Οι εορτασμοί για την επέτειο των 200 χρόνων (1821-2021) από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών είναι μια ιστορική ευκαιρία να αναστοχαστούμε την πνευματική, ιστορικο-κοινωνική, πολιτική και οικονομική πορεία του εκδυτικισμού της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα η περιοχή στην οποία ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος ανήκε στην Ανατολή, εάν υιοθετήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Με τους όρους αυτούς εννοούμε κοσμοθεωρητικά συστήματα μέσω των οποίων οργανώνονται και λειτουργούν οι πολιτικές κοινωνίες ανά τον κόσμο.
Οι διαφορές ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή είναι ριζικές, αλλά δεν έχω την πρόθεση σ’ αυτή τη σύντομη θεωρητικο-πολιτική παρέμβασή μου να τις αναλύσω. Αναφέρω μόνον, ενδεικτικά, ότι ένα θεμελιώδες κριτήριο της διάκρισης είναι αυτό που επεξεργάζεται τις ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού ως εγγενή ορθολογικά στοιχεία της πολιτικής μορφής ζωής.
Απ’ αυτή, λοιπόν τη σκοπιά μπορούμε να εξετάσουμε την ιστορική εξέλιξη της νεώτερης Ελλάδας, του σύγχρονου ελληνικού κράτους, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Η στροφή προς τη Δύση πραγματοποιήθηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του κράτους, το οποίο οργανώνεται και λειτουργεί κατά τα δυτικά πρότυπα. Λειτουργεί η αντιπροσωπευτική αρχή, ισχύει Σύνταγμα και γενικά η συνολική δράση του κράτους υποστασιοποιεί την ιδέα της Δύσης ως κοσμοθεωρητικού συστήματος. Ταυτόχρονα όμως η απουσία εγγενών ορθολογικών στοιχείων, τα οποία θα υποβοηθούσαν στη διαδικασία του εκδυτικισμού, είναι εμφανής. Το νεότευκτο κράτος ως πολιτικο-διοικητικός μηχανισμός με τους δυτικούς θεσμούς του λειτουργεί στο πλαίσιο ενός κοινωνικού βιόκοσμου ο οποίος ανήκει στην Ανατολή ως κοσμοθεωρητικό σύστημα. Επομένως, η ίδρυση του ελληνικού κράτους θεμελιώνεται στη δομική διαφορά Δύσης και Ανατολής ή ορθότερα, με την ίδρυση του κράτους αυτού, η κοσμοθεωρητική διαίρεση Δύσης και Ανατολής καθίσταται η ιδρυτική πράξη της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας.
Στα πρώτα βήματά της προς τον εκδυτικισμό, η ελληνική κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει σε όλα τα επίπεδα συγκροτήσεώς της τη διαφορά ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η οποία, επαναλαμβάνω, κατέστη δομική και συγκροτησιακή δομή για τη νεώτερη Ελλάδα. Δεν ήταν όμως μόνον αυτό το πνευματικό μέτωπο που άνοιξε η Ελλάδα του δέκατου ένατου αιώνα. Δύο άλλες πνευματικές υποθέσεις τις οποίες κλήθηκε να διαχειριστεί είναι: η μία η σχέση της με την αρχαιότητα και η άλλη η σχέση της με τη χριστιανική θρησκεία.
Διευκρινίζω ότ επειδή δεν γράφω ένα δοκίμιο για την προέλευση αυτού που ονομάζεται ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, επισημαίνω μόνον τους λόγους για τους οποίους επικράτησαν ως πολιτική και πνευματική ταυτότητα για τη νεώτερη Ελλάδα δύο πολιτικο-ιδεολογικά σχήματα: το ένα, της ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και το άλλο, της διαπλοκής της χριστιανικής θρησκείας με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Με όσα γράφω, θέλω να τονίσω ότι κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, η νεώτερη Ελλάδα ως κράτος επιδιώκει να οργανωθεί κατά τα δυτικά πρότυπα και ως κοινωνία να «κατασκευάσει» έναν «πνευματικό εαυτό» ο οποίος δεν της ανήκει. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ακολούθησε χιλιετίες τώρα την ιστορική πορεία της στην ευρωπαϊκή συνείδηση, ενώ από την άλλη η χριστιανική θρησκεία, κατά την ορθόδοξη εκδοχή της, συμμετέχει στη διοικητική διαχείριση των εγκοσμίων. Αυτός είναι ο λόγος που οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας στην Ελλάδα έχουν γίνει «γόρδιος δεσμός».
Με τους όρους της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, η δημιουργία και η ιστορική εξέλιξη της νεώτερης Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα είναι ένα «ταυτοτικό πρόβλημα». Δηλαδή αυτή η νεοσύστατη οντότητα ψάχνει να βρει σημεία αναφοράς και ιδεολογικά επινοήματα επιβίωσης. Μετά τη δραματική πολιτική ήττα της «Μεγάλης Ιδέας» υιοθετείται η ίδια μέθοδος, αλλά αλλάζουν τα περιεχόμενα. Κατά την ιστορική φάση του εικοστού αιώνα τα κοσμοθεωρητικο-πνευματικά στοιχεία υποχωρούν και αποκτά τα πρωτεία το πολιτικο-ιδεολογικό στοιχείο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι συγκροτησιακές διαδικασίες «κατασκευής» του εαυτού της Ελλάδας κατά τον εικοστό αιώνα θεσμοθετούνται μέσω πολιτικο-ιδεολογικών διενέξεων. Το αποκορύφωμα είναι ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος σφραγίζει τη μεταπολεμική ιστορική μοίρα της Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Ως συμπέρασμα στις αναλύσεις μου αυτές μπορούν να διατυπωθούν δύο προτάσεις: πρώτον, η μετάβαση από το πνευματικο-ιδεολογικό καθεστώς ταυτότητας (του 19ου αιώνα) στο πολιτικο-ιδεολογικό σύστημα (του εικοστού αιώνα) δεν συνεισφέρει στον ελληνικό εκδυτικισμό τίποτε. Και δεύτερον, η νέα εποχή του πολιτικο-τεχνοκρατισμού, ενδεχομένως, θα οδηγήσει τη νεώτερη Ελλάδα μετά από διακόσια χρόνια σε νέα πολιτικά και ιδεολογικά αδιέξοδα.
* καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας