Τον Ιούνιο του 2016, μια μέρα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, η τότε ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι παρουσίασε την Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια, προσφέροντας ένα πλαίσιο για τους στόχους αλλά και τη δράση της Ενωσης στον κόσμο. Το κείμενο είχε πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Ομως δεν αποτελούσε μια στρατηγική με τη συνήθη έννοια του όρου αλλά περισσότερο ένα κείμενο πάνω στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της Ενωσης και γενικόλογες αναφορές στα μέσα για την επίτευξή τους. Υπήρχε, λοιπόν, ανάγκη για μια πραγματική στρατηγική ασφάλειας και άμυνας, που θα εξειδίκευε την παγκόσμια στρατηγική και θα ανέφερε εργαλεία και μέσα. Αυτό ήταν δύσκολο για δυο λόγους κυρίως:
- • Τη διαφορετική αντίληψη περί απειλής μεταξύ του Βορρά (όπου απειλή αποτελούσε κυρίως η Ρωσία) και του Νότου (παράτυπη μετανάστευση, Τουρκία κ.ά.).
- • Την αμφισβήτηση του διατλαντικού δεσμού, μετά τις βολές του προέδρου Τραμπ κατά της χρησιμότητας του ΝΑΤΟ.
Ετσι λοιπόν ξεκινάει το εγχείρημα εκπόνησης της «Στρατηγικής Πυξίδας» με στόχο να αποτελέσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας με ορίζοντα το 2030. Το εναρκτήριο λάκτισμα δίνεται από τη γερμανική προεδρία του δεύτερου εξάμηνου του 2020 με στόχο την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατά τη γαλλική προεδρία στις αρχές του 2022, υπογραμμίζοντας για μια ακόμη φορά τη σημασία των δυο χωρών ως ατμομηχανή της Ε.Ε., και στον τομέα της άμυνας.
Τη Δευτέρα 21 Μαρτίου υιοθετήθηκε το τελικό κείμενο από το Συμβούλιο και παρουσιάστηκε προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24 και 25 Μαρτίου. Η κεντρική ιδέα συνοψίζεται στα λόγια του ύπατου εκπροσώπου, Μπορέλ, «Η Ε.Ε. πρέπει να μάθει τη γλώσσα της ισχύος». Αυτό γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Ευρώπη, η οποία πρέπει πλέον να αναλάβει τις ευθύνες της και να γίνει ένα παγκόσμιος παίκτης, πέρα από μια μεγάλη αγορά, θέτει με το κείμενο αυτό τους στόχους της για τα επόμενα 5-10 χρόνια.
Η «Στρατηγική Πυξίδα» αποτελεί κατά συνέπεια έκφραση της θέλησης για δράση, για ενίσχυση της ανθεκτικότητας της Ενωσης, για ουσιαστικές επενδύσεις στον τομέα της άμυνας αλλά και για σύναψη συνεργατικών σχέσεων με εταίρους.
Στο επίκεντρο είναι η στενή, συμπληρωματική σχέση με το ΝΑΤΟ, κάτι που ενισχύθηκε περαιτέρω με την ουκρανική κρίση και την πίεση των Ανατολικών χωρών. Η έννοια της στρατηγικής αυτονομίας παραμένει στόχος αλλά στην εποχή της στρατικοποίησης και σκληρής ισχύος που διανύουμε, περιορίζεται de facto. Γενικότερα, οι αρχές της συμπερίληψης, αμοιβαιότητας και αυτονομίας στη λήψη αποφάσεων αποτελούν τη βάση της σχέσης Ε.Ε. με ΝΑΤΟ. Η «αυτονομία» θα κριθεί μάλλον στο επίπεδο της αμυντικής βιομηχανίας, κυρίως στο επίπεδο της παραγωγής των δυνατοτήτων στρατηγικού χαρακτήρα που λαμβάνει σημαντική ώθηση.
Αυτή η «στρατιωτική στρατηγική» έχει πάντως παραδοτέα: αρχικά τη νέα Ευρωπαϊκή Δυνατότητα Ταχείας Ανάπτυξης (EU rapid Deployment Capacity) με 5.000 άτομα έως το 2025, η οποία βιαστικά χαρακτηρίστηκε από ορισμένους ως «ευρωστρατός» (αν και ο Μπορέλ ρητά το αρνήθηκε). Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια πιο προωθημένη προσπάθεια συνεργασίας και συντονισμού των στρατιωτικών δυνάμεων των κρατών μελών κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό από το παρελθόν. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στόχος της νέας δύναμης ταχείας αντίδρασης είναι να δρα σε δύσκολες συνθήκες και ειδικά να δραστηριοποιείται σε επιχειρήσεις «διάσωσης και εκκένωσης», αν και είναι αμφίβολο πόσο αποτελεσματική θα μπορούσε να είναι σε επιχειρήσεις όπως το Αφγανιστάν.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να ενισχύσει τη στρατιωτική κινητικότητα, να ενδυναμώσει τις στρατιωτικές και μη στρατιωτικές αποστολές της Ε.Ε. αλλά και να χρησιμοποιηθεί ένα χρηματοδοτικό εργαλείο εκτός του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη, για να ενισχυθούν οι σύμμαχοι, όταν το έχουν ανάγκη. Η αρχή έγινε ήδη πριν από λίγες μέρες με την Ουκρανία.
Και το σημαντικό για μας: όχι τόσο η αναφορά στην Τουρκία που δεν ξεπερνά το επίπεδο μιας συνήθους ρητορικής, αλλά η εμφατική αναφορά στο άρθρο 42(7) της Συνθήκης της Λισαβόνας που αφορά τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (mutual defence clause), μια ρήτρα που προοπτικά μπορεί να εξελιχθεί στο αντίστοιχο άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, δηλαδή να υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να συνδράμουν εκείνο το μέλος που δέχεται επίθεση. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν κομβική για την άμυνα της χώρας αλλά και για την αποτρεπτική της ισχύ.
* αναπλ. καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος Δ.Σ. του ΙΔΙΣ
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας