Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Σεπτεμβρίου στην Ιταλία ανέδειξε κυβέρνηση μετα-φασιστικών καταβολών με επικεφαλής την πρώην δημοσιογράφο Τζόρτζια Μελόνι. Η εμφατική νίκη επιτεύχθηκε ύστερα από συνασπισμό των κομμάτων Αδέλφια της Ιταλίας, Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι και Φόρτσα Ιτάλια του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα τα πρώτα exit polls επιβεβαίωσαν τους φόβους εκλογικών αναλυτών για εύκολη επικράτηση της ακροδεξιάς συμμαχίας. Πώς οδηγήθηκε η Ιταλία σε αυτή την πολιτική επιλογή και πόση διάρκεια μπορεί να έχει το εν λόγω κυβερνητικό πείραμα;
Πρώτον, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη η δύσκολη θέση της Μελόνι που καλείται να ισορροπήσει μεταξύ δύο έμπειρων και απρόβλεπτων πολιτικών συμμάχων. Αλλωστε οι τριγμοί των τελευταίων ετών προμηνύουν σοβαρές πολιτικές διαφωνίες, ειδικά μετά τη διαρροή ηχητικού υλικού όπου ο Σαλβίνι ακούγεται να αμφισβητεί ανοιχτά την ατζέντα της Μελόνι. Αντίστοιχα σύμβουλοι του Μπερλουσκόνι συζητούν σε ιδιωτικούς κύκλους ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν υποστηρίζει τον συνασπισμό, ενώ χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «σκηνοθέτη» της κυβέρνησης.
Οι ρόλοι των πολιτικών αρχηγών θα ανακοινωθούν εντός των επομένων ημερών, όμως αδιαμφισβήτητη αρχιτέκτονας της εκλογικής νίκης είναι η Μελόνι. Αυτή ως νέα πρωθυπουργός ελπίζει να ελέγξει επιτυχώς τις δύσκολες δυναμικές της κυβερνητικής συμμαχίας. Δεύτερον, παρ' όλο που η επικράτηση του συνασπισμού είναι δεδομένη, η κυβέρνηση δεν αναμένεται να συναντήσει εκτενή κοινωνική αποδοχή καθώς η συμμετοχή στις εκλογές άγγιξε μόλις το 63,9% - ποσοστό εννιά μονάδες χαμηλότερο από την τελευταία εκλογική διαδικασία του 2018. Με μια γρήγορη ματιά στα εκλογικά δεδομένα η πτώση έγκειται στην αισθητά αυξημένη αποχή όπως αυτή παρατηρείται σε περιοχές της Νότιας Ιταλίας.
Σε αυτές αριστερά κόμματα, όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων, απολάμβαναν σαφώς υψηλότερη δημοτικότητα πριν από τέσσερα χρόνια. Φέτος τα ποσοστά του υποχώρησαν από 32% στο ισχνό 15%.
Τρίτον, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη συνταγματική αποτυχία προώθησης του συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος στην εκπροσώπηση, καθώς αυτό επηρεάστηκε από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του εκλογικού νόμου για τη διασφάλιση διακυβέρνησης (σημείωση: η μεταρρύθμιση υπερψηφίστηκε από το Κίνημα Πέντε Αστέρων το 2018).
Συνεπώς η νίκη της ακροδεξιάς συμμαχίας, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε ποσοστό λιγότερο από 45%, οφείλεται εν μέρει στο ότι το νικητήριο κόμμα κυριάρχησε στη συγκέντρωση των ψηφοδελτίων σε εθνικό επίπεδο, ενώ λιγότερες και μεγαλύτερες εκλογικές περιφέρειες πλέον ομαδοποιούνται για μικρότερο αριθμό εδρών. Αυτό περιορίζει την αναλογικότητα όπου η κατανομή των προθέσεων ψήφου ποικίλλει μεταξύ των υπομονάδων.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, όσο δύσκολη ή μη βιώσιμη και να κριθεί η συμμαχία τριών κομμάτων σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση Φράνκενσταϊν, το εκλογικό αποτέλεσμα τρομάζει. Συνεπώς είναι απαραίτητη η κατανόηση των επιλογών του ιταλικού εκλογικού σώματος που ύστερα από πολλά χρόνια αστάθειας αποφασίζει να δώσει βήμα σε ακροδεξιό σχηματισμό με έντονο άρωμα Χρυσής Αυγής. Αν και η Μελόνι δεν έχει συμμετάσχει (προς το παρόν) σε εξτρεμιστικού χαρακτήρα δραστηριότητες, η νίκη της έρχεται σε δύσκολη ιστορική συγκυρία για την Ιταλία και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η στάση της δε ενάντια σε ζητήματα μετανάστευσης, τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα καθώς και το δικαίωμα στην άμβλωση είναι κακοί οιωνοί. Η ίδια έχει κρατήσει κλειστά τα χαρτιά της, άλλα ανεξαρτήτως της διάρκειας της κυβέρνησής της η ζημιά που μπορεί να προκληθεί στην Ιταλία είναι μεγάλη.
Η δεξιά στροφή αποτελεί τεράστια πρόκληση τόσο για την Ευρώπη, αλλά και για τη μάχη του αντιφασιστικού κινήματος απέναντι σε σκιές του παρελθόντος. Το παρελθόν όμως μας πρόλαβε και η πρώτη άνοδος ακροδεξιάς κυβέρνησης σε κράτος της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τεστ πολιτικής αποφασιστικότητας και εγρήγορσης.
Ταυτοχρόνως αποτελεί και κάλεσμα ενότητας και ανασύνταξης των αριστερών δυνάμεων της Ιταλίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Τους οιωνούς αυτούς θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν της και η ελληνική Αριστερά εν όψει των εθνικών εκλογών του 2023. Η νέα σκοτεινή εποχή της Ευρώπης αρχίζει εδώ.
* λέκτορας Δημόσιας Πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου