«Οι μεγάλοι πολιτικοί ακούν πριν από τους άλλους το μακρινό χλιμίντρισμα των αλόγων της ιστορίας» (Μπίσμαρκ)
Η Γερμανία προσπαθεί, και αυτή από την πλευρά της, να διαδραματίσει στην ουκρανική κρίση ένα ρόλο που θα διασφαλίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα δικά της συμφέροντα. Σε έναν πολυπολικό κόσμο οι διευθετήσεις παραμένουν μία πολυπαραγοντική υπόθεση... Όταν μιλάμε για κράτη, αυτό που προέχει στις επιδιώξεις τους είναι το δικό τους συμφέρον. Αυτό συμβαίνει ακόμα και ανάμεσα σε κράτη που π.χ. συνυπάρχουν σε έναν κοινό διακρατικό συνασπισμό (π.χ. ΝΑΤΟ, Ε.Ε., κοκ). Έστω και αν μέσα στους κόλπους τέτοιων συνασπισμών οι δεσμεύσεις είναι πολλές και τα περιθώρια ελιγμών λιγότερα και μικρότερα. Η Γερμανία μπορεί να ηγεμονεύει στο πλαίσιο της Ε.Ε. ή να ανήκει στο ΝΑΤΟ, δεν παύει όμως «να διατηρεί σχεδόν ακέραιο το δικαίωμά της» στη χάραξη μίας εξωτερικής πολιτικής που να διέπεται από την αίσθηση του δικού της συμφέροντος. Προκαλώντας ενίοτε τον προβληματισμό, ακόμα και τον εκνευρισμό, φερ΄ειπείν σε Λονδίνο, Παρίσι και Ουάσιγκτον...
Η Γερμανία συνεργάζεται στον ενεργειακό τομέα με τη Ρωσία εδώ και πολλά χρόνια. Είναι, λοιπόν, μία αναγνωρίσιμη δύναμη που δεν μπορεί, ακόμα κι αν το θέλει, να σταθεί αδιάφορα ή άκρως επιθετικά απέναντι στη Ρωσία. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του, «το μυστικό της διεθνούς πολιτικής είναι να κλείσεις μία καλή συμφωνία με τη Ρωσία»... Όπως το ίδιο συμβαίνει πάνω κάτω και στις σχέσεις του γερμανικού κράτους με την Κίνα. Φυσικά, σκληρά λόγια λέγονται διάφορα κατά καιρούς, είτε για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, είτε για να ικανοποιηθεί το γόητρο ενός ισχυρού συμμάχου. Στις διεθνείς σχέσεις όλοι έχουν απαιτήσεις από τους άλλους... Επίσης, οι διάφορες μερίδες της αστικής τάξης μίας χώρας δεν έχουν πάντα την ίδια αντίληψη μεταξύ τους για τα πράγματα. Εξού και οι πολιτικές διαφωνίες, ακόμα και στο εσωτερικό ενός πολιτικού κόμματος. Η ουσία, όμως, βρίσκεται στις συμφωνίες που συνάπτονται τελικώς, και ακόμα περισσότερο στις έμπρακτες συνεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε διάφορα μέτωπα. Το πεδίο των οικονομικών συναλλαγών, ως γνωστόν, είναι εδώ και αιώνες ένα από τα κυρίαρχα...
Η Γερμανία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε «κακό όνομα», καθώς η ναζιστική εκτροπή χρησιμοποίησε πρακτικές που δεν μπορεί να αποδεχθεί σε καμία περίπτωση ο ανθρώπινος νους. Το μεταπολεμικό θαύμα της ανοικοδόμησης της Δυτικής Γερμανίας (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας-ΒRD) που -με τη βοήθεια των ΗΠΑ- ορθοπόδησε και έγινε ξεχωριστό σημείο αναφοράς, συνοδεύτηκε από σημαντική οικονομική ανάπτυξη και από ένα είδος (ελεγχόμενου) απογαλακτισμού από το θλιβερό παρελθόν της χιτλερικής διακυβέρνησης. Η ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας (Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας-DDR) είναι μία άλλη υπόθεση, που αξίζει τη δική της μελέτη. Όμως, η σημερινή Γερμανία (που προέκυψε και με την ηθελημένη συγκατάθεση της γκορμπατσοφικής ΕΣΣΔ, άρα η Μόσχα δικαιούται αυξημένης προσοχής από τη γερμανική ελίτ...) ακολούθησε εξ΄ολοκλήρου το δυτικό μοντέλο. Για παράδειγμα, βασίστηκε και στη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών προτερημάτων που υπήρχαν στα εδάφη της πάλαι ποτέ Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας...
Η διαδικασία της ενοποίησης των δύο Γερμανιών έγινε αντιληπτή στο Βερολίνο ξεκάθαρα ως η έναρξη της επαναφοράς στο προσκήνιο και της διεκδίκησης ολοένα και μεγαλύτερου κομματιού στην πίτα των προνομίων του παγκόσμιου ενδοεξουσιαστικού ανταγωνισμού. Το μάρκο έδωσε τη θέση του στο ευρώ κάποια στιγμή, αλλά πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο καταλάβαιναν πως η μεταβολή της ευρωπαϊκής Γερμανίας (που οραματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 οι γερμανικές πολιτικές ελίτ) στη γερμανική Ευρώπη της σύγχρονης εποχής είχε το δικό της σύμβολο-μέσο υλοποίησης σχεδιασμών-νόμισμα... Οι διεθνείς αντιδράσεις που προκλήθηκαν, π.χ. από τη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα στα χρόνια των εγχώριων μνημονίων, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, αλλά και δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον. Γιατί δεν έγιναν κατά λάθος όλα αυτά, αλλά ήταν συνειδητές επιλογές στη βάση μίας γενικότερης στρατηγικής. Οι επιμέρους χειρισμοί, π.χ. της καγκελαρίου Μέρκελ, δεν διαφοροποιούσαν αυτή τη γενική στρατηγική που συναποφάσισαν κάποια στιγμή Βερολίνο (εστία του πολιτικού κατεστημένου) και Φρανκφούρτη (έδρα των οικονομικών-τραπεζικών κύκλων εξουσίας)...
Κι όμως, η Γερμανία είχε, και έχει ακόμα θαρρώ, την ευκαιρία να καταγραφεί στην ιστορία ως κάτι διαφορετικό. Ως μία δύναμη σταθερότητας και ευρύτερων προωθητικών τακτικών για την αποδοτική διεθνή συνεργασία και την αντίστοιχη παραγωγή έργου. Το γερμανικό τιμόνι δεν επιτρέπεται να λοξοδρομήσει... Ο ρόλος του συγκεκριμένου κράτους είναι κρίσιμος, όχι μόνο για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά και για το σύνολο των εξελίξεων... Είδαμε, όμως, πως εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον προσπαθεί με άτεγκτους τρόπους να προωθήσει έμπρακτα τη μεταμόρφωση της Ε.Ε. σε έναν «πολυεθνικό» μηχανισμό που θα εδραιώνει τη γερμανική θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Θα σταματήσει να τραβάει το λουρί; Θα αντιληφθεί πως υπάρχουν όρια; Θα συμβάλλει σε μία ολιστική αναδόμηση-αναθεώρηση που θα σέβεται τους πάντες, άρα και τους πιο αδύναμους; Ή θα εκμεταλλεύεται κάθε διαθέσιμη συγκυρία για τη διεύρυνση του (κατά πολλούς ιμπεριαλιστικής υφής) ρόλου της στα σύγχρονα δρώμενα; Ο Σολτς σε αυτά πρέπει πρωτίστως να απαντήσει, πέρα από οτιδήποτε άλλο. Κάθε υπεκφυγή, θα τη βρει μπροστά του...
Αν η Γερμανία επιλέξει το δρόμο της σύνεσης, του κοινού οραματισμού, και της δημιουργικής «συγκατοίκησης», θα καταστεί -όπως προείπαμε- βασικός καταλύτης διάσωσης και αναγέννησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αν στο εσωτερικό της, όμως, επικρατήσουν δυνάμεις «ακραίων» εθνικών και καπιταλιστικών προσμονών και απληστιών, τότε μόνο δύο παράγοντες θα μπορούσαν -και θεωρητικά, και πρακτικά...- να βάλουν φραγμό σε μία εκτροπή (στην οποία, δυστυχώς, χωράνε πολλά δεινά): οι υπόλοιπες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου και ο κοινωνικός-λαϊκός παράγοντας (τον επικαλούμαι συχνά, γιατί κρίνω πως είναι εν δυνάμει η πιο καθοριστική μεταβλητή επηρεασμού των εξελίξεων, είτε μέσω της αδράνειάς του, είτε μέσω της συνειδητοποιημένης δράσης του...). Οι πρώτες για να πιέσουν κατά βάση προς μία δημοκρατικότερη διευθέτηση των καυτών ανοιχτών ζητημάτων, ο δεύτερος για να εξασφαλίσει κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτισμική συνοχή... Το θέλουν; Το μπορούν; Η συνέχεια, και στις οθόνες μας, και -το κυριότερο- στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς μας στα επόμενα χρόνια...
YΓ. Στη χώρα του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς, του Καρλ Λίμπκνεχτ, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ακόμα και του έντονου σε διάρκεια και εφαρμοσμένες πρακτικές αντάρτικου πόλης της δεκαετίας του 1970, μπορεί (κι εκεί...) η ελπίδα να πεθαίνει τελευταία, αλλά αυτό που έρχεται πρώτο πρώτο -ως διακύβευμα- είναι ένα πράγμα: η δημιουργία ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος που θα φέρει τη Γερμανία στο σωστό δρόμο, θα αποτρέψει την παγίωση ενός παγκόσμιου συστήματος που θα εγκυμονεί διαρκώς κινδύνους για την πλειοψηφία των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, αλλά και θα μετατρέψει σε απτή προοπτική μία σοσιαλιστική (αν)οικοδόμηση που τόσο πολύ έχουν ανάγκη οι κοινωνίες και οι άνθρωποι. Ειδικά σήμερα, που διαφαίνονται -με τον πιο πλήρη και ξεκάθαρο τρόπο- και στον πιο άπιστο Θωμά οι στοχεύσεις, οι μεθοδολογίες και οι συνέπειες των λογικών των κυρίαρχων ελίτ, και στη Γερμανία, και σχεδόν παντού...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας