Οι παλαιότεροι καθηγητές των διεθνών σχέσεων και συγκεκριμένα όσοι δίδαξαν στην εποχή του διπολισμού, της ιδεολογικής και υλικής αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης και της πυρηνικής αποτροπής, θα θεωρούσαν ένα σενάριο πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης με διάρκεια που να πλησιάζει την τριετία κατάλληλο για ταινία επιστημονικής φαντασίας. Στην ίδια κατηγορία θα ενέτασσαν μια σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας ακόμη και όταν η διαίρεση Ανατολής-Δύσης είχε παύσει προ πολλού να υπάρχει. Ομως αυτή η σύγκρουση έγινε πραγματικότητα και μέρος της καθημερινότητας των Ευρωπαίων πολιτών.
Δεν προτίθεμαι στο σύντομο αυτό κείμενο να συνοψίσω τα αίτια αυτής της σύγκρουσης ούτε να αποδώσω ευθύνες. Θεωρώ ωστόσο εξοργιστικό ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν μεταφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού και υλικού βάρους του τερματισμού της και αναμένουν τα αποτελέσματα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών για να αξιολογήσουν τις πιθανότητες μιας ειρηνευτικής πρωτοβουλίας.
Η σημερινή Ρωσία δεν είναι η σοβιετική υπερδύναμη. Με πληθυσμό 143 εκατομμύρια έναντι 600 των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ δεν αποτελεί απειλή για την Ευρασία. Η οικονομία αυτών των ευρωπαϊκών μελών έχει μέγεθος δεκαπλάσιο εκείνου της Ρωσίας και είναι πολύ περισσότερο αναπτυγμένη. Ακόμη και μετά την εισβολή στην Ουκρανία που οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας υπολείπονται εκείνων του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, το 2023, η Ρωσία δαπάνησε $75 δισ. ενώ το σύνολο των δαπανών του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ ανήλθε σε $374 δισ. (Foreign Affairs, 9.8.2024). Ασφαλώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της στην Ουκρανία (Κριμαία και Κεντρική Ευρώπη) δείχνουν ότι η Ρωσία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία ακόμη και επί μακρό χρονικό διάστημα.
Ενώ λοιπόν η νατοϊκή Ευρώπη, με την προσθήκη μάλιστα της Φινλανδίας και της Σουηδίας, διαθέτει τη στρατιωτική και πολιτική ισχύ να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία μια λύση στο πρόβλημα της Ουκρανίας, επέλεξε να αφήσει αυτήν την πρωτοβουλία στην Ουάσινγκτον. Ομως η τοποθέτηση του Ουκρανικού αποκλειστικά στην ατζέντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όχι μόνο το εντάσσει στις ευρύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες και αντιπαραθέσεις της Ουάσινγκτον αλλά και το καθιστά αντικείμενο μιας υπό κορύφωση προεκλογικής αντιπαράθεσης από τις οξύτερες στην Ιστορία των ΗΠΑ.
Το άγχος του Κιέβου για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο Ουκρανικό η έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών εξηγεί ίσως και την ουκρανική στρατιωτική επιχείρηση στο Κουρσκ, δηλαδή εντός ρωσικού εδάφους. Οι μέχρι στιγμής εξελίξεις δείχνουν ότι η επιχείρηση αυτή, που φαίνεται να επιδίωκε έναν στρατηγικό αντιπερισπασμό στην ταχεία ρωσική προέλαση προς το Ποκρόφσκ, σχεδιάστηκε πρόχειρα. Και το άγχος του εντυπωσιασμού δεν είναι άσχετο με την κατάρριψη από φίλια πυρά μαχητικού αεροσκάφους F16, από εκείνα που παραχωρήθηκαν πολύ πρόσφατα στην Ουκρανία. Ενα λάθος που οδήγησε στην απόλυση του αρχηγού της ουκρανικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Πέρα όμως από τα διδάγματα που μπορεί να αντληθούν από τις πρόσφατες εξελίξεις στο Ουκρανικό, η ουσία είναι ότι το δόγμα της υπερατλαντικής εξισορρόπησης των κενών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια έχει ξεπεραστεί. Οι εσωτερικές και παγκόσμιες προτεραιότητες των ΗΠΑ ενίοτε δεν ταυτίζονται με τα συλλογικά συμφέροντα της Ευρώπης. Σε περίπτωση μάλιστα εκλογής Τραμπ, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η Ευρώπη και πολύ περισσότερο η Ουκρανία μπορεί να αντιμετωπίσουν μια μονομερή λύση ταχείας ειρήνευσης που θα αφήνει πολλά κενά στη βιώσιμη συνύπαρξη των σημερινών αντιπάλων.
Ασφαλώς η θεσμική αυτονομία της Ευρώπης στο πεδίο της ασφάλειας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα γίνεται ελκυστικότερη όσο πιο πολύ περιπλέκεται η πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ και αποστασιοποιούνται οι στόχοι τους από τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά και θα υπονομεύεται κάθε φορά που μια ευρωπαϊκή χώρα προσπαθεί να αντισταθμίσει, μέσω των προσβάσεών της στην Ουάσινγκτον, κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές που της είναι δυσάρεστες.
Ο «εσωτερικός» κίνδυνος για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, τον οποίο αντιπροσώπευε συνήθως η Γερμανία, και που καθιστούσε αναγκαία την αμερικανική εμπλοκή για την αντιστάθμισή του, αποτελεί πλέον ιστορικό ανάγνωσμα. Η μεγάλη πρόκληση είναι ασφαλώς η Ρωσία. Οι ευκαιρίες της εποχής Γκορμπατσόφ, το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» και η ενεργός συμμετοχή στο Συμβούλιο της Ευρώπης ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν. Η «διά των όπλων» επέκταση στη Γεωργία, η κατάληψη της Κριμαίας και ασφαλώς η υπό εξέλιξη σύγκρουση στην ευρωπαϊκή Ουκρανία είχαν άμεσο αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό καθεστώς της Ρωσίας με τον εντεινόμενο αυταρχισμό όσο και στις ακραίες επιλογές στην εξωτερική της πολιτική, π.χ. την αμυντική συνεργασία με τη Βόρεια Κορέα.
Ολα αυτά όμως δεν καθιστούν ανέφικτο τον στόχο της συνύπαρξης με τη Ρωσία και, ενδεχομένως, στο μέλλον, της συνεργασίας της με την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα κοινά οικονομικά συμφέροντα είναι προφανή. Το ίδιο προφανή είναι τα κοινά πολιτικά συμφέροντα μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής παρουσίας στη διεθνή σκηνή. Αρκεί να μη χρειαστεί να προηγηθεί της επανέναρξης των ειρηνευτικών συνομιλιών κάποιο «πυρηνικό συμβάν».
*Πρώην πρέσβης εκ προσωπικοτήτων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας