Φαντάζομαι έχει συμβεί σε πολλούς. Αυτό, το να μιλάν στον Θεό - μη με ρωτάτε ποιον. Προσωπικά δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά ευχαρίστως θα του έπαιρνα συνέντευξη. Μέχρι και πρωτοσέλιδο μη σου πω θα τον έκανα, με την προϋπόθεση να μου έδινε έναν καλό τίτλο - αλλά θεός είν’ αυτός, τόσα λεν πως έχει κάνει, έναν τίτλο δεν θα έδινε, διάολε;...
Αρκετοί, ωστόσο, λένε πως τον ξέρουν, πως του μιλάνε. Αλλοι μέσω αντιπροσώπου, όπως ο Γούντι Αλεν που σαν τον ρώτησαν οι γονείς του «τι θα πει στον θεό» έτσι που κατάντησε, τους απάντησε: «Θα του πω να μιλήσει με τον δικηγόρο μου»! Αλλοι πάλι δεν χρειάζονται μεσολαβητές. Διαθέτουν απευθείας σύνδεση. Και κάνουν και καθαρές κουβέντες. Συνήθως, βέβαια, οι κουβέντες αυτές καταλήγουν σε μια παράκληση: «Δώσ’ μου θεέ μου, μια απάντηση!».
Μεγάλο ψέμα. Σαν ζητάμε απαντήσεις, δεν ζητάμε απαντήσεις. Ζητάμε εξασφαλίσεις. Αντε και σου είπε ο κάθε θεούλης, «κάνε αυτό!» - θα το κάνεις; Ετσι, δίχως καμία εξασφάλιση; Βάρδα κι αράξαμε, έγια μόλα; Ετσι, χωρίς δεύτερη σκέψη; «Γεια σου καΐκι μου Αϊ-Νικόλα» χίλιες φορές - με το καλό να πάει και με το καλύτερο να έρθει το καΐκι! Αλλά θα μπεις μέσα χωρίς να ξέρεις πού θα σε βγάλει; Ετσι, στο ευκολάκι; Επειδή σ’ το είπε ένας που τον είπανε «θεό»; Δεν νομίζω...
Ζητώντας απαντήσεις, αποζητάμε αποδείξεις. Αποδείξεις πως αυτό που θα μας υποδείξουν θα πάει. Θα τρέξει. Θα μας βγάλει. Αλλιώς, σιγά μη και. Ούτε καν!... Τότε, γιατί επιθυμούμε έτοιμες λύσεις; Και μάλιστα άνωθεν;
Προχθές, ένας τέτοιος «άνωθεν» υποστήριξε πως θα βρει την επιχωματωμένη Πολιτεία του Πλάτωνα. «Ολόκληρη πολιτεία υπάρχει από κάτω και την έχουμε επιχωματώσει» είπε. Δεν γλώσσεψε την μπέρδα του - καλέ, το έκανε εικόνα! Είδε τα σοκάκια και τα δρομάκια της, τα σπίτια και τα καλντερίμια της. «Ολόκληρη πολιτεία υπάρχει από κάτω! Του Πλάτωνα!» είπε φανταχτερός. Να δεις που θα βάλει και φανάρια στην Κάθοδο των Μυρίων, ταΐστρες στους Ορνιθες του Αριστοφάνη και πικ απ ν’ ακούμε τον δίσκο της Φαιστού, σαν περιμένουμε το λεωφορείο στη Στάση του Νίκα.
Αυτόν τον άνωθεν πολλοί θεοποίησαν. Και στήριξαν και ψήφισαν. Με τι εγγυήσεις; Τις γνώσεις του; Την ηθική του; Τ’ όνομά του; Τον άλλον, τον θειο του, γιατί τον στήριξαν (και πόσοι είναι έτοιμοι να τον ξαναστηρίξουν); Για τη συμπόνια και την ανθρωπιά του; Για τ’ όραμά του; Για την ομορφιά του; Ποιες απαντήσεις έλαβαν, με ποιες εξασφαλίσεις; Οι πολλοί, όχι οι λίγοι που έβγαλαν πολλά... Αυτοί οι πολλοί, νιώθουν πόσο μη αρκετοί; Για να ανέχεσαι αυτόν, που τους νεκρούς δεν σέβεται, πόσο μικροί; Πόσο άνθρωποι; Πόσο αλυσοδεμένοι;
Μόνο τις σκιές μπορούσανε να δουν. Στον τοίχο της σπηλιάς. Αλυσοδεμένοι ήταν, με μια φωτιά να καίει πίσω από την πλάτη τους. Εβλεπαν σκιές στον τοίχο και νόμιζαν πως περνούσαν πίσω τους άνθρωποι. Δεν αναρωτήθηκαν ποτέ γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν πήγαιναν να τους απελευθερώσουν άραγε; Ο Σωκράτης δεν το απαντάει αυτό στην «Αλληγορία του Σπηλαίου». Λέει, όμως, πως σαν μένεις στην κατασκευασμένη πραγματικότητα, σαν βλέπεις μόνο τις σκιές, είσαι φυλακισμένος. Κανέναν δεν βάζει να σε σώσει. Αρκεί να γυρίσεις την κεφάλα σου και τότε θα δεις τις αληθινές μορφές. Μα οι αλυσοδεμένοι της αλληγορίας κεφάλι δεν έστρεφαν. Οι σκιές ήταν γι’ αυτούς η μόνη αλήθεια.
Δολοφόνος δεν είσαι μόνο σαν σκοτώσεις ζωντανό. Δολοφόνος γίνεσαι και σαν νεκρό σκοτώσεις.
Ελεύθερος δεν γίνεσαι με παρακάλια, σαθρές εξασφαλίσεις, έτοιμες απαντήσεις. Ελεύθερος γίνεσαι σαν στρέψεις το βλέμμα σου προς την κατεύθυνση που δεν έχεις συνηθίσει. Σαν αλλάξεις την προοπτική σου μέσω της οπτικής σου. Σαν παίρνεις θέση για τον άλλο, και όχι τη θέση του άλλου. Σαν είσαι εκεί για όλους, ζωντανούς και νεκρούς, με τους ζωντανούς και τους νεκρούς σου...
Στην «Πολιτεία» τα λέει αυτά ο Πλάτωνας, που λέγεται και «Περί δικαίου»... Την πολιτεία το Μητσοτακέικο μπορεί και να τη βρει. Το «περί δικαίου» ποτέ.