών, των ανοιχτών στην παγκοσμιοποίηση μερίδων, όσων ήταν στραμμένοι «μπροστά και όχι πίσω».
Οι μεταρρυθμίσεις της εποχής του ήταν, στο σύνολό τους, προκλητικά νεοφιλελεύθερες. Ολες σχεδόν οι σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις –τράπεζες, επικοινωνίες, υποδομές κ.ά.– πραγματοποιήθηκαν από τις σημιτικές κυβερνήσεις. Το σύνθημα για εργασιακές σχέσεις-λάστιχο και «απασχολησιμότητα» έγινε το πιο ανοιχτά ταξικό πρόταγμα των εκσυγχρονιστών. Η, ανέντιμη, ανήθικη χωρίς αμφιβολία, προώθηση του Χρηματιστηρίου κατέστρεψε πάρα πολύ κόσμο, που γελάστηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τις «διαβεβαιώσεις» του και έχασε τις λίγες οικονομίες του στο όνομα ενός «εκσυγχρονισμένου λαϊκού καπιταλισμού».
Τέτοιες υπήρξαν οι επιτυχίες του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα. Μαζί και στα δημοσιονομικά: ο Σημίτης το 2004 άφησε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 4% και συνολικό 9%! Οπως σημείωνε πρόσφατα ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, «το δημοσιονομικό πρόβλημα που οδήγησε στην κρίση δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά τη διετία 2008-2009, αλλά είχε ήδη ξεκινήσει από το 2001». Αναφέρθηκα εκτενώς στον Σημίτη γιατί υπήρξε, για πολλούς, η εμβληματική μορφή της «Κεντροαριστεράς», μιας ταξικής δύναμης, που, από τα πράγματα, έπαιξε τον ρόλο του αντικοινωνικού οδοστρωτήρα.
Αυτό ισχύει και διεθνώς. Η απολύτως καταστροφική «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», που έκανε τον κανιβαλικό νεοφιλελευθερισμό αδήριτη συνθήκη, χρωστάει τα περισσότερα στον Κλίντον. Η Μέρκελ υπήρξε σχεδόν κομμουνίστρια, αν πάρουμε υπόψη τις πρωτοφανείς αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις» των Σοσιαλδημοκρατών του Σρέντερ. Ο Μπλερ κατάφερε στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων να ισοφαρίσει τη Θάτσερ. Ακόμη και ο Ζοσπέν, που υπήρξε ηπιότερη περίπτωση, προώθησε ιδιωτικοποιήσεις που η Δεξιά δύσκολα θα αναλάμβανε. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η διεθνής Κεντροαριστερά υπήρξε η φωλιά των πιο αδίστακτων γερακιών – καλά που υπάρχουν και οι Γερμανοί Πράσινοι, για να τους υπερκεράσουν.
Είναι προφανές ότι η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού θα ήταν σίγουρα δυσκολότερη χωρίς την ενθουσιώδη συμβολή της «Κεντροαριστεράς». Η «Κεντροαριστερά» ήδη από τη δεκαετία του 1990 ήταν ακραίο Κέντρο. Και αυτό, με λίγες εξαιρέσεις στην Ευρώπη, είναι ακόμη σήμερα.
Ο Κλίντον, ο Μπλερ, ο Σημίτης, ο Σρέντερ έπαιξαν παραδειγματικά τον ρόλο που περίμενε από αυτούς ο Ανιέλι, όταν έλεγε ότι οι αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις» είναι δύσκολο να περάσουν με δεξιές κυβερνήσεις.
Αν η μία τάση της εποχής είναι η ορμητική άνοδος της Ακροδεξιάς, η δεύτερη είναι το εκτεταμένο pasokification. Η σύγκλιση των κομμάτων του κράτους –«κεντροδεξιών» και «κεντροαριστερών»– σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα απομάκρυνε από τα δεύτερα την παραδοσιακή κοινωνική τους βάση. Τα κατέστησε κοινωνικά άχρηστα.
Είναι εντυπωσιακό, λοιπόν, πως στη χώρα μας η αναζήτηση της «Κεντροαριστεράς» θεωρείται κεντρικό επίδικο για τη διαμόρφωση μιας «προοδευτικής» πολιτικής. Η συστημική αναζήτηση ενός «κεντροαριστερού» φορέα είναι καθ᾽ όλα εύλογη. Η φθορά της κυβέρνησης θα ήταν καλό να διοχετεύσει την ψήφο σε μια πολιτική δύναμη, που, σε ό,τι αφορά την εφαρμοσμένη πολιτική, ελάχιστες διαφορές παρουσιάζει από τη σημερινή.
Η «Κεντροαριστερά» δεν είναι «κάτι το ωραίον». Η πιθανή, νομίζω, πληθυντική συνένωση –ΠΑΣΟΚ, οπαδοί του Τσίπρα, ΝεΑρ– δεν είναι καλή εξέλιξη για τις κατώτερες τάξεις. Αυτό για το οποίο υπάρχει επείγουσα ανάγκη είναι μια Αριστερά ταξικά προσανατολισμένη με «αδιαλλαξία», με παρρησία, δηλαδή, η οποία θα επιχειρήσει να θέσει στο προσκήνιο τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την εργατική τάξη, με την ευρύτερη έννοια. Γι’ αυτά δεν υπάρχουν ούτε μικρομεσαίες ούτε κεντρώες λύσεις.
*Από τις εκδόσεις «Τόπος» κυκλοφορεί το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου «Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση: Απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας