Ιλιάς, Ραψωδία Λ`, 1- 205.
Σηκώθηκε η πορφυρή, η ρόδινη Αυγούλα απ` τ` όμορφο κρεβάτι της, του έρωτα την κλίνη, που μοιραζόταν πάντοτε με τον αγαπημένο τον σύζυγο της τον λαμπρό που Τιθωνό ελέγαν. Αμέσως ετοιμάστηκε το έργο της να πράξει να φέρει φως εις τους θνητούς μα και στους αθανάτους.
Ο Δίας ο τρισμέγιστος την Έριδα προστάζει να πάει στα Αργίτικα καράβια να σκορπίσει κακίες, ζήλειες, τσακωμούς, καυγάδες και διχόνοιες. Σκήπτρο πολέμου να κρατά στα χέρια της τα δύο. Στάθηκε δίπλα στ` όμορφο καράβι του Οδυσσέα.
Το κατάμαυρο πλοίο του Οδυσσέα ήταν στη μέση και έτσι ακουγόταν η φωνή της και προς τις δύο κατευθύνσεις για να την καταλάβουν όλοι. Και προς τη μεριά του Αίαντα και προς την άλλη μεριά που στρατοπέδευε ο Αχιλλέας. Η θεά Έριδα έσυρε μεγάλες, στριγκιές φωνές που τις ακούγανε όλοι. Τους προέτρεπε να πέσουν με μανία στις μάχες και να τσακίσουν τους Τρώες.
Τους φάνηκε καλύτερο να μείνουν και να πολεμήσουν παρά να μπουν στα γρήγορα καράβια τους και πίσω να γυρίσουν. Αμέσως ο αρχηγός Αγαμέμνων πρόσταξε να ετοιμαστούν όλοι για πόλεμο. Ο ίδιος φόρεσε την χάλκινη, αστραφτερή πανοπλία του. Πρώτα πέρασε στα πόδια του χάλκινες κνημίδες που δενόταν με ασημένιους δεσμούς στους αστραγάλους. Φόρεσε στο στήθος τον ατρύπητο χάλκινο θώρακα του που του είχε χαρίσει ο Κινύρας της Κύπρου, δώρο φιλίας και φιλοξενίας, όταν μαθεύτηκε στο μεγάλο νησί ότι οι Αχαιοί, με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, θα εκστρατεύσουν στην Τροία. Ο θώρακας είχε πάνω του δώδεκα χρυσές περιμετρικές διακοσμήσεις, δέκα από χάλυβα και είκοσι από κασσίτερο. Μαύρο γαλάζια φίδια ανέβαιναν σε κάθε μεριά από τρία προς το λαιμό, Σπαθί μετά στους ώμους πέρασε με διακοσμητικά χρυσά καρφιά στη θήκη και στη λαβή. Η θήκη του ξίφους ήταν από καθαρό ασήμι κι έλαμπε στο φως του ήλιου. Η ασπίδα του ήταν τεράστια και τον κάλυπτε ολόκληρο παρέχοντας μέγιστη προστασία. Δέκα χάλκινοι ομόκεντροι δακτύλιοι έδεναν αλλά και στόλιζαν την όμορφη ασπίδα. Είκοσι ημισφαίρια από κασσίτερο λευκό γέμιζαν την ασπίδα. Το κεντρικό ήταν από λαζούρι που είχε πάνω τη τρομερή και αποτροπαϊκή Γοργώ με μάτια που έφερναν θάνατο σε όποιον τα κοίταζε. Γύρα της ο Δείμος και ο Φόβος. Ο ασημένιος τελαμώνας σχηματιζόταν από τρία γαλάζια φίδια που περιελίσσονταν και τα κεφάλια τους κοίταζαν σε άλλη κατεύθυνση το καθένα. Το κράνος είχε δυο κέρατα και τέσσερις ημισφαιρικές τάπες. Η κορυφή επιστεφόταν με αλογίσια πλούσια φούντα.
Δυο μυτερά, αστραφτερά ακόντια κρατάει με κοφτερές τις άκρες τους από χαλκό φτιαγμένες. Η λάμψη τους πολύ ψηλά φτάνει στα μεσουράνια. Χάρηκε τότε η Αθηνά κι η Ήρα η μεγίστη και βρόντηξαν και άστραψαν για τον τρανό Ατρείδη, τον μέγα Αγαμέμνονα με τα σπουδαία όπλα.
Έτσι κι οι άλλοι αρχηγοί φορέσαν τ` άρματα τους ανέβηκαν στα άρματα και πήρανε το δρόμο τους Τρώες να κτυπήσουνε να τους κατανικήσουν.
Λ`, 50. Συντάχτηκαν μπροστά στον χάνδακα. Πεζοί και πίσω τα άλογα και τα άρματα. Μέσα στο πρωινό σηκώθηκε αλαλαγμός και σάλαγος. Ο Δίας έστειλε πολύ δυνατή αιμάτινη βροχή σημάδι πως πολλές ψυχές θα στείλει σήμερα στον Άδη.
Απέναντι συντάχθηκαν οι Τρώες οι γενναίοι. Ο μέγας Έκτωρ αρχηγός κι ο θείος ΙΙολυδάμας,
ο Αινείας πού λογάριαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες,
ο Αγήνωρ με τον Πόλυβο, οι τρεις Αντηνορίδες, κι ο νεαρός Ακάμαντας που σαν θεός φαινόταν.
Πρώτος των πρώτων ήτανε ο Έκτορας ο θείος μ` ασπίδα ολοστρόγγυλη ομορφοπλουμισμένη. Όπως αστέρι λαμπερό προβάλλει από τα νέφη έτσι κι εκείνος φάνηκε ολόφωτος σαν ήλιος να λάμπει και να σβήνεται ανάμεσα στους λόχους που έτρεχε σαν άνεμος κουράγιο να τους δώσει. Σαν αστραπή στραφτάλιζε όλη η αρματωσιά του καθώς κινούνταν γρήγορα ανάμεσα στους άντρες.
Σαν θεριστές που αντικριστά θερίζουν τα σπαρμένα, στάρι, κριθάρι και στη γη στρώνουν τις θημωνιές τους, έτσι οι Τρώες κι Αχαιοί στη μάχη προχωρούσαν ώσπου συγκρούστηκαν βαριά και οι σφαγές αρχίσαν. Το αίμα πότισε τη γη, κανένας δε σκεφτόταν να φύγει από τον όλεθρο να γίνει λιποτάκτης.
Σαν λύκοι ορμούσανε ο ένας εναντίον του άλλου και η θεά Έριδα χαιρόταν μ` όλον αυτόν τον χαλασμό. Απ` όλους τους αθάνατους μόνο εκείνη βρισκόταν στο πεδίο της μάχης. Οι θεοί αναπαύονταν στα Ολύμπια παλάτια τους και γκρίνιαζαν που ο Δίας στηρίζει τους Τρώες. Ο πόλεμος ήταν μια κολοσσιαία σύγκρουση που δεν έκλινε προς τη μια ή την άλλη παράταξη. Όπως οι υλοτόμοι που κόβουν θεόρατα δέντρα κάποια στιγμή σταματάνε γιατί τους θέρισε η κούραση και η πείνα, εκείνη την ώρα του κολατσιού οι Αχαιοί είχαν πάρει φαλάγγι τους Τρώες που άρχισαν να οπισθοχωρούν.
Ο Αγαμέμνων σκότωσε τον Βήνορα και τον ηνίοχο του Λ`, 100 Οιλέα, τους κούρσεψε αφαιρώντας όπλα και ενδυμασίες και έπειτα έστειλε στον Άδη τους γιους του Πρίαμου Ίσο και Άντιφο που ήταν επιβάτες στο ίδιο άρμα με ηνίοχο τον Ίσο που ήταν νόθος γιος του Πρίαμου. Αυτά τα δύο παιδιά του ο Πρίαμος τα είχε να βόσκουν τα μεγάλα του κοπάδια στα μέρη της καταπράσινης Ίδας. Τους είχε συλλάβει ο Αχιλλέας και τους έδεσε με ευλύγιστα και δυνατά κλαδιά λυγαριάς. Αφού πήρε λύτρα από τον Πρίαμο τους απελευθέρωσε. Τώρα κείτονται νεκροί από τα χέρια του Αγαμέμνονα ο οποίος τους έγδυσε βιαστικά και τους πήρε τα όπλα και το άρμα. Οι Τρώες θυμίζουν ελαφίνα που δεν μπορεί να προστατέψει τα μικρά της και τον ίδιο της τον εαυτό από την επίθεση θηριώδους λιονταριού. Ο Αγαμέμνων στην περίπτωση αυτή είναι το ανίκητο λιοντάρι. Όρμησε σαν σίφουνας και σκότωσε τους γιους του πάμπλουτου Αντίμαχου, Πείσανδρο και Ιππόλοχο, που ήταν στο ίδιο άρμα. Πριν τους σκοτώσει με άγριο τρόπο, εκείνοι τον παρακάλεσαν να τους χαρίσει τη ζωή, να τους κρατήσει στα πλοία του κρυμμένους και ο πατέρας τους, προκειμένου να έχει πίσω τα παιδιά του, θα γέμιζε τον Αγαμέμνονα με χρυσάφι, χαλκό και καλοδουλεμένο σίδερο.
Σαν τη φωτιά που χύνεται και καίει και φουντώνει κι όλο το δάσος φλέγεται έτσι και οι Αργίτες, σκοτώνανε αλύπητα τους Τρώες τους γενναίους. Τα άρματα αδειάζανε από τους αναβάτες που πέφτανε νεκροί στη γη χωρίς ν` αντισταθούνε. Δεν συγκρατιόταν η ορμή των δυνατών Αργείων. Πτώματα κείτονταν παντού στο μαύρο χώμα απάνω χαρά για όλα τα πουλιά τα σαρκοφάγα όρνια. Όλεθρος για τους συγγενείς των άτυχων των νέων που χάσανε τη ζήση τους μέσα σε λίγη ώρα.
Τον Έκτορα προστάτευε ο Δίας ο αφέντης και τον κρατούσε μακριά απ` την οργή τ` Ατρείδη.
Οι Τρώες, κοντά στο μνημείο του Ίλου και στην άγρια συκιά ήταν συγκεντρωμένοι και προχωρούσαν προς τις πύλες του κάστρου να προλάβουν να μπουν μέσα να σωθούν. Ο Αγαμέμνων είχε παρασύρει το στράτευμα του σ` ένα επιθετικό, ασυγκράτητο, ορμητικό, νικηφόρο, αιματηρό πόλεμο.
Οι Τρώες σαν φτάσανε στο δρυ της αριστερής πύλης περίμεναν και τους άλλους για να μπουν όλοι μαζί μέσα στην ασφαλή Τροία. Τους περισσότερους τους είχε κυριεύσει πανικός και έτρεχαν σαν μοσχάρια που τα κυνηγά πεινασμένο λιοντάρι που αφού γραπώσει το μοσχάρι που κυνηγά το σκοτώνει σπάζοντας του το σβέρκο και μετά πίνει το αίμα και τρώει τα σωθικά του. Σαν ένα τέτοιο λιοντάρι φαινόταν ο Αγαμέμνονας που κάθε τόσο σκότωνε έναν Τρώα πεζό ή πάνω στο άρμα του. Είχε γεμίσει πτώματα ο τόπος. Τα περισσότερα ανάσκελα κείτονταν στη ματωμένη γη.
Όταν στα τείχη έφταναν με τα ψηλά μπεντένια ο Δίας ο τρισμέγιστος κατέβη απ` τα ουράνια και βρέθηκε στης όμορφης της Ίδας τις ραχούλες. Στα χέρια του διαφέντευε τον μέγα κεραυνό του που κι οι αθάνατοι θεοί τον τρέμουν σαν τον ρίγο. Την Ίριδα την φτερωτή προστάζει τότε ο Δίας: « Ίριδα χρυσοφτέρουγη, κόρη μου τιμημένη, πέτα στον Έκτορα να πας, να μάθει τις βουλές μου. Όσο θωρεί τον αρχηγό των Αχαιών τον μέγα το γιο τ` Ατρέα να ορμά σαν τρομερό λιοντάρι πίσω να μαζευτεί αυτός και όλος ο στρατός του και λόγια ενθαρρυντικά στους Τρώες να μοιράζει να είναι πάντα έτοιμοι να ξαναπολεμήσουν. Εγώ θα δώσω δύναμη και αέρα νικηφόρο στον Έκτορα τον αρχηγό να κάνει τους εχθρούς του να οπισθοχωρήσουνε προς τα γοργά τους πλοία ώσπου να φτάσει η νυχτιά κι όλοι να ησυχάσουν. Η Ίριδα σαν άκουσε τα λόγια του πατέρα χύθηκε σαν την αστραπή και έφτασε στην Τροία στον Έκτορα τον αρχηγό εκείνη να μιλήσει και του Κρονίδη τις βουλές αμέσως να του φέρει. Τον βρήκε δίπλα στ` άρμα του με σκέψεις τυλιγμένο. Η Ίριδα του μίλησε με φτερωμένα λόγια:
Λ`, 200. « Έκτορα γιε του Πρίαμου που γνώση έχεις τόση όση και ο αφέντης Ζευς που όλα τα γνωρίζει. Εκείνος μου παράγγειλε να `ρθώ να σου μιλήσω. Όσο καλέ μου Έκτορα βλέπεις το γιο τ` Ατρέα τον μέγα Αγαμέμνονα πρώτος να εφορμάει και το στρατό σας να σκορπά στου Άδη τα παλάτια, τραβήξου λίγο στα τειχιά με νώτα φυλαγμένα και λόγια της παρηγοριάς σε όλους να μοιράζεις, ο φόβος να μην απλωθεί και σας κατασκορπίσει.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας