Μια ρεαλιστική πρόταση Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής είναι εφικτή μόνο αν συνοψιστούν με σαφήνεια αφενός οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις που παρουσιάζει η εποχή μας, αφετέρου τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες της χώρας. Τα δε Τοπικά-Περιφερειακά Σχέδια αποτελούν την αιχμή, και όχι το παρακολούθημα αυτής, καθώς η παραγωγή συντελείται κατά βάση στην περιφέρεια. Η Αναπτυξιακή Στρατηγική, αν και οφείλει να λαμβάνει υπ' όψιν οικονομικούς περιορισμούς, δεν μπορεί να εκφυλίζεται σε λογιστική άσκηση, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει παραμέτρους κοινωνικές, διακυβέρνησης, περιβαλλοντικές, τεχνολογικές. Οφείλει να αναπτύσσεται πάνω σε έναν σαφή συνεκτικό άξονα, έναν οδικό χάρτη, και να μην είναι γενικόλογη συρραφή επιθυμητών στόχων, ενίοτε αντιφατικών.
Στην παρούσα πρόταση οδικό χάρτη αποτελεί η Βιώσιμη Ενεργειακή Μετάβαση.
Εν μέσω του ρευστού σκηνικού που διαμορφώνει η τρέχουσα ενεργειακή-οικονομική κρίση, προστιθέμενη στην καλπάζουσα κλιματική κρίση, απαιτείται ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και αξιοποίηση της εμπειρίας του παρελθόντος. Η απαράδεκτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν αποτελεί παρά τη σπίθα της πιο πρόσφατης έκρηξης.
Ηδη από τη δεκαετία του 1970 ήταν αντιληπτό ότι η νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη-διόγκωση με όρους ΑΕΠ δημιουργούσε αλλεπάλληλες κρίσεις, περιβαλλοντικά προβλήματα και εκτόξευε την ανισότητα. Η τότε ενεργειακή κρίση ανέδειξε τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας και της απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες, των οποίων η τιμή παρουσιάζει συστηματικά ακραίες διακυμάνσεις. Τη δεκαετία του 1980, σε μια προσπάθεια δομημένης αντιπρότασης, ο ΟΗΕ παρουσίασε τη Βιώσιμη Ανάπτυξη σαν ένα πλαίσιο συγχρόνως οικολογικό-πολιτικό-οικονομικό, ενώ πανεπιστήμια και βιομηχανία σε Ευρώπη και Αμερική ανέπτυξαν συστήματα Ανανεώσιμης Ενέργειας.
Εκτοτε η προσπάθεια για προβολή του νέου αναπτυξιακού αφηγήματος και των συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας και Ανανεωσίμων ήταν συνεχής, αλλά χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα, αφού η απόλυτη επικράτηση του αμερικανικού νεοφιλελευθερισμού και της πετρελαϊκής βιομηχανίας δεν άφηνε περιθώρια για εναλλακτικές. Από το 2007 και μετά οι αλλεπάλληλες κρίσεις, χρηματο-οικονομική, κλιματική, ενεργειακή, έφεραν νομοτελειακά την αμφισβήτηση του επικρατούντος οικονομικού-πολιτικού-ενεργειακού μοντέλου. Πλέον η Θεωρία της Βιώσιμης Ανάπτυξης και οι τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας είναι στο προσκήνιο, αν και δυστυχώς συχνά ως επιδερμικά «πράσινες» προτάσεις, όχι ως λύσεις ουσίας.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η βιωσιμότητα αποτελεί ιδανικό αναπτυξιακό πλαίσιο αφού είναι ιδιαιτέρως συμβατή με τα πλεονεκτήματα της χώρας, αλλά απαντά και στα αναπτυξιακά μας ζητούμενα.
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται στις κατασκευές, στη βιομηχανία, στην αγροτοδιατροφή, στις υπηρεσίες και στον τουρισμό. Διαχρονικά ζητούμενα αποτελούν η επέκταση της βιομηχανικής μας παραγωγής και η στήριξη του πρωτογενούς τομέα. Σημαντικότατο επίσης αναπτυξιακό πρόβλημα αποτελούν η ανεργία και η μετανάστευση υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού.
Σε ενεργειακό επίπεδο, η Ελλάδα ήταν και παραμένει καταναλωτής εισαγόμενης ενέργειας, καθώς και σχετικών τεχνολογιών. Ο εγχώριος λιγνίτης παλιότερα κάλυπτε σημαντικό μέρος μόνο της ηλεκτροπαραγωγής. Για το κύριο όμως μέρος των συνολικών ενεργειακών μας αναγκών ήμασταν πάντα εξαρτημένοι, δεδομένης της χρήσης εισαγόμενων υδρογονανθράκων στις μεταφορές και στην κτιριακή θέρμανση.
Η υιοθέτηση βιώσιμων αρχών και πρακτικών μπορεί να συμβάλει σημαντικά προς την κατεύθυνση διαφύλαξης και αναβάθμισης των υφιστάμενων δραστηριοτήτων μας. Ειδικότερα η Βιώσιμη Ενεργειακή Μετάβαση έχει, υπό προϋποθέσεις, τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική να μετασχηματίσει συνολικά την ελληνική οικονομία. Αυτό απαιτεί να αναδειχθεί σε κάθετη Εθνική Στρατηγική και να συνδεθεί με όλο το εύρος της παραγωγικής δραστηριότητας και να αποφευχθεί ο εκφυλισμός σε ευκαιριακές εργολαβίες ενεργειακών έργων. Επιβεβλημένη συνεπώς είναι η ρύθμιση της αγοράς και των δημόσιων δικτύων ενέργειας, ο χωροταξικός σχεδιασμός των Ανανεωσίμων, καθώς και η δημόσια παραγωγή ενέργειας σε εθνικό, περιφερειακό, δημοτικό επίπεδο.
Η εξοικονόμηση ενέργειας δεν πρέπει να επηρεάσει κατ’ ελάχιστον τις ασθενείς οικονομικά ομάδες, ούτε να περιοριστεί στην επιβεβλημένη αναβάθμιση των κτιρίων, αλλά να αναδειχθεί σε μοχλό συνολικής οικονομικής-οργανωτικής ανάταξης των οργανισμών με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής. Η μετάβαση από την κατανάλωση υδρογονανθράκων στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας είναι στρατηγικός και τεχνο-οικονομικός μονόδρομος.
Οι υποσχέσεις για όψιμες εξορύξεις υδρογονανθράκων αποτελούν ενεργειακό λαϊκισμό, ενώ η οικονομίστικη αντικατάσταση του εγχώριου λιγνίτη από εισαγόμενο φυσικό αέριο ήταν αναμενόμενο φιάσκο. Απαιτείται σχέδιο ανάπτυξης της βιομηχανίας μας στους τομείς σχεδιασμού, κατασκευής, ανακύκλωσης ανανεώσιμου ενεργειακού εξοπλισμού και ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά και η ανάπτυξη σχετικού λογισμικού.
Στην επιτυχία του όλου εγχειρήματος θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά οι διοικητικοί, μηχανικοί, επιστήμονες και τεχνικοί μας, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν μεταναστεύσει μαζικά.
* επικεφαλής της Αυτοδιοικητικής Παράταξης «Αειφόρος Ηπειρος», ηλεκτρολόγος μηχανικός ΑΠΘ με εμπειρία και μετεκπαιδεύσεις σε αντικείμενα Πληροφορικής, Ενέργειας και Στρατηγικής σε Ελλάδα και Βόρεια Ευρώπη
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας