Σίγουρα όχι η αξιότιμη και άρτι επανεκλεγείσα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία θεωρεί τη νίκη της στην ψηφοφορία που έλαβε χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο ως νίκη απέναντι στον λαϊκισμό και ως επιβεβαίωση ότι οι «υγιείς πολιτικές δυνάμεις» της Ε.Ε. δεν θα επιτρέψουν να διαρραγεί το cordon sanitaire που κρατά την Ακροδεξιά μακριά από τις πολιτικές θέσεις-κλειδιά στις Βρυξέλλες. Παραμερίζοντας τις βαριές σκιές σκανδάλων και ευνοιοκρατίας στο βιογραφικό της, η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών επέλεξε «σταθερότητα και συνέχεια». Ετσι, και με την πολιτική στήριξη των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και των Πράσινων, η Φον Ντερ Λάιεν μας υπόσχεται ακόμα πέντε έτη με τις ίδιες ακριβώς ιδιαίτερα «πετυχημένες» ευρωπαϊκές πολιτικές, σαν να μη μεσολάβησαν καν κάποιες ευρωεκλογές. Ολα υπό έλεγχο.
Ούτε, όμως, ο Εμανουέλ Μακρόν δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα ότι η άνοδος του κόμματος της Μαρίν Λεπέν στην πρώτη θέση της λαϊκής ψήφου στις γαλλικές εκλογές θα αμαυρώσει την -αμφίβολης αισθητικής ποιότητας, βέβαια- αίγλη που επιδιώκει ως οικοδεσπότης των Ολυμπιακών Αγώνων. Και γιατί να ανησυχεί, άλλωστε; Το προσωπικό στοίχημα που έβαλε προκηρύσσοντας τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, μετά την καθίζηση που υπέστη στις ευρωεκλογές, εξασφάλισε την πολιτική του επιβίωση - έστω και βαριά τραυματισμένος. Ετσι, έχοντας πρώτα χρησιμοποιήσει για ακόμα μια φορά τη γαλλική Αριστερά ως ανάχωμα στην έφοδο της Λεπέν, ο Μακρόν μπορεί τώρα να συνεχίσει να ομιλεί περί των δύο άκρων που δεν διαφέρουν σε τίποτα επί της ουσίας και για την ανάγκη να είναι αυτός ο εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας στη Γαλλία, αρνούμενος στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο ακόμα και να δοκιμάσει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτός είναι που δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται καμία Ακροδεξιά. Αφενός, γιατί έχει καταφέρει αυτό που ελάχιστοι άλλοι ηγέτες της «κλασικής» ευρωπαϊκής Δεξιάς κατάφεραν: να ενσωματώσει στον ίδιο πολιτικό φορέα τόσο το ακραίο Κέντρο -με τις απαραίτητες νότες μεταμοντέρνου φιλελευθερισμού, φυσικά- όσο και τη λαϊκιστική Δεξιά, μην αφήνοντας χώρο για την ανάδυση ενός άλλου, όντως απειλητικού πόλου στο συντηρητικό τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με τη συγκολλητική ουσία της νομής της εξουσίας και του δημόσιου πλούτου που χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο χώρο, ο οποίος, συν τοις άλλοις, ελέγχει πλήρως τους περίφημους αρμούς του κράτους.
Αφετέρου, οι υπαρκτές απώλειες λόγω των οικτρών κυβερνητικών επιδόσεων και της εξόφθαλμης διαφθοράς θεωρούνται ευκαιριακές και διοχετεύονται σε πολιτικά αβαρείς σχηματισμούς στα δεξιά του κυβερνώντος κόμματος που, αν χρειαστεί, θα ενσωματωθούν εύκολα στον κεντρικό κορμό της ελληνικής Δεξιάς, είτε μέσω απορρόφησης είτε μέσω διάλυσης. Το σίγουρο είναι ότι δεν κατευθύνονται στα αριστερά.
Και η ίδια η Ακροδεξιά όμως -ή μάλλον οι πολλές και διαφορετικές εκδοχές της στην Ευρώπη- φαίνεται αρκετά ικανοποιημένη με την εξέλιξη των πραγμάτων. Και δεν έχει λόγο να μην είναι. Ας υψώνουν οι mainstream πολιτικές παρατάξεις της Γηραιάς Ηπείρου όσα «τείχη δημοκρατίας» θέλουν. Η ουσία είναι ότι ακόμα κι αν δεν κατακτά την κυβερνητική εξουσία -πράγμα που, άλλωστε, ενίοτε συμβαίνει, όπως μας δείχνει η περίπτωση της Ιταλίας- η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά κερδίζει συνεχώς έδαφος και είναι ήδη σε θέση να επιβάλλει τη δική της ατζέντα και τη δική της ρητορική σε μια σειρά από θέματα που η ίδια θεωρεί μείζονα και ταυτοτικά. Από εκεί και πέρα, αισθάνεται ότι μπορεί να περιμένει να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να καταλάβει και τυπικά τους κυβερνητικούς θώκους.
Και η Αριστερά; Αποκομμένη από τα λαϊκά στρώματα που κάποτε εκπροσωπούσε μαχητικά, αλλά που τώρα δείχνει να περιφρονεί για την «αμάθεια και τον συντηρητισμό τους», αφόρητα αυτοαναφορική και αδικαιολόγητα ελιτιστική, υπερβολικά συχνά μακρηγορούσα εκτός θέματος, δίνει μάχες οπισθοφυλακής σε πεδία που έχει οικειοποιηθεί ο ιδεολογικός της αντίπαλος και με την ορολογία που αυτός έχει επιλέξει, συνομολογώντας συνειδητά ή ασυνείδητα ότι πάνω στα αληθινά επίδικα, δηλαδή ποιος, για λογαριασμό ποιων και με ποιον σκοπό κρατεί και ασκεί την οικονομική και πολιτική εξουσία, δεν έχει να αντιπροτείνει κάτι στο (κυρίαρχο) ιδεολόγημα ΤΙΝΑ ή ότι η όποια δική της αντιπρόταση έχει ήδη ηττηθεί. Και όμως, κατορθώνει να χάνει ακόμα και αυτές.
Αυτή, ναι, θα έπρεπε να φοβάται. Οχι την Ακροδεξιά per se, αλλά τις δικές της αστοχίες και ανεπάρκειες που έχουν επιτρέψει στην Ακροδεξιά -χωρίς να προσφέρει καμία λύση και χωρίς να διαθέτει κανένα αληθινό αντισυστημικό εχέγγυο- να υφαρπάξει τη διείσδυση που θα όφειλε να έχει η ίδια στην εργατική τάξη, ιδίως σε μια εποχή βάναυσης επέλασης του νεοφιλελευθερισμού και επιστροφής της φτώχειας και των ανισοτήτων, της αδικίας, των κοινωνικών αποκλεισμών και της ανασφάλειας. Γιατί χωρίς αυτήν την τάξη, ποιον λόγο ύπαρξης έχει;
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας