Κείμενο.
Πρωί -πρωί κατέφθασε στη μάντρα με τους χοίρους ο έφηβος Τηλέμαχος που `χε τη θεία χάρη που του δινε η Αθηνά η πάνσοφη Παλλάδα. Ο Εύμαιος τα έχασε απ` την πολλή χαρά του που είδε έτσι ξαφνικά το άξιο παλληκάρι, τον θεϊκό Τηλέμαχο το γιο του Οδυσσέα. Με αγκαλιές και με φιλιά και με αγάπης λόγια αυτός τον καλοδέχτηκε στο φτωχικό του σπίτι. « Γλυκό μου φως, Τηλέμαχε, έφτασες επιτέλους από την Πύλο του σοφού του Νέστορα την πόλη. Άργησες και φοβήθηκα μήπως κακό σε βρήκε». «Εύμαιε πάντα ήσουνα πιστός και τιμημένος και μόλις έφτασα εδώ, πριν λίγο από την Πύλο, εσένα ήλθα να ιδώ, ν` ακούσω και να μάθω, αν οι Μνηστήρες χάλασαν την τάξη του σπιτιού μου».
« Για την καλή τη μάνα σου μη νοιάζεσαι καθόλου, βρίσκει πολλά και πειστικά λόγια να τους πλανεύει και όλο να καθυστερεί τους δολερούς σκοπούς τους.».
Έτσι είπε και το χάλκινο τού πήρε το κοντάρι και μέσα τον προσκάλεσε να πιούνε και να φάνε. Ο Οδυσσέας θαύμαζε τον όμορφο το γιο του κι αυθόρμητα σηκώθηκε τη θέση του να δώσει στο νεαρό που έφτασε στο σπίτι του Ευμαίου. Δρασκέλισε ο Τηλέμαχος το πέτρινο κατώφλι και βιαστικά απάντησε στον ξένο για τη θέση. Κάθισε ξένε, κάθισε, και εγώ θα βρω μια θέση του είπε ο Τηλέμαχος χωρίς να καταλάβει πως στον πατέρα του μιλά τον θεϊκό Οδυσσέα. Τραπέζι στρώνει ο Εύμαιος να φάνε και να πιούνε και αφού χορτάσανε ψωμί, κρέας οφτό και οίνο άρχισε ο Τηλέμαχος και είπε του Ευμαίου: Για πες μου Εύμαιε πιστέ γι` αυτόν εδώ τον ξένο που δείχνει γέρος, κουρελής μα ίσως κρύβει κάτι, πως έφτασε στο ντάμι σου, πως ήλθε στην Ιθάκη, ποιοι ναυτικοί τον φέρανε και ποια ` ναι η γενιά του;
«Την πάσα αλήθεια θα σου πω μετά χαράς, παιδί μου. Ο γέρο ξένος μου αυτός από την Κρήτη είναι, από αρχοντική γενιά κρατά, καλή, γνωστή, μεγάλη. Λέει πως πήγε σε πολλές ανθρώπων πολιτείες και πως τον κόσμο γύρισε κι ότι πολλά γνωρίζει. Όμως η μοίρα το φερε και βρέθηκε δεμένος σ` ένα καράβι Θεσπρωτών που έπιασε λιμάνι στο όμορφο μας το νησί στην ξακουστή Ιθάκη. Κατάφερε και ξέφυγε και βρέθηκε στη μάντρα και νάτος τώρα βρίσκεται στα χέρια τα δικά σου.
«Εύμαιε, αυτός ο λόγος σου μου μάτωσε τα σπλάχνα, γιατί εγώ τον ξένο αυτόν, δεν παίρνω στο παλάτι, αφού εκεί οι άθλιοι Μνηστήρες κυβερνάνε, και είναι απρόβλεπτη πολύ η συμπεριφορά τους. Όμως τον γέρο, ξένο, αυτόν που βρέθηκε κοντά σου, όμορφα θα τον ντύσω εγώ με ρούχα, με χιτώνα και με χλαμύδα αρχοντική ν` αλλάξει αμέσως όψη. Σπαθί θα έχει δίκοπο και όμορφα σαντάλια και θα τον στείλω όπου ποθεί και θέλει η καρδιά του. Εύμαιε κράτα τον εδώ να τον φιλοξενήσεις και θα σου στείλω ρούχα εγώ, τροφές κι ότι θελήσεις, βάρος να μη σου γίνεται ο φίλος μας ο ξένος. Δε θέλω στο ανάκτορο το γέρο μας να πάρω γιατί δεν εμπιστεύομαι τους ασεβείς Μνηστήρες, που `ναι πολύ κακότροποι και μέτρο αυτοί δεν έχουν. Το σόι το βασιλικό που φτάνει ως εμένα είναι πολύ αδύνατο με λίγους απογόνους. Μονόκλωνη την θέλησε τη γενεά μου ο Δίας. Μοναχογιό ο Αρκείσιος έκαμε το Λαέρτη, μονάχο πάλι γέννησε κι εκείνος τον πατέρα, τον κύρη μου, τον άξιο τον θεϊκό Οδυσσέα. Κι ο Οδυσσεύς εμένανε μοναχογιό του μ` έχει. Έτσι γι αυτό μπήκαν πολλοί εχθροί μες στο παλάτι, αντίσταση δε βρήκανε, αφού ο καλός πατέρας μου δε γύρισε ακόμα, εγώ ακόμα ειμαί μικρός και ο παππούς Λαέρτης έχει γεράσει τώρα πια και δύναμη δεν έχει. Εύμαιε γρήγορα να πας, κι αμέσως πίσω να `ρθεις, ίσα να πεις στη μάνα μου πως γύρισα απ` την Πύλο και κρύβομαι στο ντάμι σου μακριά απ` τους Μνηστήρες. Όσα θα πεις στη μάνα μου κανείς να μην τ` ακούσει, γιατί οι Μνηστήρες θέλουνε εμένα να ξεκάνουν. Την ώρα εκείνη φάνηκε η Αθηνά Παλλάδα και τα σκυλιά τα άγρια ζαρώσανε στο χώμα και ουδέ καθόλου γαύγισαν την θεία παρουσία. Άγγιξε με χρυσό ραβδί τον κουρελή το γέρο και πάλι τον ξανάκανε νέο και δοξασμένο άντρα λαμπρό περήφανο με ρούχα στολισμένο με μια χλαμύδα όμορφη κι ένα χιτώνα ωραίο. Άκουσε Οδυσσέα μου, έφτασε πια η ώρα, στο γιο σου τον Τηλέμαχο αμέσως να μιλήσεις, πως είσαι ο πατέρας του, να του αποκαλύψεις. Ο Οδυσσέας γύρισε στο σπίτι του Ευμαίου κι ο γιος του ο Τηλέμαχος δεν γνώρισε ποιος είναι και το κεφάλι έστρεψε με τη θωριά του ξένου που σαν θεός φαινότανε με τόση λάμψη που `χε. «Ξένε! Μεταμορφώθηκες άρα θεός θα είσαι, λυπήσου μας και έλεος δείξε μας δοξασμένε, κι εμείς σφαχτάρια ζηλευτά θα ψήσουμε για σένα και αναθήματα πολλά και δώρα διαλεγμένα, πλούσια, χρυσοσκάλιστα, ομορφοκαμωμένα. « Τηλέμαχε για κοίτα με, εγώ θεός δεν είμαι, μα είμαι ο πατέρας σου που τόσες στενοχώριες σου φερε η απουσία μου από το σπιτικό μας.».Είπε και φίλησε γλυκά το γιο του, κι απ' τα μάτια
τα δάκρυα τρέχανε καυτά τη μάνα γη ποτίζαν.
«Δεν είσαι ο πατέρας μου, ζητιάνος πριν φαινόσουν μα τώρα μοιάζεις με θεό που κατοικεί στα ουράνια».
«Μπροστά σου τον πατέρα σου, παιδί μου εσύ βλέπεις. Είμαι ο ίδιος, που καιρούς, βωλόδερνα στα ξένα, και στην πατρίδα γύρισα, τον εικοστό πια χρόνο. Η Αθηνά ευθύνεται για τις μεταμορφώσεις που τόσο σε μπερδέψανε και σαν θεό με βλέπεις. Εύκολα δύνανται οι θεοί που τα ουράνια ορίζουν να ταπεινώνουν τους θνητούς ή να τους εξυψώνουν.». Αμέσως ο Τηλέμαχος τον ξακουστό του κύρη αγκάλιασε και φίλησε και ξέσπασε στο κλάμα. Γιος και πατέρας κλαίγανε σαν τα πουλιά θρηνούσαν που κλέψαν τα πουλάκια τους από την ψηλή φωλιά τους οι άρπαγες οι άνθρωποι που όλα τα πειράζουν. Ποτάμια δάκρυα χύσανε ο γιος και ο πατέρας , ώρες πολλές θρηνούσανε από χαρά μεγάλη που τόσα χρόνια πέρασαν χωρίς ν` ανταμωθούνε. Ρώτησε ο Τηλέμαχος το σεβαστό πατέρα, πως στην Ιθάκη έφτασε, με ποιο καράβι ήρθε, ποιοι ναυτικοί τον έφεραν και από πού κρατούσαν. « Οι φημισμένοι ναυτικοί , οι Φαίακες, με φέραν μ` ένα γοργό πλεούμενο και με καλό ταξίδι. Τέτοιο ταξίδεμα καλό δεν είχα ξανακάνει αφού σ` όλη την πλεύση μας ύπνο βαθύ κοιμόμουν. Ακόμα κι όταν φτάσαμε εδώ, εγώ κοιμόμουν και έτσι μ` αποθέσανε σ` αμμουδερό ακρογιάλι. Δώρα μου δώσανε πολλά που τα `χω φυλαγμένα σε μια σπηλιά που μου δειξε η Αθηνά Παλλάδα. Τηλέμαχε καλέ μου γιε, αμέσως να σκεφτούμε πως θα σκοτώσουμε εμείς τους άτιμους Μνηστήρες που θέλουνε να σβήσουνε την ένδοξη γενιά μας. Να μάθω πόσοι είναι αυτοί, να μάθω και ποιοι είναι. Και όλα αυτά που εγώ ζητώ ν` ακούσω τώρα αμέσως, γνωρίζω πως καλύτερα ξέρεις εσύ απ` όλους. Θέλω να μάθω, να σκεφτώ, μπορούμε εμείς οι δύο μόνοι να τους ξεκάνουμε ή θέλουμε βοήθεια;
«Πατέρα πρώτε στ` άρματα και στα τεχνάσματα σου, ο λόγος που ξεστόμισες τρόμαξε την καρδιά μου γιατί αυτοί είναι πολλοί, δεκάδες άντρες είναι, που πέσανε στα πλούτη μας για να τα αφανίσουν. Πενήντα δύο έρχονται μόνο από Δουλίχι και έχουν κι έξι βοηθούς. Είκοσι τέσσερις σωστοί είναι από τη Σάμη, είκοσι από την Ζάκυνθο, δώδεκα απ` την Ιθάκη. Περνάνε αυτοί τους εκατό κι ακόμα λίγους λέω. Πάντα μαζί τους βρίσκεται ο Μέδοντας ο κήρυξ, κι ο θεϊκός τραγουδιστής ο Φήμιος ο μέγας. Όλοι αυτοί `ναι δυνατοί και έχουν περίσσιο θάρρος που τους το θρέφει ο σκοπός που έχουν στο μυαλό τους, κι η σύναξη τους που περνά τους εκατό Μνηστήρες.». Στη μάχη δε θα φοβηθώ κι ας είναι όσοι είπες, ποτέ μου δε φοβήθηκα εγώ να μπω σε μάχη. Και μην ξεχνάς Τηλέμαχε καλό μου παλληκάρι πως η Παλλάδα Αθηνά μαζί κι ο μέγας Δίας εμάς τους δυο θα βοηθούν και όχι τους Μνηστήρες. Αύριο το ξημέρωμα πήγαινε στο παλάτι κι εγώ θα φτάσω έπειτα με τον χοιροβοσκό μας και πάλι θα `μαι γέροντας και κουρελής ζητιάνος. Όλα στο σπίτι τ` άρματα, τα τόξα και τα βέλη, κοντάρια, ασπίδες και σπαθιά, μαχαίρια κι όλα τ` άλλα να τα μαζέψεις κι ύστερα πολύ καλά να κρύψεις σε κρύπτη που θα ξέρουμε μονάχα εμείς οι δύο. Αν οι Μνηστήρες σε ρωτούν τι γίνανε τα όπλα με λόγια πλάγια εσύ κοίτα να τους γελάσεις πως τάχα εσύ τα μάζεψες για να τα καθαρίσεις που τόσα χρόνια έμεναν και είχαν αραχνιάσει και χάσανε τη λάμψη τους απ` του καπνού την άχνα. Άφησε μόνο δυο σπαθιά και δυο καλά κοντάρια κι ασπίδες δυο ν' αρπάξουμε όταν θα έρθει η ώρα. Τηλέμαχε καλέ μου γιε κι άξιο παλληκάρι όλα που λέμε εμείς οι δυο, σε μας τους δυο να μείνουν και να μη μάθει άνθρωπος πως είμαι στην Ιθάκη. Κανείς μη μάθει τίποτα ούτε και οι δικοί μας, ο σεβαστός πατέρας μου κι η συνετή σου μάνα και ο πιστός ο Εύμαιος που τόσο μας πονάει. Πρέπει εμείς να μάθουμε ποιοι μας τιμούν ακόμα και ποιοι μ` εμάς θα συνταχθούν στη μάχη των Μνηστήρων.
Η Πηνελόπη ανησυχεί μην οι Μνηστήρες βλάψουν το γιο της τον μονάκριβο μόλις αυτός γυρίσει στο σπίτι τους που άλωσαν, οι ασεβείς Μνηστήρες. Μονάχα ο Ευρύμαχος υπόσχεση της δίνει πως δεν θ` αφήσει αυτός κακό να πάθει το παιδί της.
Το ίδιο βράδυ ο Εύμαιος στη μάντρα του ανεβαίνει και βρίσκει τον Τηλέμαχο και τον σοφό Οδυσσέα να τρώνε και να πίνουνε αφού γουρούνι σφάξαν, το ψήσαν και χαρήκανε πολύ τη νοστιμιά του. Η Αθηνά με το ραβδί άγγιξε τον Δυσσέα και πάλι τον ξανάκανε να `χει θωριά ζητιάνου στο ντύσιμο, στα μάτια του, στα άσπρα τα μαλλιά του. Ο Εύμαιος μετέφερε τα νέα απ` το παλάτι πως πρόλαβε ένας σύντροφος, ναύτης του Τηλεμάχου και είπε τη μητέρα του πως είναι ο γιος της σώος και στην Ιθάκη βρίσκεται και θα την δει συντόμως. Αφού το δείπνο τέλειωσε πέσανε στα στρωσίδια ύπνο γλυκό να πάρουνε.
Περίληψη.
Ο Τηλέμαχος φτάνει στο σπιτάκι του Εύμαιου πρωί- πρωί. Ο πιστός χοιροβοσκός χαίρεται πολύ που επέστρεψε σώος ο Τηλέμαχος από την Πύλο αφού με την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς απέφυγε το θανάσιμο θαλασσινό καρτέρι των Μνηστήρων. Ο Τηλέμαχος μαθαίνει από τον Εύμαιο όσα εκείνος γνωρίζει για τον γέρο ζητιάνο που φιλοξενεί στο μαντρί του. Αυτός ο κουρελής ηλικιωμένος δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα όπως τον έχει μεταμορφώσει η Αθηνά. Ο Εύμαιος φεύγει για να πληροφορήσει την Πηνελόπη για την επιστροφή του Τηλέμαχου και η Αθηνά ξαναδίνει στον Οδυσσέα την πραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του και αφού περνά ώρα πολλή με αγκαλιές και κλάματα χαράς αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδια για την εξόντωση των Μνηστήρων. Αυτοί όμως ετοιμάζουν δικά τους σχέδια για τον θάνατο του Τηλέμαχου που απέφυγε την ενέδρα τους στα θαλασσινά στενά καθώς επέστρεφε από την Πύλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τις πανουργίες των Μνηστήρων και τους ψέγει. Ο Ευρύμαχος την καθησυχάζει με δολερές και ψεύτικες υποσχέσεις. Ο Εύμαιος επιστρέφει το βράδυ στο ντάμι του και βρίσκει τον Τηλέμαχο και τον κουρελή γέρο στο τραπέζι να τρώνε και να πίνουν. Η Αθηνά μεταμόρφωσε με το χρυσό της ραβδάκι της, λίγο πριν εμφανιστεί ο Εύμαιος, τον Οδυσσέα πάλι σε γέροντα, κουρελή ζητιάνο. Μετά το φαγητό πέφτουν για ύπνο.
Σχόλια.
-Τρυφερή προσφώνηση.
Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος, π`,23. «Γλυκό μου φως, Τηλέμαχε.
Ο Εύμαιος χαίρεται πολύ που βλέπει τον Τηλέμαχο να φτάνει σώος και ασφαλής στην Ιθάκη από την Πύλο αφού ξεγλίστρησε από την θανάσιμη θαλασσινή παγίδα των Μνηστήρων. Και αναφωνεί: Τηλέμαχε, γλυκερόν φάος!
-Είκοσι χρόνια απουσίας
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. π`, 206. Στη γή μου εγώ την πατρική ήλθα αφού περάσαν είκοσι χρόνια συναπτά. (ελεύθ.).
Ο ίδιος ο Οδυσσέας μιλά για το ακριβές διάστημα της απουσίας του από την Ιθάκη.
-Οι θεοί μπορούν τα πάντα.
ῥηΐδιον δὲ θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
ἠμὲν κυδῆναι θνητὸν βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι.»,π`, 212. Οι θεοί που τα ψηλά ουράνια ορίζουν θέλουν σε κάνουν όμορφο, ή άσκημο αν θέλουν.
Για τις μεταμορφώσεις του Οδυσσέα από την Αθηνά. Η Αθηνά προκειμένου να μη γνωρίσει κανείς τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, τον μεταμορφώνει, με το χρυσό ραβδάκι της, σε γέρο, κουρελή ζητιάνο.
-Κλάμα γοερό.
κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί,
φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα
ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι·
ὣς ἄρα τοί γ' ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβον.π`,216- 219.
Και κλαίγανε μ` αλαλαγμούς σαν τα πουλιά που κλαίνε με σπαραγμό σαν άρπαγες ανθρώποι τους αρπάξουν τους νεοσσούς απ` τη φωλιά. Έτσι τα δάκρυα έτρεχαν από τα δικά τους μάτια.( ελεύθ.).
Γιος και πατέρας κλαίγανε σαν τα πουλιά θρηνούσαν που κλέψαν τα πουλάκια τους από την ψηλή φωλιά τους οι άρπαγες οι άνθρωποι που όλα τα πειράζουν. Ποτάμια δάκρυα χύσανε ο γιος και ο πατέρας , ώρες πολλές θρηνούσανε από χαρά μεγάλη που τόσα χρόνια πέρασαν χωρίς ν` ανταμωθούνε. (ελεύθ.).
Ιδιοφυής η παρομοίωση του Ομήρου του κλάματος του Οδυσσέα και του Τηλέμαχου με το θρηνητικό κλάμα των πουλιών.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
2*. Στην πολύ ταλαντούχα και σκεπτόμενη ζωγράφο Άννα Σαλούστρου.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας