Καθώς πλησιάζουμε στο κρίσιμο δημοψήφισμα του Απριλίου για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία, οι κλιμακούμενες ρητορικές εξάρσεις του Ερντογάν περί αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης εντάσσονται στο παγιωμένο πλαίσιο του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Προφανώς, δεν υποτιμάται ο κίνδυνος από τέτοιες δηλώσεις, εφόσον αμφισβητούν τη Συνθήκη που υπήρξε το θεμέλιο μιας εύθραυστης ελληνοτουρκικής ειρήνης για σχεδόν έναν αιώνα (και ενώ είχαν προηγηθεί τέσσερις ελληνοτουρκικοί πόλεμοι από το 1821 ώς το 1922).
Εξίσου ακριβές είναι ότι η Λωζάννη αποτελεί το πιστοποιητικό γέννησης της Τουρκικής Δημοκρατίας, διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προϊόντος της διάλυσης της τελευταίας.
Ετσι, όταν ο Ερντογάν ομιλεί για «τα σύνορα της καρδιάς μας» που φτάνουν, υποτίθεται, ώς την Κίνα (και -γιατί όχι- ώς τη Βιέννη), κάνει μια φαντασιακή προβολή μιας Μεγάλης Τουρκίας που επιτέλους αποτινάσσει τα δεσμά που της επιβλήθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πλήρη οικονομική και δημογραφική άνθηση, με εκτιμώμενο πληθυσμό άνω των 88 εκατομμυρίων ώς τη δεκαετία του 2030, μέλους των G20 και δεύτερης μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης στο ΝΑΤΟ.
Μιας Τουρκίας με ισλαμικές βάσεις, πρωταγωνίστριας στον ισλαμικό κόσμο και επικυρίαρχης στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια.
Αυτό είναι το όραμα που προσφέρει ο Τούρκος πρόεδρος στον λαό του, το αφήγημα για να εδραιώσει την ιδεολογική και πολιτική του παντοδυναμία: μια μεταμοντέρνα αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εποχής στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο τουρκικός λαός με ένα αίσθημα νοσταλγίας και υπερηφάνειας, σε συνδυασμό με οργή εναντίον εκείνων που, υποτίθεται, συρρίκνωσαν την Τουρκία στα σημερινά της σύνορα.
Ο εθνικισμός ανέκαθεν ήταν η αγαπημένη συγκολλητική ουσία όλων των αυταρχικών καθεστώτων, ιδίως όταν αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα εσωτερικής συνοχής, και το καθεστώς Ερντογάν δεν είναι εξαίρεση.
Ωστόσο, η πραγματικότητα διαφέρει αρκετά από την εικόνα της αναδυόμενης Μεγάλης Δύναμης που έχει η ίδια η Τουρκία για τον εαυτό της και που θέλει να προβάλει διεθνώς. Πράγματι, η ρητορική του Ερντογάν και η αυξημένη προκλητικότητα της Τουρκίας μπορούν να ερμηνευτούν ως ένδειξη νευρικότητας και αντανακλαστική αντίδραση στην αποτυχία των στρατηγικών της στόχων.
Παραδείγματος χάριν, η προσπάθεια της Τουρκίας να «κηδεμονεύσει» επί των τουρκογενών πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας απέτυχε, όπως ουσιαστικά έχει αποτύχει και η απόπειρά της να εμπλακεί στη Συρία και στο Ιράκ, καθώς προσέκρουσε στις στρατηγικές επιδιώξεις και στα συμφέροντα των πραγματικών Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή της Ρωσίας και των ΗΠΑ.
Οσο βαθύτερα εισέρχεται η Τουρκία στο τέλμα της Συρίας και του Βόρειου Ιράκ, στην προσπάθειά της να αποτρέψει την ανάδυση ενός de facto κουρδικού κράτους στο μαλακό της υπογάστριο, σε συνδυασμό με τον εσωτερικό της πόλεμο εναντίον των Κούρδων αυτονομιστών, τόσο λιγότερες δυνάμεις μπορεί να αφιερώσει στις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας.
Συγχρόνως, η Τουρκία είναι μια χώρα με εσωτερικές αντιφάσεις, ανισότητες και χάσματα που έχουν δομικό χαρακτήρα, ανάγονται δηλαδή στην ίδια τη φύση του τουρκικού κράτους και είναι ενδεικτικά μιας ανωμαλίας που έχει βαθιές ρίζες και οπωσδήποτε την εμποδίζει να απολαύσει τον ρόλο που η ίδια επιθυμεί για τον εαυτό της.
Ενώ η Επιτροπή της Βενετίας -το γνωμοδοτικό επί συνταγματικών θεμάτων όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης- διαπιστώνει «δραματική υποχώρηση της δημοκρατικής τάξης» στην Τουρκία, το παζλ συμπληρώνεται με τα σημάδια εξάντλησης που εμφανίζει η τουρκική οικονομία.
Μετά την τραυματική αλλά και διδακτική εμπειρία του θέρους του 2015, αυτό που η Ελλάδα οφείλει να λάβει υπόψη της είναι ότι δεν μπορεί να βασίζεται στην όποια ευρωπαϊκή ομπρέλα προστασίας: η εικασία ότι σε μια υποθετική, στοχευμένη ή σπασμωδική, κίνηση τυχοδιωκτισμού του τουρκικού αναθεωρητισμού εις βάρος της εδαφικής ακεραιότητας και της κρατικής κυριαρχίας της Ελλάδας, η Ευρώπη θα προσέτρεχε ως αρωγός μας θα διαψευδόταν οικτρά. Ποια, λοιπόν, πρέπει να είναι η ελληνική αντίδραση;
Με τρεις λέξεις, ψυχραιμία, σύνεση και εγρήγορση. Χρειάζεται προσεκτική μελέτη των κινήσεων και της συμπεριφοράς της Τουρκίας και να αποφύγουμε να παίξουμε το παιχνίδι εκείνων που ενδεχομένως θα ήθελαν να εκτονώσουν τα εσωτερικά τους αδιέξοδα, εξάγοντάς τα εις βάρος της Ελλάδας μέσω τεχνητής έντασης.
Συγχρόνως, χρειάζεται η διατήρηση αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος που θα αποθαρρύνει οποιονδήποτε επιβουλεύεται την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα, καθώς και μια πολυδιάστατη και δραστήρια διπλωματία που θα ενισχύσει τη θέση της χώρας μας στο διεθνές και ευρωπαϊκό στερέωμα.
Μέσα σε έναν κυκεώνα περιφερειακών αναταραχών, η Ελλάδα παραμένει μια όαση ειρήνης, δημοκρατίας και σταθερότητας, κάτι που πρέπει να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού, επιβεβαιώνοντας την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο, στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της περιοχής μας.
* δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόχου LL.M από το London School of Economics