Ας δούμε πρώτα ορισμένα δεδομένα πριν προχωρήσουμε σε αξιολογικές κρίσεις για το μέλλον. Μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς φτάσαμε εδώ. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα κινείται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στις γενικές δαπάνες της κυβέρνησης (π.χ. διοίκηση και δημόσιο χρέος), για άμυνα, για δημόσια τάξη και ασφάλεια. Βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. -στις τελευταίες θέσεις- στις δαπάνες για την εκπαίδευση και την υγεία. Αυτή η αριθμητική προοικονομούσε ήδη τις προτεραιότητες και τους προσανατολισμούς της κυβέρνησης για τη χώρα.
Η κυβέρνηση κατάφερε να ψηφίσει μια «δεμένη» πολιτική εκροή: εάν θέλετε τακτοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου, θα πρέπει να δεχτείτε -με παραβίαση του Συντάγματος που θα το αλλάξουμε αργότερα- και τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με ένα διαφορετικό σενάριο, και με προϋπόθεση ότι πράγματι η κυβέρνηση επιθυμούσε την αύξηση των δαπανών για το δημόσιο πανεπιστήμιο ως μοχλό βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας, θα μπορούσε να αυξήσει τις άμεσες δαπάνες για την ενδυνάμωση του δημόσιου πανεπιστημίου. Αλλά δεν το έκανε.
Επιπλέον, εάν το θέμα της Ελλάδας ήταν η εναρμόνιση με την Ευρώπη ή τον υπόλοιπο κόσμο ως προς το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, πιθανότατα η κυβέρνηση θα έπρεπε να επιδιώξει με τον ίδιο ζήλο την εναρμόνιση και στους άλλους τομείς. Ομως, πάλι δεν το κάνει είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, με αποτέλεσμα η άμυνα και η δημόσια τάξη να αποτελούν δαπάνες με συστηματική υπέρβαση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Και παρά το ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται σε καλές θέσεις στις παγκόσμιες κατατάξεις, πάλι με επιλογή, μένουν υποστελεχωμένα, υποχρηματοδοτούνται. Και μάλιστα παρουσιάζονται από τους κυβερνητικούς ως κέντρα ανομίας.
Σίγουρα όλα τα κόμματα δεν είναι ίδια, τουλάχιστον ως προς τις ιδεολογίες τους. Αλλά σίγουρα δεν ικανοποιούν -στον βαθμό που θα έπρεπε- τη συνθήκη της λειτουργίας τους ως κρίκοι μεταξύ κράτους αγοράς και κοινωνίας των πολιτών. Λ.χ. η κοινωνία των πολιτών ζούσε στον ρυθμό της Τσικνοπέμπτης, στην αγορά του Τύπου και της ενημέρωσης ο κ. Μαρινάκης αγόραζε τον λογότυπο της «Ελευθεροτυπίας» και στην Ολομέλεια της Βουλής, σε άδεια έδρανα, γινόταν η συζήτηση επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.Η υποβάθμιση της Βουλής ως χώρου διεκπεραίωσης των επιλογών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν φαίνεται να ενόχλησε κανέναν. Τα επιχειρήματα ήταν χιλιοειπωμένα. Η συζήτηση ενδιέφερε μόνον τους ομιλητές. Ακούστηκαν τραγικές ατάκες για «φοιτήτριες που θα αναζητούν sugar daddies, χορηγούς των σπουδών τους». Μερικοί που δεν διάβασαν με προσοχή τα κομματικά σκονάκια, έριχναν στα έδρανα την «κοινωνική κινητικότητα» ως «κοινωνική κοινωνικότητα».
Η βαριά επιχειρηματολογία της κυβέρνησης ήταν ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδυνατούν να εκφράσουν τις προσδοκίες που αναδύονται στις σύγχρονες κοινωνίες και δεν επιλύουν ούτε αντιμετωπίζουν πολλές από τα ανησυχητικές προκλήσεις. Και εξαιτίας των χρόνιων παλινωδιών της αντιπολίτευσης (βλέπε ΠΑΣΟΚ) για το θέμα του άρθρου 16 του Συντάγματος, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε. Αλλά η ουσία δεν βρίσκεται στο τι έκανε ή τι δεν έκανε η αντιπολίτευση, αλλά στο τι έγινε στον χώρο των άμεσα ενδιαφερομένων: τον τόνο τον έδωσαν οι φοιτητικές πρωτοβουλίες, οι συνελεύσεις και οι διαδηλώσεις. Οι πανεπιστημιακοί ανέπτυξαν την πλέον ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία κατά του νομοσχεδίου περί ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα.
Κανονικά αυτό το πολιτικό σύστημα θα έπρεπε να κοιτάξει στα μάτια τους νέους και τους φοιτητές που διαμαρτύρονται. Θα έπρεπε να κοιτάξει και τους περίπου 600.000 ταλαντούχους που εγκατέλειψαν τη χώρα στα χρόνια της κρίσης και να τους πει: «Δεν μας ενδιαφέρει το μέλλον που περίμενες να ζήσεις. Φορτώνουμε το παρόν σου με τις δικές μας ιδιοτέλειες, την υποκρισία μας και τις δικές μας εθελοδουλίες. Ξέχασε την αξιοκρατία, ξέχασε το κράτος δικαίου. Γκαρσόνια και δικηγόροι, γιατροί και ντελιβεράδες, μη διαμαρτύρεστε για τίποτα. Αποδεχθείτε το. Εμείς ξέρουμε καλύτερα. Δεν υπάρχουν Τέμπη. Δεν υπήρξε Πύλος. Δεν υπήρξαν υποκλοπές. Δεν υπήρξε συνταγματική παραβίαση. Αποδεχτείτε το, χωρίς κανέναν αντίλογο. Βάλτε πλάτη να συνεχίσουμε εμείς να σας πουλάμε τις ανοησίες μας. Θάψτε, μαζί με τους γέροντες, κάθε διαφορετική ιδέα που έχετε για το μέλλον σας. Αυτή είναι η χώρα σας».
Για παράδειγμα, στην κούρσα των ευρωεκλογών, έχουμε ήδη καταφέρει το αδιανόητο. Ο διάλογος δεν αφορά την Ενωμένη Ευρώπη, την οργάνωση και τους θεσμούς της, αλλά αντίθετα στρέφεται στις εσωτερικές εξελίξεις, είτε με τη λαθροχειρία της κ. Μισέλ Ασημακοπούλου, είτε με τη δεύτερη και τρίτη θέση από την οποία θα κριθούν η τύχη του κ. Ανδρουλάκη (άρα του ΠΑΣΟΚ), του κ. Κασσελάκη (άρα του ΣΥΡΙΖΑ) ή βιωσιμότητα της Νέας Αριστεράς. Αυτοί είμαστε;
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας